Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- πρόθυμος
- επίθετο
- -ος, -ον
- προθύμως
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
ΕΠΙΘΕΤΟ Α. αυτός που διαπνέεται από προθυμία, ζήλο, που επιδεικνύει ετοιμότητα για μια δραστηριότητα, ο πρόθυμος |πρόθυμος για κτ. |με γεν. |με εμπρόθετο προσδιορισμό |απόλ. |φρ. πρόθυμός εἰμι με απρφ.=προθυμέομαι=είμαι έτοιμος, πρόθυμος να πράξω κτ. |φρ. τὸ πρόθυμον=ἡ προθυμία=ο ζήλος, η προθυμία Β. αυτός που επιθυμεί το καλό κπ., αυτός που επιδεικνύει καλή διάθεση προς κπ., ο πιστός, ο αφοσιωμένος |ΕΠΙΡΡΗΜΑ με προθυμία, με ζήλο, με όρεξη
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- ΕΠΙΘΕΤΟ Α. αυτός που διαπνέεται από προθυμία, ζήλο, που επιδεικνύει ετοιμότητα για μια δραστηριότητα, ο πρόθυμος
- ΠΛ Συμπ 220e αὐτὸς προθυμότερος ἐγένου τῶν στρατηγῶν ἐμὲ λαβεῖν ἢ σαυτόν
- ΕΥΡ Εκ 1201 τίνα δὲ καὶ σπεύδων χάριν πρόθυμος ἦσθα; { κι ήσουν πρόθυμος για να λάβεις ποια χάρη; }
- ΑΡΙΣΤ επιστ 3.17 ὅθεν πειρῶ πρόθυμος μὲν εἶναι ταῖς εὐεργεσίαις͵ ἔποχος δὲ τοῖς θυμοῖς
- πρόθυμος για κτ.
- με γεν.
- ΘΟΥΚ 3.67.6 ἡμῖν ἄνομα παθοῦσιν ἀνταπόδοτε χάριν δικαίαν ὧν πρόθυμοι γεγενήμεθα
- με εμπρόθετο προσδιορισμό
- ΘΟΥΚ 7.18.3 οἱ Λακεδαιμόνιοι νομίσαντες τὸ παρανόμημα...ἐς τοὺς Ἀθηναίους τὸ αὐτὸ περιεστάναι͵ πρόθυμοι ἦσαν ἐς τὸν πόλεμον
- ΠΛ Πολ 468c προθυμότερος ᾖ πρὸς τὸ τἀριστεῖα φέρειν
- απόλ.
- ΕΥΡ ΗρΜαιν 309 τὰς τῶν θεῶν γὰρ ὅστις ἐκμοχθεῖ τύχας πρόθυμός ἐστιν͵ ἡ προθυμία δ΄ ἄφρων
- ΗΡ 9.91.7 σὺ δὲ...ἀποπλεύσεαι καὶ οἱ σὺν σοὶ ἐόντες οἵδε͵ ἦ μὲν Σαμίους ἡμῖν προθύμους ἔσεσθαι συμμάχους
- φρ. πρόθυμός εἰμι με απρφ.=προθυμέομαι=είμαι έτοιμος, πρόθυμος να πράξω κτ.
- ΗΡ 7.5.1 ὁ τοίνυν Ξέρξης ἐπὶ μὲν τὴν Ἑλλάδα οὐδαμῶς πρόθυμος ἦν κατ΄ ἀρχὰς στρατεύεσθαι { ο Ξέρξης λοιπόν αρχικά δεν εκδήλωνε καμιά διάθεση να εκστρατεύσει εναντίον της Ελλάδας }
- ΕΥΡ Ιππολ 1005 οὐδὲ ταῦτα γὰρ σκοπεῖν πρόθυμός εἰμι͵ παρθένον ψυχὴν ἔχων
- φρ. τὸ πρόθυμον=ἡ προθυμία=ο ζήλος, η προθυμία
- ΘΟΥΚ 4.85.4 { γιατί εμείς οι Λακεδαιμόνιοι αναλάβαμε τόσο μεγάλο κίνδυνο περνώντας τόσες μέρες δρόμο μέσ' από ξένες χώρες και δείχνοντας ολόψυχο ζήλο }
- Β. αυτός που επιθυμεί το καλό κπ., αυτός που επιδεικνύει καλή διάθεση προς κπ., ο πιστός, ο αφοσιωμένος
- ΘΟΥΚ 3.57.4 περιεώσμεθα ἐκ πάντων Πλαταιῆς οἱ παρὰ δύναμιν πρόθυμοι ἐς τοὺς Ἕλληνας ἐρῆμοι καὶ ἀτιμώρητοι
- ΛΥΣ 20.31 ἐάν τις πρόθυμος εἰς ὑμᾶς ᾖ͵ οὐ μόνον ἡμᾶς ὠφελήσετε
- ΞΕΝ Ελλ 6.5.42 ὥστε εἰ κακοὶ φανείησαν περὶ ὑμᾶς, τίς ἄν ποτε ἔτι πρόθυμος εἰς αὐτοὺς γένοιτο;
- ΕΠΙΡΡΗΜΑ με προθυμία, με ζήλο, με όρεξη
- ΘΟΥΚ 8.68.1 ἦν δὲ ὁ μὲν τὴν γνώμην ταύτην εἰπὼν Πείσανδρος͵ καὶ τἆλλα ἐκ τοῦ προφανοῦς προθυμότατα ξυγκαταλύσας τὸν δῆμον { εκείνος λοιπόν που διατύπωσε την πρόταση αυτή και που σ' όλα τ' άλλα έδειξε ολοφάνερα το ζήλο του να συνεργήσει στην κατάλυση της δημοκρατίας ήταν ο Πείσανδρος }
- ΠΛ Πρωτ 327b διὰ ταῦτα πᾶς παντὶ προθύμως λέγει καὶ διδάσκει καὶ τὰ δίκαια καὶ τὰ νόμιμα
- ΞΕΝ ΚΠαιδ 1.4.8 ὁ Κῦρος πάντα ταῦτα ἐμάνθανε προθύμως
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- Από: πρό + θυμός.
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- Ε2
- επίθετο συγκρ. προθυμότερος, υπερθ. προθυμότατος
- επίρρημα συγκρ. προθυμότερον, υπερθ. προθυμότατα
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: προθυμία, προθύμημα, θυμίδιον 'μικρός θυμός', θυμολέων (θηλ. θυμολέαινα) 'λεοντόκαρδος', θυμόμαντις 'αυτός που έχει στην ψυχή του μαντική δύναμη, χωρίς δηλαδή θεϊκή έμπνευση', θύμωμα 'οργή, πάθος'
- ρήματα: θυμόω 'οργίζω, παροξύνω', θυμοβορέω 'τρώω την καρδιά', θυμοφθορέω, θυμηδέω 'είμαι γεμάτος χαρά'
- επίθετα: πρόθυμος, προθυμητέος, θυμηδής 'αγαπητός, προσφιλής', θυμικός 'τολμηρός, θαρραλέος, ορμητικός', θυμοειδής 'εύθυμος, θαρραλέος, ζωντανός', θυμώδης 'θυμοειδής', θυμοβόρος, θυμοδακής 'αυτός που δαγκώνει την καρδιά', θυμοπληθής 'γεμάτος θυμό', θυμόσοφος, θυμοφθόρος, μεγάθυμος, γλυκύθυμος, καρτερόθυμος
- επιρρήματα: ὁμοθυμαδόν
- ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- ιων. θυμοραϊστής 'αυτός που αφαιρεί τη ζωή'
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: θυμοβάρεια, θυμοκράτωρ 'αυτός που νικά το θυμό του', θυμομαχία 'πεισματώδης μάχη', θύμωσις 'το αίσθημα της οργής', θυμηδία 'χαρά της καρδιάς'
- ρήματα: θυμίζω 'έχω γεύση θυμού', θυμοβολέω 'προσβάλλω ορμητικά', θυμομαχέω 'μάχομαι πεισματικά', θυμοσοφέω
- επίθετα: θυμοβαρής, θυμοκτόνος, θυμολιπής 'λιπόθυμος', θυμοσοφικός, θυμοτερπής, θυμωτικός 'θυμικός'
- επιρρήματα: θυμικῶς, θυμοειδῶς
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- Επιτομή Λεξικού Κριαρά %θυμο%
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- προθύμησις, προθύμιος, προθυμοποιΐα, προθυμότης, θυμηδογραφικός, θυμηδογράφος, θυμηδώς, θυμοθέλεια, θυμοκρασία, θυμομανής, θυμοσκεπής, θυμοσοφία, θυμόσπαρτος, θυμοσύνη, θυμοτερπής
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- Λευκ. θυμώδης, Μακεδ. θυμώδισσα, Πόντ. θυμώτζης 'θυμώδης'
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ