Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Το δαχτυλίδι

Το δαχτυλίδι μὄπεσε κι η αρραβώνα χάθη.
(Δημοτικό τραγούδι)

Η μάνα μου βουλήθηκε να με παντρέψει, να μου διαλέξει για γυναίκα μια νεράιδα, της πίστης και της ομορφιάς πρωτόβγαλτο άνθος. Με σένα η μάνα βάλθηκε να με παντρέψει, 5 ω ξωτικιά Ζωή και στις νεράιδες πρώτη! Και τρέχει και ρωτάει και πάει και παίρνει γνώμη από τις πρωτομάγισσες κι απ’ τις ξορκίστρες, από σαράντα πρωτοστέφανες νυφάδες χρυσάφι διακονεύει, κι από το χρυσάφι 10 το μαγεμένο δαχτυλίδι μαστορεύει, μου το φορεί, και με τη χάρη την κρυφή του μου χρυσοδένει την παιδιάτικη τη σάρκα, τ’ ανθρώπου και της ξωτικιάς ω τί αρραβώνα! Κι εγώ ημουν το παιδί που μεγάλωνε πάντα 15 με τη μεθύστρα ορμή των αρραβωνιασμένων που ξανοίγουν το γάμο πλανευτοί απ’ τον πόθο, ατέλειωτη γιορτή σε κάτασπρο κρεβάτι. Κι εγώ ημουν το παιδί που μεγάλωνε πάντα χρυσοδετό με τη Ζωή την αντρειωμένη, 20 κι εγώ ημουν το παιδί που μεγάλωνε πάντα με της Ζωής τον έρωτα και με τη δίψα, κι εγώ ημουν το παιδί που μεγάλωνε πάντα, γραμμένο να πατάει στον απάτητο δρόμο, μέσα στο φως, ολόφωτο· κι εγώ ημουν που είχα 25 στην όψη κάτι τι σαν ολυμπιονίκης και κάτι τι σα δαμαστής του Βουκεφάλου. Κι εγώ ημουν το γοργό χρυσόφτερο δελφίνι που πλάστηκε να μάχεται με τα καράβια, κι εγώ ημουν το χρυσόφτερο γοργό δελφίνι 30 που να λυτρώσει τον Αρίωνα καρτερούσε! Μα μια φορά —από πού και πώς, δεν το γνωρίζω— σ’ αμμοστρωμένη ακρογιαλιά ηλιοφλογισμένη, μιαν ώρα θλιβερή βραδιού συγνεφιασμένου, πάλεψα μ’ ένα νιόφερτο ξένο αραπάκι 35 βγαλμένο σαν από της θάλασσας τα σπλάχνα, και μέσα κει στου παλεμού τ’ ολάγριο πείσμα πέφτει και χάνεται και πάει το δαχτυλίδι. Η γη το ρούφηξε; Το κύμα το κατάπιε; Δεν ξέρω· ξέρω μοναχά πως από τότε 40 τα ξορκολόγια λύθηκαν, τα μάγια φύγαν, κι η ξωτικιά η Ζωή και στις νεράιδες πρώτη κι η αρραβωνιαστικιά και η δέσποινα κι η σκλάβα γίνηκε του καπνού καπνός και πάει και κείνη. Ω! κι από τότε μ’ έδεσε απ’ τα πρώτα χρόνια 45 ώς του Καιρού τ’ αργοχιονίσματα τα πρώτα στο μαύρο δάσος των μαλλιών, ω και από τότε μ’ έδεσε κάτι φοβερό και βουβό κάτι με κάποιον ίσκιο αγνώριστο, παραδαρμένο, που λες πως δεν υπάρχει και που λες πως όλο 50 να υπάρξει πολεμάει, και δεν το κατορθώνει· κι ο μαύρος χωρισμένος της Ζωής εγώ ειμαι, εγώ ειμαι της Ζωής ο ανήμπορος ο μέγας! Και του αρχαίου του Ρήγα η κόρη η Αλκιθόη, σημάδι της θεϊκής οργής της εκδικήτρας, 55 άλλαξε πλάση κι έγινε, οϊμένα, οϊμένα! από κυρά βασιλοπούλα, νυχτερίδα.