Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ποιητικό του έργο |
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879)
ΑΘΑΝΑΣΗΣ ΔΙΑΚΟΣ
Τοις υπέρ πίστεως και πατρίδος αγωνιζομένοις
|
[1867]
|
[Προλεγόμενα] «Γιά ιδές καιρό που εδιάλεξεν ο Χάρος να με πάρει, τώρα που ανθίζουν τα κλαριά, που βγάν’ η γη χορτάρι» Είδόν ποτε μητέρα οικτρώς οδυρομένην επί του τάφου του μονογενούς αυτής τέκνου, και σιωπηλώς και μετά σεβασμού υπό ανεκφράστου βαρυθυμίας κατεχόμενος ετόλμησα να προσέλθω επ’ ελπίδι, ότι ήθελον δυνηθή μικράν τινα να προσενέγκω ανακούφισιν εις το αφόρητον άλγος της πενθούσης δια των τετριμμένων εκείνων παραινέσεων, δι’ ών συνήθως πειρώμεθα να καταστείλωμεν τας ακαθέκτους εκρήξεις απηλπισμένης τινός καρδίας. Ούτε κυπάρισσοι ούτε πολύτιμα άνθη ούτε σιδηραί κιγκλίδες ούτε μάρμαρα περιεκόσμουν ή επεσκίαζον το τελευταίον εκείνο κατοικητήριον. Εις μόνος ανεξέργαστος λίθος εσημείου την κεφαλήν και επ’ αυτού εκάπνιζεν ο νεκρολίβανος, καιόμενος εντός του κοιλώματος ευτελούς κεράμου. Το χώμα, προσφάτως ανασκαφέν, εφαίνετο εξωγκωμένον και κύκλω ολίγη χλόη εχάραττε τα στενώτατα όρια, εν οις πάντα περικλείονται τα ανθρώπινα. Ένθεν κακείθεν άλλα διεσπαρμένα μνήματα και εν τινι γωνία προσηλωμένον επί γηραιάς ελαίας το σήμαντρον του κοιμητηρίου, πολλαχώς εκ της σκωρίας πεποικιλμένον και μη κινούμενον παρά δια μακρού σχοινίου έρποντος σπειροειδώς περί τον απηρχαιωμένον κορμόν. Μετά θρησκευτικού φόβου προσεγγίσας και ιδών την γυναίκα γονυπετή, φέρουσαν επί του τραχήλου ατάκτως λελυμένην την κόμην, δρύπτουσαν διά των ονύχων τας παρειάς και αδιαλείπτως ποτέ μέν καταφιλούσαν την γην, ποτέ δε κλίνουσαν το ωτίον επί του μνήματος και ωσανεί ακροαζομένην της φωνής του τεθνεώτος, ησθάνθην εμαυτόν συντετριμμένον, και καταληφθείς υπό αφάτου συγκινήσεως έμεινα ασκεπής και όρθιος απέναντι του μητρικού πάθους, μη τολμών να διαταράξω τον μυστηριώδην διάλογον, δι’ ου προφανώς ετίθετο εις συγκοινωνίαν η ζώσα προς τον εν τω Άδη πεφιλημένον αυτής υιόν. Ήκουσα τότε πρώτον μετά βαθυτάτης κατανύξεως τα κάλλιστα των ημετέρων μοιρολογίων και έμεινα μέχρι τέλους απορροφών τας αναθυμιάσεις της νεκρικής εκείνης ποιήσεως, ίσως προαισθανόμενος ότι έμελλε να έλθη ποτέ ώρα, καθ’ ήν θρηνωδών κ’ εγώ ήθελον δυνηθή ν’ αποτίσω την οφειλήν μου προς εκείνους, οίτινες, αφού τα ιερά αυτών λείψανα διέσπειραν απανταχού της Ελλάδος προς γονιμοποίησιν του πολυπαθούς ημών εδάφους, κείνται αμνημόνευτοι, αμοιρολόγητοι. Ουδ’ έπαυον αι ολολυγαί της τρισαθλίας μητρός! Η θύελλα του κοπετού προέβαινεν αενάως, οι δε στεναγμοί, συνοδευόμενοι υπό οδυρμών και ραγδαίων δακρύων, τηλικαύτην είχον λάβη επίτασιν, ώστε δεν εδυνάμην πλέον ούτε του μέτρου την αρμονίαν ούτε των ιδεών την συνάφειαν να παρακολουθήσω. Και όμως ανωτέρα τις και ακαταμάχητος δύναμις μ’ εκράτει ακίνητον επί του εδάφους, όπου διεδραματίζετο το ελεεινόν θέαμα. Ο διάλογος ανεξάντλητος. Νέαι ερωτήσεις προεκάλουν νέας απαντήσεις, αφενός η ζωή, εκθέτουσα τα του κόσμου, αφετέρου ο θάνατος αφηγούμενος τα του Άδου, φοβερά και σπαραξικάρδιος συνέντευξις, εμπνέουσα απερίγραπτον τρόμον, αλλά συνάμα επιχέουσα απροσδοκήτους παραμυθίας δια του ύψους και της καλλονής των αισθημάτων, άτινα εγείρονται εκ της πενθίμου εκείνης παραστάσεως. Μεταξύ των αδομένων ήκουσα ως παρά του νεκρού απαγγελόμενον και το επί κεφαλής των προλεγομένων μου δίστιχον. Και αφού επί πολύν χρόνον έμεινε τεθαμμένον εν τη καρδία μου, έκαστον δε αυτού στοιχείον, εκάστη συλλαβή υπήρξαν τα ψιχία, εξ ών πολλάκις ετράφησαν τα ποιητικά μου ονειροπολήματα, έρχεται πάλιν ακέραιον εν πάση τη αρχική αυτού καλλονή τοιούτο, οίον εξήλθε των χειλέων του ποιήσαντος αυτό, περιβεβλημένον την αμίμητον αρμονίαν και ώσπερ αναδεδυκός εκ του πελάγους των αισθημάτων, εν οις ευρέθη βεβυθισμένη η μεγαλουργός ψυχή του αγωνιώντος ποιητού, έρχεται, λέγω, πάλιν να με συνοδεύση κατά τον νέον διάπλουν, ον επεχείρησα. «Γιά ιδές καιρό που εδιάλεξεν ο Χάρος να με πάρει, τώρα που ανθίζουν τα κλαριά, που βγάν’ η γη χορτάρι! Το εύοσμον, το αειθαλές τούτο άνθος ομολογουμένως εβλάστησεν εκ των σπλάγχνων του Αθανασίου Διάκου, ουχί διότι βεβαιούται παρά των ιστορικών (όρα Σπυρ. Τρικούπη, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμος Α', σελίς 265.), ούτε διότι η κοινή συνείδησις επεκύρωσε την παράδοσιν, αλλά διότι προς τους τα τοιαύτα μεμυημένους εν ταις ολίγαις εκείναις λέξεσι διασώζεται φωτογραφημένος ο ήρως, ο θεοσεβής αθλητής, το πρότυπον του ηθικού και φυσικού κάλλους, ο αληθής και γνήσιος γόνος του μεσαιωνικού αρματωλισμού, ο σεμνός μαχητής, ο απόστολος, ο αποδεχόμενος εν πλήρει πνεύματος ηρεμία τας βασάνους του μαρτυρίου, αλλά και ομολογών πάσαν την πικρίαν, ήν παρήγεν εν αυτώ η συναίσθησις του θανάτου εν στιγμή, καθ’ ήν μετά της ανθοστεφούς ανοίξεως ήρχοντο αναφυόμενοι και οι πρώτοι βλαστοί της εθνικής αναγεννήσεως. Η διάγνωσις αύτη είναι ακράδαντος, ίσταται δε υπεράνω της μαρτυρίας των χρονογράφων και του κύρους της κοινής γνώμης. Άλλως προς τα όμματα εμού οι δύο εκείνοι στίχοι, τεταγμένοι παραλλήλως, περιέχουσι τοσαύτην ευωδίαν και διεγείρουσιν εντυπώσεις τοσούτον θελκτικάς, ώστε οσάκις στρέφω επ’ αυτούς το βλέμμα, διακρίνω νοερώς ιχνογραφημένην την λάρνακα, ένθα καθεύδει η καρδία του τροπαιοφόρου μεγαλομάρτυρος. Ουδεμία λοιπόν αμφιβολία περί της γνησιότητος του βραχυτάτου, αλλ’ απεράντου εκείνου θρήνου. Είναι βαρύτιμον κληροδότημα, μεταβιβασθέν παρά του Διάκου εις τους ποιητάς της νέας Ελλάδος, είναι κελάδημα ικανόν να συγκινήση τους ανυδροτέρους οφθαλμούς και τας τραχυτέρας καρδίας. Κατέστη δε τοσούτον δημοτικόν, ώστε σπανίως παραλείπεται οσάκις στενώτατος τις εκ των οικείων λαλή αντί του τεθνεώτος και μέμφεται την μοίραν, ήτις ηθέλησε να τον αφαρπάση ενώ μόλις σφριγών και νέος έθετε τον πόδα εντός των ανθώνων της ζωής και του κόσμου. Αλλ’ ως αναντίρρητον ότι ποιητής αυτοσχέδιος της μυροβλήτου στροφής υπήρξεν ο Διάκος, ούτω και αληθές ότι αφότου ευτύχησα ν’ ακούσω το νεκρώσιμον άσμα, εγεννήθη εν τη διανοία μου η ιδέα του επομένου στιχουργήματος, ουδ’ έπαυσα διαλογιζόμενος τίνι τρόπω να εξυμνήσω επαξίως τον γίγαντα της Δωρίδος και πώς να τελέσω μνημόσυνον υπέρ ψυχής, πληρούσης απ’ άκρου εις άκρον της φαντασίας μου το στερέωμα. Η ιδέα αύτη μ’ εβασάνιζεν, ασχολούμενον περί τον καταρτισμόν του ημετέρου εθνικού μαρτυρολογίου. Σήμερον δε, ότε παρίσταμαι ίνα καταθέσω επί της γης, ήτις έπιε το αίμα του αειμνήστου θύματος, το ευτελές θυμίαμά μου, σήμερον τρέμω μη αναδειχθώ ανάξιος και μη υπό το μέγεθος τηλικούτου επιχειρήματος αποκαλυφθή πάσα η μικρότης και η αδυναμία μου. Γένοιτό μοι αρωγός και προστάτης ο μεγάθυμος ήρως, ο εν μέσω των καταιγίδων του χειμώνος ευαρεστηθείς να συμβιώση μετ’ εμού, ο επί μήνας ολοκλήρους επισκιάσας τον ύπνον μου, ο παρακολουθήσας τα διαβήματά μου εν ξηρά και θαλάσση, ο μετά στοργής ακροασάμενος των μυστικών μου θλίψεων επί του ερήμου σκοπέλου, ένθα προσωρμίσθην. Γένοιτό μοι αρωγός και προστάτης! Μαδουρή. * |