Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "πρό"

3 εγγραφές [1 - 3]
προθυμέομαι
1. είμαι πρόθυμος να κάνω κτ., επιδεικνύω ζήλο ή ετοιμότητα για μια δραστηριότητα |με απρφ. |με πρόταση ὅπως, ὡς |με εμπρόθετο προδιορισμό |απόλ. 2. ενεργώ πρόθυμα για κτ., επιθυμώ θερμά |με αιτ. (συχνά με ουδ.αντων.)
πρόθυμος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α. αυτός που διαπνέεται από προθυμία, ζήλο, που επιδεικνύει ετοιμότητα για μια δραστηριότητα, ο πρόθυμος |πρόθυμος για κτ. |με γεν. |με εμπρόθετο προσδιορισμό |απόλ. |φρ. πρόθυμός εἰμι με απρφ.=προθυμέομαι=είμαι έτοιμος, πρόθυμος να πράξω κτ. |φρ. τὸ πρόθυμον=ἡ προθυμία=ο ζήλος, η προθυμία Β. αυτός που επιθυμεί το καλό κπ., αυτός που επιδεικνύει καλή διάθεση προς κπ., ο πιστός, ο αφοσιωμένος |ΕΠΙΡΡΗΜΑ με προθυμία, με ζήλο, με όρεξη
προσήκω
Α. ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ 1. έχω φτάσει σε κπ. τόπο, είμαι κοντά, είμαι παρών |πλησιάζω, εκτείνομαι 2. ανήκω |έχω σχέση με κπ. ή κτ., αφορώ |είμαι συγγενής |με δοτ. 3. ταιριάζω, αρμόζω, είμαι αρμόδιος, κατάλληλος |με δοτ. Β. ΑΠΡΟΣΩΠΟ 1. ανήκει, αφορά |με άρνηση και γεν. πράγμ. 2. αρμόζει, ταιριάζει |με δοτ. προσ. και απρφ. |με αιτ. προσ. και απρφ. |σπάνια με παράλειψη του απρφ. Γ. |η μτχ. ως επίθ. 1. αυτός που ανήκει σε κπ. |με δοτ. |με γεν. |απόλ. |δικός μου, όχι ξένος |αυτός που έχει σχέση με κτ. |με απρφ. |αυτός που έχει σχέση συγγένειας, συγγενής |με δοτ. |ως ουσ. οἱ προσήκοντες=συγγενής, οικείος |φρ. γένει, κατά γένος προσήκων 2. αυτός που αρμόζει, κατάλληλος, πρόσφορος |με δοτ. |με αιτ. |με απρφ. |το ουδ. της μτχ. ενεστ. ως ουσ. τὸ προσῆκον-τὰ προσήκοντα=αυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει, το χρέος, το καθήκον |μτχ. σε αιτ. ουδ. (απόλ.) προσῆκον |φρ. μᾶλλον τοῦ προσήκοντος |φρ. παρὰ τὸ προσῆκον |φρ. ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος |φρ. οὐκ ἐκ προσηκόντων
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες