Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ποιητικό του έργο |
Κωστής Παλαμάς (1859-1943)
Περασμένο καλοκαίρι
Τα μισεμένα χελιδόνια ξανάρχονται απ’ την Αραπιά· το περασμένο καλοκαίρι τάχα θα μου ξανάρθει πια; 5 Το περασμένο καλοκαίρι που δε θα τό βρω άλλη φορά, από τα πιο συνηθισμένα εγώ είχα πλάσει τη χαρά. Στον όχτο ανέβαινα· τον έχει 10 στη ρίζα του ο Λυκαβηττός· στα πόδια πάντοτε του αφέντη σα σκύλος βρίσκεται στρωτός. Και την Αθήνα κι ο όχτος έχει γονατιστή, και την κρατεί 15 και τηνε χαίρεται σαν κόρη, κάτου απ’ τον ίσκιο του δετή. Κι από τον ίσκιο είναι δροσάτος κι από τους πλάτανους χλωρός, γύρω μιας πλάσης η άσπρη γύμνια 20 κι απάνου ο ήλιος καίει σκληρός. Κι ενώ της χώρας κάτου είν’ όλα κι ασάλευτα και φλογερά, στον όχτο σάλεμ’ από δέντρα, κι ένα τραγούδι από νερά. 25 Η νερομάνα είναι στον όχτο, μανταλωμένη, σκοτεινή· γρικάς, δε βλέπεις το νερό της, μια θάλασσα είναι αλαργινή. Και παραπέρα είν’ η βρυσούλα· 30 ρέει αγαθά, συγκρατητά, σ’ όλους το δίνει αυτή το βιος της ξεσκέπαστο, και δε ρωτά. Της γειτονιάς το φτωχολόι δέχεται, και το ξεδιψά, 35 κι ακούει, και δεν τηνε θυμώνουν μαλώματα και λόγια αψά. Και κάποτε, όσο να γιομίσει κάποιο στενόλαιμο σταμνί, δουλεύει πονηρά ένα ταίρι 40 κι αγάπης γίνεται σκαμνί. Κι ένα στενό δρομάκι αγνάντια μες στ’ ανηφόρια τα πλατιά, τραβάει ψηλά στο κορφοβούνι, κι άξαφνα χάνει το η ματιά. 45 Κι εκεί που χάνεται, μια αλόη στέκει μ’ ολόρθα σπαθωτά τα σταχτοπράσινα τα φύλλα σαν από χάλκωμα χυτά. Κι απ’ τη ζωή βαλτό σημάδι 50 φαντάζ’ η αλόη για να μηνά κάποιον αγώνα που τελειώνει, κάποιον αγώνα που αρχινά. Και στο δρομάκι ένα κατέβα κι ανέβα, αργοί και βιαστικοί 55 κι αδιάκοπα και ζα κι ανθρώποι, και παν εδώ και παν εκεί. Είτε γυρίζουν κάτου, και είτε τραβάν προς την κορφή αντικρύ, άφαντοι γίνονται άμα στρίψουν, 60 σβηένται απ’ ομπρός σου· είναι νεκροί. Και μοναχά στο νου απομένει το βράδιασμα, ώρα διαλεχτή· μια μέρα θέλει ν’ αργοφύγει, μια νύχτα ν’ αργοτιναχτεί. 65 Και κάθε αντίκρισμα είναι τότε σοφού τεχνίτη ζωγραφιά· με τ’ απαλότατο κοντύλι νά την η αφάνταστη ομορφιά! Και πέρα, απάνου απ’ όλα, ο Πάρνης, 70 της θείας Πεντέλης ο αδερφός, Ρήγας με ολόχρυση κορόνα, στο ηλιοβασίλεμα, από φως. Μα ’χει το φως του τέτοια γλύκα, που σε χτυπά μες στην καρδιά· 75 σαν από πρώτη αγάπη χάιδιο, σαν από γιούλι μυρουδιά. Το περασμένο καλοκαίρι (τάχα θα τό βρω άλλη φορά;) απ’ όλα εκείνα εγώ είχα πλάσει 80 μιαν ασυνήθιστη χαρά. 1905
|