Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Το πανηγύρι στα σπάρτα

Γιά κοίτα πέρα και μακριά τί πανηγύρι που πλέκουν τα χρυσά τα σπάρτα στο λιβάδι! Στο πανηγύρι το πανεύοσμο απ’ τα σπάρτα με τη γλυκιάν ανατολή γλυκοξυπνώντας 5 να τρέξω βούλομαι κι εγώ στο πανηγύρι, θησαυριστής να κλείσω μες στην αγκαλιά μου σωρούς τα ξανθολούλουδα και τα δροσάνθια, κι όλο το θησαυρό να τονε σπαταλέψω στα πόδια της αγάπης μου και της κυράς μου. 10 Όμως βαθιά ειναι το ξανθόσπαρτο λιβάδι. Κι όπως μιας πρόσχαρης ζωής είκοσι χρόνων κόβει το λευκοστόλισμα θανάτου λύπη, έτσι τον άκοπο γοργό μού κόβει δρόμο ατέλειωτος ανάμεσα ξεφυτρωμένος 15 ο κακός δρόμος μες στα βάλτα και στα βούρλα. Τ’ αγκαθερά φυτά ξεσκίζουνε σα νύχια και σαν τα ξόβεργα το χώμα παγιδεύει του κάμπου του κακού στα βούρλα και στα βάλτα, εκεί που στο φλογόβολο το αψύ του ήλιου 20 (πού δρόσος μιας πνοής; πού σκέπασμα ενός δέντρου;) σαν αστραπή αργυρή χτυπάει τα μάτια η άρμη. Λιγοψυχώ, λυγίζομαι, παραστρατίζω, κι αποκάνω και πέφτω, κι αποκαρωμένος νιώθω στο μέτωπο τ’ αγκάθια, και στα χείλια 25 νιώθω την πίκρα της αρμύρας, και στα χέρια νιώθω τη γλίνα της νοτιάς, και στα ποδάρια νιώθω το φίλημα του βάλτου, και στα στήθη νιώθω το χάιδεμα του βούρλου, νιώθω εντός μου τη μοίρα του γυμνού και τ’ ανήμπορου κόσμου. 30 (Ω! πού είσαι, αγάπη και κυρά μου;) Και σε βάθη δειλινών πορφυρών, πλούσια ζωγραφισμένων, το πανηγύρι που χρυσά τα σπάρτα πλέκουν, το πανηγύρι το πανεύοσμο στα σπάρτα με βλέπει, με καλεί, και με προσμένει ακόμα.