Ψες βράδυ προς το λιόγερμα σε φονικό καρτέρι
άνθρωπο ξάπλωσε νεκρό κάποιου άλλου ανθρώπου χέρι.
Διάβαινα εκείθε κι έφριξα· τη νύχτα στο κρεβάτι
παράδερνα ώς τη χαραυγή χωρίς να κλείσω μάτι,
5 κι ο νους μου γύρους έφερνε, πουλάκι ξαφνισμένο,
από το μαύρο το φονιά στο μαύρο σκοτωμένο.
Έβλεπα στης αγρύπνιας μου την πύρινη αγωνία
το ψυχομάχημα του ενός και τ’ άλλου τη μανία,
και σάμπως νά ημουν και των δυο παράξενο βλαστάρι,
10 σα να κρατούσα κι απ’ τ’ αρνί κι από το μακελάρη,
δεν έκλαια μόνο τ’ άμοιρα του σκοτωμένου χρόνια·
ένιωθα και για το φονιά μιαν άλλη ψυχοπόνια.
Ετούτος ο παλιόκοσμος βρέχεται απ’ άκρη σ’ άκρη,
απ’ άκρη σ’ άκρη τρέφεται με το αίμα και το δάκρυ.
15 Σφαχτάρια, μακελάρηδες, κορυδαλλούς και φίδια
μιαν αλυσίδα μάς κρατά στη φυλακή την ίδια
και μιαν ακούμε δύναμη, μια προσταγή μεγάλη
που κράζει να χτυπάν αυτοί, κράζει να πέφτουν οι άλλοι.
Ο άνθρωπος πεντάγνωμος τραβάει και πάει και κλαίει
20 και καίει, και νά! φορτώνεται το κρίμα, και δε φταίει.
Εκείνος φταίει που αρώτητα μας έριξ’ εδώ κάτου,
όπως κι αν θέλεις πες το εσύ το φοβερό όνομά του,
Ιεχωβά, Δία, Βισνού, Βάαλ, Αλλάχ, Μεσσία,
ας είναι ό,τ’ είναι· Ύλη, Νους, Παν, Μοίρα, Θεός, Αιτία!
25 Σε κάποιο αστέρι αν βρίσκεται μια κάποια Δικαιοσύνη
και βλέπει,— όχι τα πλάσματα, τον Πλάστη αυτή θα κρίνει.
Κι αν κάπου σε αβασίλευτο φως άφραστης ημέρας
μας καρτερεί ο πανάγαθος του Ευαγγελίου Πατέρας,
όλους, δημίους από τη μια, θύματ’ απ’ την άλλη,
30 θα σφίξει σαν αθώα παιδιά στην άναρχή του αγκάλη,
σα να ζητάει συχώρεση από τα θύματά του
γιατί τα πήρε αστόχαστα και τα ’ριξ’ εδώ κάτου!
1893
|