Α. ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ 1. έχω φτάσει σε κπ. τόπο, είμαι κοντά, είμαι παρών |πλησιάζω, εκτείνομαι 2. ανήκω |έχω σχέση με κπ. ή κτ., αφορώ |είμαι συγγενής |με δοτ. 3. ταιριάζω, αρμόζω, είμαι αρμόδιος, κατάλληλος |με δοτ. Β. ΑΠΡΟΣΩΠΟ 1. ανήκει, αφορά |με άρνηση και γεν. πράγμ. 2. αρμόζει, ταιριάζει |με δοτ. προσ. και απρφ. |με αιτ. προσ. και απρφ. |σπάνια με παράλειψη του απρφ. Γ. |η μτχ. ως επίθ. 1. αυτός που ανήκει σε κπ. |με δοτ. |με γεν. |απόλ. |δικός μου, όχι ξένος |αυτός που έχει σχέση με κτ. |με απρφ. |αυτός που έχει σχέση συγγένειας, συγγενής |με δοτ. |ως ουσ. οἱ προσήκοντες=συγγενής, οικείος |φρ. γένει, κατά γένος προσήκων 2. αυτός που αρμόζει, κατάλληλος, πρόσφορος |με δοτ. |με αιτ. |με απρφ. |το ουδ. της μτχ. ενεστ. ως ουσ. τὸ προσῆκον-τὰ προσήκοντα=αυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει, το χρέος, το καθήκον |μτχ. σε αιτ. ουδ. (απόλ.) προσῆκον |φρ. μᾶλλον τοῦ προσήκοντος |φρ. παρὰ τὸ προσῆκον |φρ. ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος |φρ. οὐκ ἐκ προσηκόντων |