Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- προθυμέομαι
- ρήμα
- αποθετικό
- προθυμοῦμαι
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
1. είμαι πρόθυμος να κάνω κτ., επιδεικνύω ζήλο ή ετοιμότητα για μια δραστηριότητα |με απρφ. |με πρόταση ὅπως, ὡς |με εμπρόθετο προδιορισμό |απόλ. 2. ενεργώ πρόθυμα για κτ., επιθυμώ θερμά |με αιτ. (συχνά με ουδ.αντων.)
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- 1. είμαι πρόθυμος να κάνω κτ., επιδεικνύω ζήλο ή ετοιμότητα για μια δραστηριότητα
- με απρφ.
- ΘΟΥΚ 8.9.1 οἱ δὲ Κορίνθιοι͵ ἐπειγομένων αὐτῶν τὸν πλοῦν͵ οὐ προὐθυμήθησαν ξυμπλεῖν πρὶν τὰ Ἴσθμια
- με πρόταση ὅπως, ὡς
- ΠΛ Λυσις 207e προθυμοῦνται ὅπως ἂν εὐδαιμονοίης
- ΞΕΝ Αγησ 2.1 οὐ γὰρ ὡς ὑστερήσειε τῆς πατρίδος προεθυμεῖτο
- με εμπρόθετο προδιορισμό
- ΔΗΜ 45.66 καίτοι πόσῳ κάλλιον φιλοτιμούμενον ἐξετάζεσθαι καὶ προθυμούμενον εἰς ἃ δεῖ τῇ πόλει
- απόλ.
- ΞΕΝ ΚΑναβ 6.4 Ξενοφῶν Κλεάνορος ἐδεήθη τοῦ Ἀρκάδος προθυμεῖσθαι, εἴ τι ἐν τούτῳ εἴη
- 2. ενεργώ πρόθυμα για κτ., επιθυμώ θερμά
- με αιτ. (συχνά με ουδ.αντων.)
- ΘΟΥΚ 8.90 πρέσβεις τε ἀπέστελλον σφῶν ἐς τὴν Λακεδαίμονα καὶ τὴν ὁμολογίαν προὐθυμοῦντο
- ΠΛ Πολ 472e εἰ δὲ δὴ καὶ τοῦτο προθυμηθῆναι δεῖ σὴν χάριν
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- < ΠΡΟΘΥΜΟΣ >
- Από: προθυμ- + -έομαι.
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- Ρ3
- προθυμέομαι -οῦμαι, προὐθυμούμην, προθυμήσομαι, προὐθυμησάμην, προτεθύμημαι, προὐτεθυμήμην
- παθ. μέλλ. προθυμηθήσομαι, παθ. αόρ. προὐθυμήθην
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: προθυμία, προθύμημα, θυμίδιον 'μικρός θυμός', θυμολέων (θηλ. θυμολέαινα) 'λεοντόκαρδος', θυμόμαντις 'αυτός που έχει στην ψυχή του μαντική δύναμη, χωρίς δηλαδή θεϊκή έμπνευση', θύμωμα 'οργή, πάθος'
- ρήματα: θυμόω 'οργίζω, παροξύνω', θυμοβορέω 'τρώω την καρδιά', θυμοφθορέω, θυμηδέω 'είμαι γεμάτος χαρά'
- επίθετα: πρόθυμος, προθυμητέος, θυμηδής 'αγαπητός, προσφιλής', θυμικός 'τολμηρός, θαρραλέος, ορμητικός', θυμοειδής 'εύθυμος, θαρραλέος, ζωντανός', θυμώδης 'θυμοειδής', θυμοβόρος, θυμοδακής 'αυτός που δαγκώνει την καρδιά', θυμοπληθής 'γεμάτος θυμό', θυμόσοφος, θυμοφθόρος, μεγάθυμος, γλυκύθυμος, καρτερόθυμος
- επιρρήματα: ὁμοθυμαδόν
- ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- ιων. θυμοραϊστής 'αυτός που αφαιρεί τη ζωή'
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: θυμοβάρεια, θυμοκράτωρ 'αυτός που νικά το θυμό του', θυμομαχία 'πεισματώδης μάχη', θύμωσις 'το αίσθημα της οργής', θυμηδία 'χαρά της καρδιάς'
- ρήματα: θυμίζω 'έχω γεύση θυμού', θυμοβολέω 'προσβάλλω ορμητικά', θυμομαχέω 'μάχομαι πεισματικά', θυμοσοφέω
- επίθετα: θυμοβαρής, θυμοκτόνος, θυμολιπής 'λιπόθυμος', θυμοσοφικός, θυμοτερπής, θυμωτικός 'θυμικός'
- επιρρήματα: θυμικῶς, θυμοειδῶς
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- Επιτομή Λεξικού Κριαρά %θυμο%
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- προθύμησις, προθύμιος, προθυμοποιΐα, προθυμότης, θυμηδογραφικός, θυμηδογράφος, θυμηδώς, θυμοθέλεια, θυμοκρασία, θυμομανής, θυμοσκεπής, θυμοσοφία, θυμόσπαρτος, θυμοσύνη, θυμοτερπής
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- Λευκ. θυμώδης, Μακεδ. θυμώδισσα, Πόντ. θυμώτζης 'θυμώδης'
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ