Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του Το ποιητικό του έργο
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879)

Άσμα Έκτον

Το δαχτυλίδι

Ποτέ του ήλιου η ευμορφιά, ποτέ της γης η νιότη κι η περηφάνια του βουνού, του δέντρου η πρασινάδα κι η λευθεριά του ξυφτεριού, ποτέ τόση γλυκάδα τόση κρυφή μοσχοβολιά δεν έχυσαν τριγύρω 5 στο Διάκο που ψυχομαχά. Τυφλή και μανιωμένη τον εκοιλούσε η Λιαπουριά.— Κεχρί παραδομένο στα δόντια του νερόμυλου, τριμμόψυχα ριμένη μες στο λαρύγγι ενός θεριού, προσάναμμα, αποκλάδι, χλωροκομμένο φρύγανο, που το ’βοσκεν η φλόγα, 10 ολόγυρά του εκοίταζε, σαν να ’θελεν ακόμα να καταπιεί με μια ματιά, να κρύψει στην ψυχή του την έρμη την πατρίδα του, κι εκεί στον άλλον κόσμο να τηνε πάρει συντροφιά.— Επέρασε απ’ το νου του φτωχή, κακογεράματη κι η δύστυχή του η μάνα 15 μην έρθει ώρα για ψωμί το χέρι της ν’ απλώσει, και μην πεθάνει νηστική. Επάγωσε η καρδιά του κι ένα κελάδημα γλυκό, πλασμένο μ’ όλα τ’ άνθη, που τρέφ’ ο κήπος της ζωής, του φύτρωσε στα χείλη:

Γιά ιδές καιρό που εδιάλεξεν ο Χάρος να με πάρει 20 τώρα π’ ανθίζουν τα κλαριά, που βγάν’ η γη χορτάρι.

Λες κι ήθελε, πριν ανέβει στου Πλάστη του τον κόρφο, τη ραγισμένη του καρδιά να σχίσει για να φύγουν της νιότης του τ’ αρώματα, που δε χωρούν στο μνήμα.



Τον επατούσαν τ’ άλογα κι άγρια μεθυσμένα
25 τονε δαγκούν στο πρόσωπο. Τ’ αγέρι, φορτωμένο φοβέρες και περίγελα και φλογισμένα χνότα, τριγύρω του εκουφόβραζε… Κανένα χιλιδόνι δε φαίνεται στον ουρανό να τον παρηγορήσει… Ο δρόμος ατελείωτος!… Δεξιά, ζερβιά του τοίχος 30 ανταριασμένοι οι Γκέγκηδες… τους ανακράζει ο Διάκος:

«Δεν είν’ κανένας από σας καθάριος Αρβανίτης να εντρέπεται τη γύμνια μου, την καταφρόνεσή μου, να μου φυτέψει ψυχικό στο μέτωπο ένα βόλι;…»

Βουβοί, δεν εταράχτηκαν, τονε θωρούν με τρόμο. 35 Εφούσκωνε ο κατακλυσμός… Στο διάβα του ένας χτύπος ακούστηκε μικρός… μικρός, σα να ’θε’ ξεροσκάσει του λύκου τ’ ανασήκωμα, σα να ’θε’ απλώσει χέρι στου πιστολιού το σκάνδαλο… Ανάμεσ’ από τόσους μήπως εξύπνησε κανείς, όπου ήταν παλικάρι;… Ξαφνίστηκε ο Χαλήλμπεης: 40
«Σκυλί, όποιος κι αν είσαι,
τον έχω λάβει χάρισμα… είναι δικό μου ψώνι… Μάθε το….. κάτου τ’ άρματα…»
Και σαν τη νυχτερίδα
κολλάει στου Διάκου τα μαλλιά. Ξανάφτουνε οι φονιάδες. αψώνει πάλ’ ο θόρυβος. Τρέχουν, πηδούνε, σκούζουν 45 κι αποσταμένοι, πλακωτοί στου ρουπακιού τον ίσκιο αράζουνε και στέκονται. Ακίνητος ο γύφτος το φοβερό το σύνεργο στα χέρια του εκρατούσε, του Χάρου παραβλάσταρο, του τάφου σημαδούρι. Εμπρός του, πίσω του βαθιά, διχαλωτοί δυο ψήστες 50 μπηγμένοι βρίσκονται στη γη. Ο πρώτος στο κεφάλι, ο δεύτερος στην ποδαριά. Σωρός χλωρά κλονάρια, Και θράκια που ξεσπίθιζαν… Το δένδρο παραστάτης.



«Πλάστη μεγαλοδύναμε! Χριστέ, παράλαβέ με!
βρέξε στη φλόγα μου δροσιά και κάμε αυτήν τη στάχτη 55 που θα ν’ αφήσει το κορμί του δούλου σου, Πατέρα, να μη την πάρει ο άνεμος και να μη μείνει στείρα.»

Είπε και παραδόθηκε. Δεμένος στο δρομάρι, ο μάρτυρας σιγά σιγά παρακαλεί τη φλόγα με τον καπνό τη σάρκα του, που ’ταν γυμνή, να κρύψει.

60 Γυρίζει ο γύφτος το σουβλί… Το χέρι του ανεμίδι… Κι όταν εμένανε νεκρά καμιά φορά από δείλια τ’ αφορεσμένα δάχτυλα και τα ’φρυγεν η πύρη, τότε ξυλιές και σάλαγος, κεντήματα και πέτρες. Φωνάζει κι ο Χαλήλμπεης:
«Παλιόγερε, ανδρειέψου…
65 Μέριασ’ εκείνο το δαυλί… γιά ιδές, ανάθεμά το τί γλώσσες όπου επέταξε, και πώς τον έχει ζώσει!… Θα τον ρουφήξει γρήγορα… Ταράξου.. μέριασέ το…»


Κι όσο κι αν έσπρωχνε ο φονιάς το μυστικό το ξύλο,
τόσο ο καπνός τον έπνιγε, τόσο θεριεύει η φλόγα. 70 Διώχνει το γύφτο η αναλαμπή, κι ο κόσμος τρομασμένος φεύγει το στόμα του στοιχειού. Ανάφτουν τα δεμάτια που ’σαν τριγύρω σωριαστά… Του ρουπακιού τα φύλλα φωτοκαμένα ρεύουνε… Κανένας δεν ξανοίγει πού ’ναι του Διάκου το κορμί σ’ αυτήν τη καταβόθρα.

75 Κατακαθίζουν οι φωτιές… τρέχουν σιμά με φόβο… Άφαντο τ’ άγιο λείψανο!… Σκαλίζουνε τη στάχτη μην εύρουν ένα κόκαλο, μη δουν ένα σημάδι… Τίποτε!… Δεν πιστεύουνε… Σκάφτουνε, ξεδιαλέγουν τα πεθαμένα κάρβουνα… Τίποτε!… Χτύπα, κέντα, 80 μια σπίθ’ αστράφτει από τη γη… Σηκώνουνε τα μάτια και βλέπουν ένα φτερωτό, χρυσό δαχτυλιδάκι που ανέβαινε στον ουρανό… Πότε, Θανάση, πότε, θα νά ’ρθει πάλε να μας βρει και ποιός θα το φορέσει το φυλαχτό σου τ’ ακριβό;… Πότε, Θανάση, πότε;

85
Ρυάζονται, φεύγουν τα θεριά. Κλεφτά κλεφτά κι ο γύφτος
χωνεύει στην κουφάλα του. Κανείς δεν απομένει παρ’ οι αχτίδες του ηλιού, που ασπάζονται το μνήμα.