Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές
Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του | Το ποιητικό του έργο |
Κώστας Βάρναλης (1884-1974)
© Ευγενία Βάρναλη
Εκδ. Κέδρος
- Προσκυνητής
- «Από το φως που λάμπει στο φως που καίει»
- Η εποχή της δημοσιογραφίας και του πεζού λόγου
- Οι τελευταίες συλλογές
Προσκυνητής
«Γεννήθηκα στον Πύργο της Βουλγαρίας» (Φιλολογικά Απομνημονεύματα, 24) δηλώνει ο ίδιος ο Βάρναλης σε μια απόπειρα αυτοβιογραφίας υπογραμμίζοντας εξ αρχής ένα σημαντικό στοιχείο της ταυτότητάς του: την ιδιότητα του Έλληνα της διασποράς. Αναθρεμμένος με το ιδανικό της Μεγάλης Ιδέας σε ένα περιβάλλον, που -αν και «δίνει την εντύπωση ελληνικής πολιτείας» (Φιλολογικά Απομνημονεύματα, 27)- αποτελεί επισήμως από το 1886 βουλγαρικό έδαφος, ζει από τα παιδικά του χρόνια, από απόσταση αλλά με αδιάκοπη πατριωτική έξαψη, τις κρίσιμες πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα, όπως η ήττα του '97. Η Ελλάδα γίνεται η «χώρα των ονείρων του» (Φιλολογικά Απομνημονεύματα, 57). Η φοίτησή του στα «Ζαρίφεια Διδασκαλεία» στη Φιλιππούπολη, από το 1898 και για τέσσερα χρόνια, γίνεται υπό την πίεση της οικογένειάς του να «εκμεταλλευτεί» επαγγελματικά την κλίση του στα γράμματα και σημαίνει το τέλος των δικών του παιδικών επαγγελματικών σχεδίων: να γίνει ράφτης. Δουλεύει ήδη ως δάσκαλος στο σχολείο του Πύργου όταν, το 1902, μια υποτροφία για σπουδές φιλολογίας τού επιτρέπει να έρθει για πρώτη φορά στην Αθήνα, όπου διαπιστώνει ότι «το άσοφο και ανιστόρητο πλήθος των "ιθαγενών" της Ελλάδος μας θεωρούσε εμάς τους Έλληνες της Βουλγαρίας για Βουλγάρους! Άει πήγαινε να βρεις άκρη!» (Φιλολογικά Απομνημονεύματα, 25).
Κώστας Βάρναλης, «Πώς δεν ήθελα να σπουδάσω» [πηγή: Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού]
Βέβαια η Ελλάδα των αρχών του 20ού αιώνα αποτελεί μια απογοητευτική έκπληξη για τον «προσκυνητή» που προσδοκά να γνωρίσει τη χώρα του αρχαίου μεγαλείου και της σοφίας. Η σκόνη των αθηναϊκών δρόμων προσγειώνει τον Βάρναλη σε μια πραγματικότητα διαφορετική από αυτή που είχε φανταστεί:
«Η χώρα του αρχαίου μεγαλείου κλπ. ήταν μονάχα η χώρα του κομματικού παρασιτισμού. Θεσιθηρία, αργομισθία και φόνος! Όλοι υπεράνω των νόμων. Ένιωθα να γκρεμίζεται ο εσωτερικός μου κόσμος» (Φιλολογικά Απομνημονεύματα, 59).
Την ίδια στιγμή οι αγώνες για την επικράτηση της δημοτικής τον συνεπαίρνουν: «Στα "Ορεστειακά" ήμουνα με το μέρος των προδοτών της αθανάτου ημών γλώσσης» (Φιλολογικά Απομνημονεύματα, 64). Ένας μαλλιαρός φοιτητής φιλολογίας την εποχή του καθηγητή Μιστριώτη! Και όχι μόνο: ώς τα 1907 έχει κατορθώσει να εισχωρήσει στην ομάδα των νεαρών διανοούμενων που επιχειρούν την έκδοση του ολιγόζωου περιοδικού Ηγησώ· ανάμεσα στους Ν. Λαπαθιώτη, Φ. Πολίτη, Ρ. Φιλύρα, Λέανδρο Παλαμά κ.ά. Στο περιοδικό δημοσιεύεται αποκλειστικά ποίηση· ο Βάρναλης συγκαταλέγεται στην εκδοτική ομάδα, όχι χωρίς να διαθέτει τα απαραίτητα εύσημα: ο Νουμάς τον έχει παρουσιάσει, μαζί με τον Ηλ. Βουτιερίδη, ως νέο ποιητή δημοσιεύοντας δέκα ποιήματά του ήδη το 1904. Λίγους μήνες μετά από αυτή την πρώτη παρουσίαση στο αθηναϊκό κοινό είχε άλλωστε κυκλοφορήσει η πρώτη ποιητική του συλλογή με τον τίτλο Κηρήθρες και πρόλογο του Στέφανου Μαρτζώκη.[1]
Το 1908, απόφοιτος πλέον της Φιλοσοφικής, καλείται να συνδυάσει τόσο τις ποιητικές του ασχολίες όσο και τις δημοτικιστικές του πεποιθήσεις με το αυστηρό επάγγελμα του δασκάλου. Πρώτος διορισμός: ελληνοδιδάσκαλος στην Αμαλιάδα (1909). Από το 1910 και για τα επόμενα χρόνια παρατηρείται μια αξιοσημείωτη ενασχόληση του Βάρναλη με μεταφράσεις αρχαίων κυρίως, αλλά και άλλων, συγγραφέων: Ευριπίδης, Ηρακλής μαινόμενος και Ηρακλείδες· Σοφοκλής, Αίαντας· Ξενοφώντας, Απομνημονεύματα· Φλωμπέρ, Πειρασμός του Αγίου Αντωνίου. Τα προβλήματα ωστόσο δεν αργούν να προκύψουν: το 1911, σχολάρχης πλέον στο σχολείο της Αργαλαστής του Πηλίου, κατηγορείται για εμπλοκή στην υπόθεση των «Αθεϊκών» του Βόλου. Η περιπέτειά του δεν θα έχει επιπτώσεις, τον στενοχωρεί ωστόσο βαθύτατα ενώ η δυσάρεστη αρνητική φήμη που δημιουργείται γύρω από το όνομά του θα τον ακολουθήσει και την επόμενη σχολική χρονιά στα Μέγαρα.
Στην τάξη του ελληνικού σχολείου στην Κερατέα το 1915 [πηγή: περιοδ. Η Λέξη 187 (2006), 17]
Την υπηρεσία του από τη θέση αυτή διακόπτει η επιστράτευσή του το 1913 με την κήρυξη του Β΄ βαλκανικού πόλεμου και η τοποθέτησή του το 1914, μετά την απόλυσή του από τον στρατό, στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαιδεύσεως που διευθύνει ο Γληνός, προκειμένου να βελτιώσει τη θεωρητική και πρακτική του εκπαίδευση. Οι μετακινήσεις και οι μεταθέσεις δε σταματούν εδώ: το 1915 διορίζεται σχολάρχης στην Κερατέα Αττικής, θητεία που αναγκάζεται να διακόψει όταν επιστρατεύεται εκ νέου με την έξοδο της Βουλγαρίας από την ουδετερότητα κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1918 γίνεται καθηγητής στο Α΄ Γυμνάσιο Πειραιώς και την επόμενη χρονιά κερδίζει μια υποτροφία για να συνεχίσει τις σπουδές του στο Παρίσι, ενώ την Ελλάδα κυβερνά ο Βενιζέλος.
Στο Παρίσι συνθέτει το 1919 τον Προσκυνητή, μια μεγάλη ποιητική σύνθεση από εξήντα οχτάστιχες στροφές που δημοσιεύεται στο περιοδικό Ο Μαύρος Γάτος. Στην προσπάθεια συγκερασμού αρχαίας, βυζαντινής και σύγχρονης λαϊκής παράδοσης που παρατηρεί κανείς εδώ το ποιητικό πρότυπο που ακολουθείται είναι κατά κύριο λόγο του Παλαμά, ενώ το ελληνοκεντρικό όραμα του Βάρναλη φτάνει σε μια κορύφωση. Ο ίδιος σημειώνει: «Τ' ονομάζω άσμα πρώτο. Καθαυτό είν' ένα είδος προοίμιο· πρόσωπο του κύριου ποιήματος μια δικαιολογία, στα πεταχτά, των πίστεων μου» (Προσκυνητής, 11). Δεύτερο άσμα δεν θα υπάρξει: έχουν κιόλας αρχίσει οι «πίστεις» του να υποβάλλονται σε μια διαδικασία ριζικής ιδεολογικής μεταστροφής, γεγονός που ώθησε αρκετούς μελετητές του Βάρναλη να εντοπίσουν στο έργο ένα χαρακτήρα μεταιχμιακό.
«Από το φως που λάμπει στο φως που καίει»
Η επαφή με τα ποικίλα φιλοσοφικά ρεύματα της εποχής και τις έντονες ιδεολογικές ζυμώσεις που ακολούθησαν τη ρωσική επανάσταση του 1917 στο μεσοπολεμικό Παρίσι ευθύνεται για μια σταδιακή αλλαγή της κοσμοαντίληψής του που διαμορφώνεται πλέον στη βάση της μαρξιστικής ιδεολογίας. Η γνωριμία του με ανθρώπους όπως ο χαράκτης Γ. Κεφαλληνός (τον γνωρίζει το 1920 και συνδέεται φιλικά μαζί του) θα πρέπει να συντελεί στην οριστική ιδεολογική ρήξη με το παρελθόν του. Στο εξής κύριο ποιητικό του μέλημα γίνεται η προσαρμογή της έκφρασής του στα αριστερά ιδεώδη, η πολιτική αφύπνιση των συνειδήσεων, η κατάδειξη της κοινωνικής αδικίας. Με την πτώση της κυβέρνησης του Βενιζέλου το 1920 η υποτροφία του διακόπτεται. Τον Φεβρουάριο του 1921 επιστρέφει στην Αθήνα και διορίζεται καθηγητής στο Γ΄ γυμνάσιο Πειραιά.
Χειρόγραφο του ποιήματος «Οι μοιραίοι». Προδημοσιεύεται στο περιοδ. Μαύρος Γάτος το 1922 [πηγή: Αρχείο Συγγραφέων ΕΚΕΒΙ / ΕΛΙΑ]
Ο Κώστας Βάρναλης διαβάζει ποιήματά του
Ποιητικό προϊόν της ιδεολογικής μετακίνησης είναι η σύνθεση Το φως που καίει που γράφεται στην Αίγινα μετά το τέλος της σχολικής χρονιάς και εκδίδεται το 1922 στην Αλεξάνδρεια με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας · διεκδικεί τον τίτλο ενός «από τα πρώτα έργα της αγωνιστικής μας λογοτεχνίας [και] από τα πρώτα που λέγονται αριστερά» (σχόλιο που συνοδεύει εισαγωγικά το έργο από την πέμπτη έκδοσή του). Ανάμεσα στους ήρωες εντοπίζονται δύο εκπρόσωποι των θεών: ο Προμηθέας και ο Χριστός, ο σκεπτόμενος και ενεργός πολίτης Μώμος, η ιδιοτελής πόρνη Αριστέα και η δουλοπρεπής Μαϊμού.
Η οξεία σάτιρα και ο λαϊκός λόγος, που έχουν κυρίαρχη θέση σ' αυτό το έργο, αποκτούν στο εξής μια διαρκή παρουσία στο ποιητικό έργο του Βάρναλη. Ο ποιητής ξεκινά προφανώς από την πεποίθηση πως η λογοτεχνία ασκεί μια έντονη επιρροή στη συνείδηση των ανθρώπων -και άρα είναι σε θέση να επηρεάσει την πορεία του κοινωνικού μετασχηματισμού-, για να δώσει μια ποιητική σύνθεση από τις πρώτες, πράγματι, που συνδέουν εξ αντικειμένου τη λογοτεχνία με την πολιτική και διαμορφώνουν με τρόπο δραστικό την αντίληψη μας, κυρίαρχη ακόμα και σήμερα, για το περιεχόμενο της έννοιας στρατευμένη τέχνη. Κεντρικό θέμα της σύνθεσης είναι η εξέγερση του καταπιεσμένου ανθρώπου και το γκρέμισμα των αστικών ειδώλων. Ο Βάρναλης καθιερώνεται ως ποιητής του αριστερού κόσμου. Καθώς ωστόσο τα επόμενα χρόνια η απαίτηση μιας καθαρής και αισιόδοξης προοπτικής στη λογοτεχνία γίνεται διαρκώς εντονότερη στους κύκλους της επίσημης μαρξιστικής διανόησης, φαίνεται ότι θα πρέπει να είναι μάλλον δύσκολο να επανεκδοθεί το έργο χωρίς την επεξεργασία του 1933 και τις προσαρτήσεις χωρίων όπως ο «Οδηγητής» και το «Τραγούδι του Λαού».
Το 1923, πάλι ως Δήμος Τανάλιας και πάλι στην Αλεξάνδρεια, εκδίδει έναν τόμο με τρία διηγήματα που τιτλοφορείται Ο λαός των Μουνούχων. Την ίδια χρονιά ανακαλείται η διακοπή της υποτροφίας του και ξαναφεύγει για το Παρίσι. Επιστρέφει στην Αθήνα το 1924 και διδάσκει νεοελληνική λογοτεχνία στη νεοσύστατη Παιδαγωγική Ακαδημία που λειτουργεί υπό τη διεύθυνση του Γληνού. Το μάθημα του Βάρναλη, ακολουθώντας το πνεύμα όλων των μαθημάτων της σχολής, γίνεται σε γλώσσα δημοτική. Ωστόσο η ιδεολογική στροφή του 1922 επιφέρει νέα προβλήματα στη δουλειά του: ό,τι απέφυγε το 1911, θα το υποστεί τώρα. Κατά τη διάρκεια των «Μαρασλειακών» μέρος της κατηγορίας για αντεθνική εργασία που αντιμετωπίζει τόσο η Μαράσλειος όσο και Ακαδημία στοιχειοθετείται με αναφορά σε απόσπασμα από το Φως που καίει. Το 1925 ο Βάρναλης απολύεται από τη θέση του ως καθηγητής. Είναι η χρονιά που εκδίδει τη μελέτη Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική, απάντηση στη μελέτη του Γ. Αποστολάκη Η ποίηση στη ζωή μας του 1923 και στην ιδεαλιστική προοπτική που εκείνος προσδίδει στη σολωμική ποίηση. Είναι επίσης η χρονιά που προδημοσιεύει ψευδώνυμα ένα μέρος από την πρώτη μορφή των Σκλάβων Πολιορκημένων (Κώστας Γιαβής, «Σκλάβοι Πολιορκημένοι ('Πόλεμος'), Φιλική Εταιρεία, Χρ. Α΄, φύλ. 3, Μάρτ. 1925, σ. 97-170).Ο ίδιος σημειώνει σχετικά στα απομνημονεύματά του:
Το Σολωμό χωρίς μεταφυσική, τους Σκλάβους Πολιορκημένους, τα πρώτα σκίτσα της Απολογίας του Σωκράτη και τα πρώτα διορθώματα της β΄ έκδοσης του Φωτός που καίει τα έγραψα στη Γαλλία, στο χωριό Σεν-Μαρ-Λα Πιλ της Τουραίνης. Εκεί είχε σπίτι ο ξυλογράφος Γιάννης Κεφαληνός και με φιλοξενούσε κάθε φορά που οι… ιδέες μου με τιμωρούσανε για τις… αταξίες μου με προσωρινή ή παντοτεινή απόλυση από τη θέση μου […]. Έτσι περνούσε η ζωή μας - όσο που μας ήρθε ένας… μουσαφίρης να μας δώσει μεγάλο κέφι. Ήτανε το βιβλίο του Αποστολάκη Η Ποίηση στη Ζωή μας […]. Για να πολεμήσω αυτό το βιβλίο έγραψα το Σολωμός χωρίς μεταφυσική και τους Σκλάβους Πολιορκημένους. (Φιλολογικά Απομνημονεύματα, 295-298).
Το 1927 επιστρέφει από το Παρίσι και εκδίδει σε ολοκληρωμένη μορφή το ποιητικό του έργο με τίτλο Σκλάβοι πολιορκημένοι: μεταγράφει εκεί σε ποίηση την αντιπαράθεσή του με τις απόψεις του Γ. Αποστολάκη περί του μεταφυσικού στοιχείου στη σολωμική ποίηση. Η σύνθεση αποτελείται από έναν Πρόλογο και τέσσερις ενότητες όπου παρουσιάζονται κατά σειρά: επεισόδια από τη ζωή του Χριστού, ο πόλεμος μέσα από την ψυχολογία των θυμάτων του, η θεϊκή κρίση κατά τη Δευτέρα Παρουσία και η ελευθερία μέσα από το σύμβολο μιας καμπάνας, που μιλά η ίδια αντιστρέφοντας την αποστολή που της δίνεται στο πλαίσιο της ιδεαλιστικής προοπτικής του Schiller («Το τραγούδι της Καμπάνας») και αρθρώνοντας έναν λόγο επαναστατικό.
Το εξώφυλλο της έκδοσης του 1927 (εκδ. Στοχαστής).
Ο κύκλος των μεγάλων ποιητικών συνθέσεων, που άνοιξε το 1919 με τη δημοσίευση του Προσκυνητή, κλείνει το 1933, με τη δημοσίευση της δεύτερης, «ξαναπλασμένης» έκδοσης του έργου που του στοίχισε τη δίωξη και την απόλυσή του τα προηγούμενα χρόνια:
Το μικρό αυτό ποιητικό έργο [Το φως που καίει] το πρωτοδημοσίευσα στα 1922 στην Αλεξάνδρεια (έκδοση «Γραμμάτων») με το ψευτόνομα Δήμος Τανάλιας. Έκανε τότες αρκετή εντύπωση, σαν κάτι καινούργιο και τολμηρό, παινέφτηκε, βρίστηκε, κατασχέθηκε δύο φορές, ώσπου στο τέλος, ύστερ' από τέσσερα χρόνια κυκλοφορία κι αφού πια το βιβλίο πήγαινε να εξαντληθεί, η δημοκρατική δικτατορία (ή δικτατορική δημοκρατία) έπαψε το συγγραφέα από δημόσιο υπάλληλο, για να μάθει να σέβεται το καθεστώς, «το φυσιολογικόν καθ' ημάς». Επειδή στο αναμεταξύ ζητιότανε στα βιβλιοπωλεία και η ιεραρχία της Ελλάδας το 'κανε πάλι επίκαιρο μετά από οχτώ χρόνια με την περίφημη πρωτοχρονιάτικη εγκύκλιο του 1930, αποφάσισα να κάνω μια δέφτερη έκδοσή του. Αλλά μια δέφτερη έκδοση είναι σα μια δέφτερη σκέψη. Δε μπόρεσα το λοιπόν να μην ξαναδουλέψω μερικά σημεία του έργου. Προσπάθησα να χαρακτηρίσω καλύτερα τα τρία πρόσωπα του διαλόγου και να δώσω πιότερη συνοχή και ακολουθία στην κουβέντα τους. Το τρίτο μέρος το ξανάγραψα όλο από την αρχή κάνοντας τα ποιήματα στροφικά. Αν τώρα τα κατάφερα να μη χαλάσω την πρώτη του φρεσκάδα (όταν το 'γραψα καλοκαίρι του 1920, ήμουνα, μπορεί να πει κανείς, ακόμα νέος) ας κρίνει ο αναγνώστης. (Από το εισαγωγικό σημείωμα που σχεδίαζε ο Βάρναλης να συνοδέψει την ξαναπλασμένη έκδοση του 1933, όπως βρέθηκε στο αυτόγραφο τετράδιο και παρατίθεται στο Δάλλας 1988, 47-48).
Η εποχή της δημοσιογραφίας και του πεζού λόγου
Το παραπάνω σημείωμα αποτυπώνει και τις ριζικές αλλαγές στη ζωή του Βάρναλη από το 1922 ώς το 1933. Μετά την απόλυσή του, από το 1926 ξεκινάει το στάδιο της δημοσιογραφικής του καριέρας που θα αποτελέσει τρόπο βιοπορισμού για τον επόμενο σχεδόν μισό αιώνα, ώς τη δικτατορία του 1967: πρώτος σταθμός οι φιλολογικές και πολιτικές ανταποκρίσεις από το Παρίσι για την εφημερίδα Πρόοδος.
Η δημοσιογραφική ταυτότητα του ποιητή (1934) [πηγή: περιοδ. Η Λέξη 187 (2006), 29]
Το 1931 γράφει και το 1932 εκδίδει το πεζό με τίτλο Η αληθινή απολογία του Σωκράτη (έργο που διασκευάστηκε και για παράσταση, το 1987 από το Εθνικό Θέατρο). Παρακολουθούμε εδώ τον «ιστορικό» Σωκράτη, όπως τον ξέρουμε από τον Ξενοφώντα και τον Πλάτωνα, να κλείνει αλλιώς τη δράση του: στο άκουσμα της θανατικής καταδίκης του κάτι μέσα του αλλάζει και τον ωθεί να δει τον κόσμο… ανάποδα. Η ίδια τάση αντιστροφής, που τον ώθησε να μεταγράψει τους σολωμικούς Ελεύθερους πολιορκημένους σε Σκλάβους πολιορκημένους, τον παροτρύνει τώρα να πλάσει έναν Σωκράτη που πέφτει «από τα σύννεφα του ηθικού του απολυταρχισμού κάτω στο… πεζοδρόμιο της πιο αμείλιχτης πραγματικότητας» (Φιλολογικά Απομνημονεύματα, 307). «Ο Σωκράτης ο ίδιος αναγνωρίζει τα λάθη και τις ζημίες της διδασκαλίας του. Κι αφού κοροϊδέψει του δημοκρατικούς της δουλοχτησίας, πάει πιο μπροστά απ' αφτούς και γίνεται κήρυκας της πανανθρώπινης λεφτερίας» (Η αληθινή απολογία του Σωκράτη, 10). Το ίδιο και η Πηνελόπη, η ηρωίδα ενός αρκετά μεταγενέστερου πεζού, Του ημερολογίου της Πηνελόπης (1946), αποκλίνει από την ομηρική. Με διάθεση σατιρική ο Βάρναλης αντιστρέφει κι εκεί το μύθο:
οι Στίχοι λένε, πως ο Δυσσέας παράδερνε στις ξενιτιές είκοσι χρόνια κι άμα γύρισε σκότωσε τους γαμπρούς. Το Ημερολόγιο δε βαστάει πιότερο από δώδεκα χρόνια. Και δε μας λέει, αν γύρισε Κάποτες ο Δυσσέας. Όμως μας λέει, πως ήρθε κάποιος άλλος ψεφτο-Δυσσέας που δε σκότωσε τους γαμπρούς, μα τα 'σιαξε μαζί τους και "παντρέφτηκε" τη χήρα (Πεζός Λόγος, 76).
Μετά τη συμμετοχή του στο Συνέδριο Σοβιετικών συγγραφέων στη Μόσχα το 1935, θα είναι ένας από τους τριακόσιους «βενιζελοκομμουνιστές» που η δικτατορική κυβέρνηση Κονδύλη θα θεωρήσει απαραίτητο να εξορίσει (ο Βάρναλης πηγαίνει στη Μυτιλήνη και τον Άγιο Ευστράτιο για δύο μήνες), ως μέρος των μέτρων για την «ομαλή» διεξαγωγή του δημοψηφίσματος για την κατάργηση του πολιτεύματος της αβασίλευτης δημοκρατίας.
25 Οκτωβρίου 1935. Στο πλοίο που τον μετέφερε, μαζί με άλλους εκτοπισμένους, στον Αϊ-Στράτη (διακρίνονται στην κάτω σειρά: δεύτερος ο Δημ. Γληνός, τρίτος ο Βας. Δημητσάνος, τέταρτος ο Βάρναλης). ©Αρχείο Κ. Βάρναλη. Αναπαράγεται από την έκδοση Χρ. Ντουνιά, Λογοτεχνία και πολιτική. Τα περιοδικά της αριστεράς στο μεσοπόλεμο, Αθήνα, Καστανιώτης 1999.
Κατά τη συνεργασία του με την Πρωία επιχειρεί να θεμελιώσει μια αντικειμενική μέθοδο αισθητικής θεωρίας: τίθεται εναντίον της «φυγοκοσμίας» και της «τέχνης για την τέχνη» αλλά παράλληλα τονίζει ότι η αξία του έργου τέχνης κρίνεται από τα εκφραστικά αποτελέσματα. Επιλογή από τα άρθρα του αυτής της εποχής συγκεντρώνονται αργότερα στον τόμο Αισθητικά-Κριτικά (α΄ και β΄ τόμος, 1958). Στην ίδια εφημερίδα δημοσιεύεται και η σημαντική έρευνά του με τίτλο «Άνθρωποι ― ζωντανοί, αληθινοί» για τους τρελούς του δημόσιου ψυχιατρείου. Μετά την απελευθέρωση και το κλείσιμο της Πρωίας συνεργάζεται στον πρώτο Ριζοσπάστη (1945-1947), στο Ριζό της Δευτέρας (1946-1947) και στον Προοδευτικό φιλελεύθερο (1950-1953). Από το 1952 και για τα επόμενα δεκαεπτά χρόνια ο Βάρναλης αναλαμβάνει το καθημερινό χρονογράφημα της Αυγής, μια στήλη με τίτλο «Λόγια που καίνε».
Στην εκδήλωση για τα πενηντάχρονα του έργου του (Θέατρο Ιντεάλ, Δεκέμβρης 1956) [πηγή: αφιερωματικό τεύχος περιοδ. Η Λέξη 187 (2006), 71.
Σημαντικός σταθμός στην αναγνώριση του έργου του το 1956, όταν του απονέμεται το Βραβείο της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, ενώ το 1959 κερδίζει μια σημαντική ευρωπαϊκή διάκριση: το Βραβείο Λένιν. Έχουν προηγηθεί, μεταξύ άλλων, οι εκδόσεις των έργων Ζωντανοί άνθρωποι (1939) ―πορτρέτα συγγραφέων και λογίων του 20ού αι.―, Ποιητικά (εκλογή από το ποιητικό του έργο), και τα ιστορικά δοκίμια με τίτλο Διχτάτορες (1956), επιφυλλίδες στην εφημερίδα Πρωία τον καιρό της ιταλικής φασιστικής επίθεσης του Μουσολίνι εναντίον της Ελλάδας.
Στη Μόσχα μετά την απονομή του βραβείου Λένιν, μαζί με τον λογοτέχνη Ιλία Έρενμπουργκ (1959)
Οι τελευταίες συλλογές
Μετά από ένα διάστημα ποιητικής σιωπής, το 1965 εκδίδεται η ποιητική συλλογή του με τίτλο Ελεύθερος κόσμος· πρόκειται για συλλογή αρκετά απομακρυσμένη από τα μεγάλα συνθέματα της νεότητας, με βιωματικό (με βάση τις εμπειρίες του από τη μεταξική δικτατορία ώς και τα μετεμφυλιακά χρόνια) και επικαιρικό χαρακτήρα. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, μετά την άρση της προληπτικής λογοκρισίας, εκδίδει το 1972 το θεατρικό έργο Άτταλος ο Γ΄, που είχε ξεκινήσει στα μετεμφυλιακά χρόνια· τοποθετημένο στη ρωμαϊκή εποχή αλλά με σύγχρονες αναφορές στην Κατοχή και την Αντίσταση.
Πορτρέτο του Κ. Βάρναλη φιλοτεχνημένο από τον Γιάννη Ρίτσο, για την έκδοση της «Αληθινής απολογίας του Σωκράτη» το 1974 από τις εκδόσεις Κέδρος [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο Γιάννης Ρίτσος, 100 χρόνια από τη γέννησή του, ΕΚΕΒΙ]
Εποχές και Συγγραφείς. Κώστας Βάρναλης (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]
Ο Βάρναλης πεθαίνει το Δεκέμβρη του 1974. Μετά το θάνατό του κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή Οργή Λαού (1975), με ποιήματα επικαιρικά, γραμμένα κατά τη διάρκεια της επταετούς δικτατορίας, και τα Φιλολογικά Απομνημονεύματα (1980), συγκεντρωτικός τόμος επιφυλλίδων του στην εφημερίδα Ανεξάρτητος, δημοσιευμένων από τον Φεβρουάριο ως τον Αύγουστο του 1935.
Αγγέλα Γιώτη
© 2014 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
[1] Ο νεαρός , άλλωστε Βάρναλης, είχε στείλει στις 3 Μαρτίου του 1904 στον Παλαμά την ανέκδοτη ποιητική συλλογή Πυθμένες, χωρίς να κρατήσει αντίγραφο.
*Δανείζομαι τον τίτλο από την κριτική του Μ. Λαμπρίδη που δημοσιεύεται στο περ. Γράμματα και Τέχνες, 37 (1985) 3-8˙ αναδημ. στο βιβλίο του Η Ταξική Συνείδηση, Αθήνα, Ύψιλον, 1982, 57-73.