Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ποιητικό του έργο |
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879)
Άσμα Δεύτερον
Οι τρεις |
Διάκος, Πανουργιάς, Δυοβουνιώτης
|
Δυοβουνιώτης — Διάκε, χαρά στον ύπνο σου! Διάκος — Καλώς το Δυοβουνιώτη, Καλή σου μέρα, Πανουργιά… Μη με προπήρ’ η ώρα; Εξέχασα, εγελάστηκα, γλυκά κρυφομιλώντας αδέρφια, με τη μάνα μου που ’ρθε να μ’ εύρει απόψε. Πανουργιάς 5 — Θανάση, αν δε σου ζήλεψα τα νιότα, την ανδρεία σου, τ’ άρματα τ’ αξετίμωτα, το μάτι, το τραγούδι, ζηλεύω αυτήν τη ξαστεριά πὄχει το μέτωπό σου! Έστησε στο κατώφλι μας το νεκροκρέβατό του ο Χάρος και μας καρτερεί. Ξίπλεγες, τρομασμένες 10 μανάδες αναρίθμητες με κουφωμένα στήθια φεύγουν στα πλάγια να κρυφτούν με τα βυζασταρούδια. Τα όρνια εμυριστήκανε το σκοτωμό που θά ’ρθει και γρούζουν ανυπόμονα τροχίζοντας τα νύχια, Και συ, κοιμάσαι σαν αρνί!… Θανάση, σε ζηλεύω!… Διάκος 15 — Δεν έχω πέτρινη ψυχή. Του κόσμου τη λαχτάρα μέσα στη φλέβα της καρδιάς σα σίδερο λιωμένο τη νιώθω π’ αναδεύεται και με σαρακοτρώγει. Συχώρεσέ με, Πανουργιά. Πρώτη φοράν απόψε αφότου ζώνω τ’ άρματα μ’ εξάφνισε τ’ Αστέρι. 20 Μη μὄχετε βαρύγνωμο. Ποιός ξέρει μην η μοίρα, αδέρφια, μ’ αποκοίμισε για να με συνηθίσει στου τάφου το τρισκότιδο. Εγώ κι ο γερο-Χάρος εψές λογαριαστήκαμε, και στο κατάστιχό του ένα μικρό κατεβατό μένει άγραφο για μένα. 25 Γνοιαστείτ’ εσείς τους ζωντανούς. Εγώ θα πολεμήσω για τα παλιά μας κόκαλα. Στη φλόγα του πολέμου, σα μέσα σ’ ένα θυμιατό, θα ρίξω το κορμί μου να γένω νεκρολίβανο στο φοβερό τρισάγιο. Δυοβουνιώτης — Μην τα ξεσυνερίζεσαι του Πανουργιά τα λόγια. 30 Θυμήσου, Διάκε, μοναχά πως άδειασεν η φλέβα του δύστυχου του γένους μας, και μια ρανίδα τώρα, αν στάξει από το αίμα μας στη γη χωρίς ελπίδα, αντί να ’ναι μνημόσυνο, μπορεί να ’ναι κατάρα. Ξέρω τί κρύβεις στην καρδιά, γνωρίζω τί θα κάμεις… Διάκος 35 — Ποιός μ’ εμαρτύρησε σ’ εσάς; Δυοβουνιώτης 35 — Κανένας, μη θυμώνεις. Είδα κι εγώ τη μάνα σου απόψε στ’ όνειρό μου και μου ’πε νά ’ρθω να σε βρω και να σου πω, Θανάση, που αν χαλαστούμε σήμερα, θα να δειλιάσει ο κόσμος, και θα χουμήσει η Αρβανιτιά πυκνή σαν την ακρίδα, 40 και τ’ άλογο του Ομέρπασα ποιός θα τ’ αποστομώσει;… Διάκος — Ο γιος του Ανδρούτσου στη Γραβιά!… Τί θέλεις, Δυοβουνιώτη; Να πάει το Γοργοπόταμο, θολό κι εντροπιασμένο να πει στην άγρια θάλασσα, πως δεν εβρέθηκ’ ένας τα ξακουσμένα του νερά, με δύο ρανίδες αίμα 45 σ’ αυτό το πρώτο βάφτισμα, ν’ αγιάσει, να μυρώσει; Κι η θάλασσα μουγκρίζοντας να τρέξει στ’ ακρογιάλια, σα φοβερός διαλαλητής, κι Ανατολή και Δύση να μάθουν πώς γιορτάζομε τη νεκρανάστασή μας;… Να ’ναι ο Βριόνης στα Θερμιά και να μην εύρει εμπρός του 50 δέκα κουφάρια ξαπλωτά για να σκοντάψει επάνω! Να μη βαφεί το πέταλο στου αλόγου του το νύχι!… Αδέρφια, τ’ αποφάσισα, και μοναχός αν μείνω, θ’ απλώσω οργιά τα χέρια μου, τα πόδια θα ριζώσω, κι αν δε με ξεχωνιάσουνε κι αν δε με κατακόψουν, 55 δε θα με διώξουν απεκεί, δε θα μου ιδούν τη φτέρνα. Και συ τί λέγεις, Πανουργιά;… Πανουργιάς — Μ’ εθάμπωσε η αχτίδα, π’ αστράφτει από τα μάτια σου. Τριγύρω στα μαλλιά σου παίζει το γλυκοχάραμα. Μου φαίνεσαι μεγάλος, ψηλός ωσάν τον Όλυμπο και στέκω και προσμένω 60 εμπρός σου ακίνητος, βουβός, Διάκε, να ιδώ τον ήλιο, π’ ώραν την ώρα θα προβεί απ’ τ’ αντικέφαλό σου. Διάκος Τί λόγος, γερο-Πανουργιά, τί φοβερή βλαστήμια ξαγλίστρησ’ απ’ τα χείλη σου! Αυτό το φως που βλέπεις ας μη το σκοτιδιάσομε… Εσύ στη Χαλκομάτα 65 σύρε να ρίξεις θέμελο. Στείλε τον Παπαντρία να πάει στου Μουσταφάμπεη με τον Κομνά τον Τράκα. Και πριν αρχίσει ο πόλεμος, θυμήσου, ο Ησαΐας να βγει ψηλά στο ξέφαντο κι εκείθε να κηρύξει τον φοβερόν τον όρκο μας, για να γνωρίσει ο κόσμος 70 ότι το ράσο του παπά κι η μίτρα του Δεσπότη θα γένουν Χάρου φλάμπουρο και σκιάχτρο και σκοτάδι και κατασάρκι μελανό στην Άγια Τράπεζά μας, όσο σ’ αυτά τα χώματα δαφνοστεφανωμένη η δουλωμένη εκκλησιά το μέτωπο δε δείξει. Πανουργιάς 75 — Δεν είμαι, Διάκε, Πανουργιάς, να ’μαι γυναίκα χήρα και να με πνίξει το ψωμί που εφάγαμε στα πλάγια, αν λησμονήσω σήμερα το βάφτισμα, τον όρκο. Διάκος — Εσύ το Γοργοπόταμο θα πιάσεις, Δυοβουνιώτη, και πολεμώντας τον εχθρό λησμόνησε πως έχεις 80 κλεισμένο μες στα Γιάννινα το Γιώργο, το παιδί σου. Βλέπε το ρέμα του νερού, κάμε το ν’ αρμυρίσει με δάκρυ της Αρβανιτιάς. Στείλε το ματωμένο στα μακρινά τ’ αδέρφια μας τον τρύγο σου να φέρει ωσάν πρωτόλουβον καρπό, μαζί με τ’ όνομά σου. 85 Ο Βακογιάννης στα ριζά, και πλεύρα στο γεφύρι της Αλαμάνας, Πανουργιά, θα στήσω τον Καλύβα. Εις τη Δαμάστα μένω εγώ, σας το ζητώ για χάρη, κι όταν αρχίσουνε… Σιωπή!… μου ’κάστηκε πως είδα σαν έναν ίσκιο να διαβεί… Εσύ ’σαι, μωρέ Μήτρε; Μήτρος 90 —Εγώ ’μαι, καπετάνε μου. Διάκος 90 —Πατείς βουβά τη νύχτα και δε σ’ εγνώρισα μεμιάς. Με δίκιο νυχτοπούλι σε κράζουν οι συντρόφοι μας. Τί φέρνεις, παλικάρι; Μήτρος —Εκίνησε ο Ομέρπασας από το Λιανοκλάδι. Διάκος —Πέτα, ροβόλα, Πανουργιά… Στ’ άρματα, Δυοβουνιώτη… 95 Χριστός ανέστη, αδέρφια μου! Καλώς ν’ ανταμωθούμε απόψε πάλε νικηταί. Κι αν δε με μεταϊδείτε, δεν θέλω να με κλάψετε. Θέλω, σαν πολεμάτε, την πρώτη σας την τουφεκιά, το πρώτο σας το βόλι για μένα να το ρίχνετε, για την ψυχή του Διάκου. ✳
100 Εφιληθήκανε και οι τρεις. Τα χείλη του Θανάση ελουλουδίζανε χαρά, σπιθοβολούν τα μάτια. Στο κρύο τ’ αγέρι του βουνού καπνίζει ο ανασασμός του, λες ότι από το στόμα του ορμούν και ξεθυμαίνουν, σαν από βράχου σχισματιά, οι ακοίμητες οι φλόγες, 105 οπού κουφόβραζαν βαθιά στου γένους μας τα σπλάχνα. |