Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

20

Πλατιά είν’ η γη μας για το τράνεμα όλων.

Μπαλκανική συμπολιτεία! Ω! δόξα στους κυβερνήτες των Εθνών! Απάνου στης τρικυμίας τα γνέφια και στης νύχτας, 5 από όχτρητες απάνου και από μίση, (γαλήνεψε, θυμέ, και σβήσε, φτόνε), σαν τη λαμπρόφτερη Ίριδα ξαπλώνουν, Λαοί, στον ουρανό σας την αγάπη. Δόξα στον κυβερνήτη που το χέρι 10 σήκωσε πρώτος, όχι για φοβέρα, μα το αντίμαχο χέρι για να σφίξει. Και σ’ εκείνον που αγνάντεψέ την πρώτος την ιδέα στα ονείρατά του, δόξα! Πιο θαμπερή κι από το γέλιο του όρθρου 15 γυάλιζε στα βαθιά, να τη συλλάβει βάλθηκε, μα ήταν άπιαστη, και πάει πέθαν’ εκείνος, ως πεθαίνουν όλοι, μπροστά όσοι τρέχουν για να στήσουν κάποιο λάβαρο κάπου στην ερμιά, και είν’ έρμοι.

20 Μπαλκανική Συμπολιτεία! Απ’ άκρη σ’ άκρη, στη γη την κατασπαρασμένη, στη φωτομάνα Ανατολή, γιορτάστε, και ομόφυλοι και αλλόφυλοι, το θάμα. Ιστορία! το πέτρινο είδωλό σου 25 στο σιδερένιο βάθρο του μαγνάδι πλατύ, αλαφρό, αραχνένιο ας το σκεπάσει, για να δίνει στην άσειστη θωριά του κάτι σαν απ’ το σάλεμα του φύλλου κι απ’ την ανατριχίλα του κυμάτου 30 την ώρα που απαλά ροδοχαράζουν οι πρώτες ανοιξιάτικες ημέρες.

Στο ρηγικό σου μέτωπο, Ιστορία, φεγγοβολά του περασμένου το άστρο· μα πώς τρέμει, πώς μας παιζογελάει, 35 φως του βραδιού, των ονείρων, των ίσκιων, που δε φωτίζει σαν το φως της μέρας! Όμοια, Ιστορία, στον κόρφο σου χαράζει του τωρινού τ’ αστέρι, μα κανένας δεν ξανοίγει καθάρια την ειδή του, 40 γιατί πάντα, και σα να το θολώνει κάποιος αχνός του τωρινού τ’ αστέρι. Μα τ’ άστρο τ’ αυριανού; Και ποιός το βλέπει! Κατέβα, πέτρινο είδωλο, κατέβα από το σιδερένιο σου το βάθρο, 45 και περπάτησε. Ας είσαι οδηγητής μας, όχι βραχνάς. Αλλάζουν οι αιώνες. Των εθνών οι ψυχές κι εκείνες είναι μέσα στο Νόμο που βαστά τον κόσμο, και τίποτε στο βρόντο δεν τινάζει, 50 τα πάντα πλάθει ξετυλίγοντάς τα και μετρημένα και σοφά κι αγάλια αγάλια, ακόμα κι όσα μάς ξαφνίζουν· των εθνών οι ψυχές κι εκείνες είναι του Νόμου που ρυθμίζει όλα του κόσμου, 55 υπάκουες είναι. Αλλάζουν οι αιώνες.

Από δάση και λόγγους, ξυλοκόποι, κόφτε κατοχρονίτικα πελώρια δέντρα κι ανάφτε στις κορφές αράδα από το Ταίναρο ίσαμε τον Ίστρο 60 πελώριες τις φωτιές πανηγυρίστρες! Κι εσείς, βουνά, σινιάλα και μπαϊράκια, τις οξιές και τα έλατα σαλεύτε, Ζυγοί, Βελούχια, αντιχαιρετηθείτε, του Πάγγαιου δρόγγοι, ασκητευτή Αγιονόρος, 65 Ροδόπη, εσείς κυκλώπικα Μπαλκάνια, θείε Όλυμπε χιλιοτραγουδημένε! Από τη Μαύρη Θάλασσα ώς το κύμα του Αδρία, Ιόνια πέλαγα και Αιγαία, ρέματα, παραπόταμα, ποτάμια 70 στους θρακιώτικους κάμπους και στους λόγγους τους μακεδονικούς και στ’ άγιο χώμα της Ήπειρος, που κάτου από τα νύχια της Τουρκαρβανιτιάς στερνοσπαράζει, Βαρδάρια και Μαρίτσες, τα νερά σας 75 σε τρελό μέγα τρέξιμο ανταμώστε, όλα, ένας μαραθώνιος πεζοδρόμος. Ή φουσκώστε, χυθείτε, και γινείτε μια θάλασσα, και μέσ’ απ’ το βυθό της ας ξανατιναχτεί, καινούριο θάμα, 80 σαν την Κυθέρεια, των εθνών η αγάπη.

Και ω Σέρβοι εσείς, της ιστορίας διαβάτες με το μεγάλο αστραφτερό σας κράλη! Κι εσείς, Μαυροβουνιώτες, των πολέμων αφέντες! Και οι πατροπαραδομένοι 85 Βούλγαροι εσείς, που μέσ’ από το βάθος των αιώνων, αλύγιστοι οχτροί πάντα, της προκοπής ο στερνογεννημένος τώρα λαός ο δουλευτής, που πάει με το βήμα του ατρίκλιστα, μπρος πάντα! 90 Δε σας φοβάμαι. Διαλαλώ. Το σέβας φέρνω μπροστά σας, γύρω μου κι ας βλέπω την υποψίαν ακόμα να κερώνει και με πίκρα να κρυφομουρμουρίζει. Της πίστης είμαι και της αρμονίας 95 πολίτης, τι με γέννησεν η Ελλάδα. Μπαλκανικοί αδερφοποιτοί, χορεύτε τον πυρρίχιο χορό, παλικαρίσια, το χορό το χαϊντούκο και τον κλέφτη, και σύρτε το χορό με την αράδα 100 χεροπιασμένοι, ο ένας του άλλου, και όλοι. Του τραγουδιού ας βροντήσει, σταυραδέρφια, το τσάκισμα, κι ακούτε οι τόποι γύρω:

—Πλατιά είν’ η γη μας για το τράνεμα όλων!