ΕΚΤΟΡΑΣ
- Καταγωγή, γάμος, προσωπικότητα
- Δράση στον πόλεμο, τακτική και ήθος
- Η μονομαχία με τον Πάτροκλο
- Η μονομαχία με τον Αχιλλέα
- Η κακοποίηση του νεκρού Έκτορα
- Η ανάκτηση του σώματος του Έκτορα
- Ο θρήνος για τον Έκτορα. Επικήδειες τιμές
Καταγωγή, γάμος, προσωπικότητα
Γιος του Πρίαμου και της Εκάβης, μάλλον πρωτότοκος, ή, επειδή ο Απόλλωνας ήταν πάντα δίπλα του, γιος και του ίδιου του θεού. Παντρεύτηκε την Ανδρομάχη, κόρη του Ηετίωνα, βασιλιά της Θήβας στη Μυσία, με την οποία απέκτησε ένα γιο, τον Αστυάνακτα ή Σκαμάνδριο. Άλλες παραδόσεις αποδίδουν ακόμη ένα ή δύο παιδιά στο ζευγάρι, τον Λαοδάμαντα και τον Όξυμο.
Όντας ο Πρίαμος σε βαθιά γεράματα και παροπλισμένος από ευθύνες και καθήκοντα, στην ουσία ο Έκτορας κυβερνά την Τροία, συγκαλεί τις συνελεύσεις και διευθύνει τις συζητήσεις. Είναι αρχηγός του στρατού και σπουδαίος μαχητής. Σέβεται τους θεούς, τους γονείς του, τη σύζυγό του Ανδρομάχη, φέρεται τρυφερά στο παιδί του και για την Ελένη δεν αρθρώνει κακό λόγο. Πριν τη μονομαχία του με τον Αχιλλέα, στη συναντηση που είχε με τη γυναίκα του, εκφράζει την ανησυχία του για την τύχη της, σε περίπτωση που εκείνος πέθαινε και οι Έλληνες έπαιρναν την Τροία. Γενικά, εμφανίζεται ευσεβής και ζητά τον εξευμενισμό των θεών αναγνωρίζοντας τη δύναμή τους.
Για την εξωτερική του εμφάνιση, την προσωπικότητα και το ήθος του μαρτυρεί ο Φιλόστρατος, σοφιστής του 2ου/3ου αι. μ.Χ.:
Το άγαλμα του Έκτορα στο Ίλιο θυμίζει ημίθεο. […] Δείχνει μεγαλοφροσύνη, ορμητικότητα, ευθυμία, μεγαλόπρεπο σφρίγος και παριστάνεται στο άνθος της νεότητάς του και με κοντά μαλλιά. (Φιλόστρ., Ηρωικ. 2.10)
Ο Όμηρος περιέγραψε με πολύ ωραία τον τρόπο που [ο Έκτορας] οδηγούσε το άρμα του, τις μάχες του, τις σκέψεις του και το γεγονός ότι η Τροία στηριζόταν σε αυτόν και μόνο και όχι σε άλλον. Οι καυχησιολογίες του Έκτορα, όπως παρουσιάζονται μέσα από την ομηρική ποίηση, και οι απειλές του προς τους Αχαιούς για το κάψιμο των πλοίων, ο Πρωτεσίλαος λέει πως ανταποκρίνονται στην ορμητικότητα του ήρωα, διότι συνήθιζε να λέει πολλά τέτοια στις μάχες. Το βλέμμα του ήταν πολύ φωτεινό και η φωνή του δυνατή. Ήταν πιο μικρόσωμος από τον Τελαμώνιο, όμως καθόλου κατώτερος στη μάχη, όπου έδειχνε και κάτι από τη φλογερή ιδιοσυγκρασία του Αχιλλέα. […] Τα μαλλιά του τα είχε κομμένα κοντά, παρά το γεγονός ότι οι βασιλιάδες και τα βασιλόπουλα συνήθιζαν να τα έχουν μακριά. […] Τα αυτιά του ήταν κομμένα σαν των παλαιστών, όχι όμως επειδή είχε σχέση με την πάλη […] αλλά επειδή αντιμετώπιζε ταύρους και το να συμπλέκεται με αυτά τα ζώα το θεωρούσε πολεμική εξάσκηση. […] Του άρεζε να τους δαμάζει και να μην παραιτείται, έστω κι αν είχε πληγωθεί. (Φιλόστρ., Ηρωικ. 12.b)
Δράση στον πόλεμο, τακτική και ήθος
Παραστάτες θεοί του Έκτορα στον πόλεμο ήταν ο Άρης και, κυρίως, ο Απόλλωνας, ενώ ευνοϊκός μαζί του δείχνεται και ο Δίας, μέχρι τη μοιραία για τον Έκτορα ώρα. Ποσειδώνας, Αθηνά και Ήρα τον εχθρεύονται.
Ο Έκτορας σκότωσε τον πρώτο Αχαιό που πάτησε το πόδι του στο έδαφος της τρωικής χερσονήσου, τον Πρωτεσίλαο. Πολύ κοντά στην αρχή του πολέμου πρότεινε να λυθεί το θέμα με μια μονομαχία μεταξύ του αδερφού του Πάρη και του Μενέλαου, από την οποία όμως δεν προέκυψε αδιαμφισβήτητος νικητής λόγω θεϊκής παρέμβασης. Αργότερα (ραψωδία Η), πρότεινε να λυθεί ο πόλεμος με μονομαχία ανάμεσα στον ίδιο και σε όποιον πολεμιστή διάλεγαν οι Αχαιοί. Στην πρόκληση ανταποκρίθηκε ο Μενέλαος αλλά συγκρατήθηκε από τον αδελφό του Αγαμέμνονα. Ανάμεσα στους άλλους εννέα που προθυμοποιήθηκαν να μονομαχήσουν (Αγαμέμνων, Τυδείδης Διομήδης, οι Αίαντες, Ιδομενέας, Μυριόνης, Ευρύπυλος, Θόας, Οδυσσέας) επιλέχθηκε με κλήρο ο Αίαντας από τη Σαλαμίνα. Αλλά επειδή η μονομαχία δεν κατέληγε σε κάποιον νικητή και έδειχνε ισοπαλία, μετά από μεσολάβηση των κηρύκων Ιδαίου και Ταλθύβιου, ο Αίαντας και ο Έκτορας σταματούν να μάχονται. Οι δύο αντίπαλοι θαύμασαν το σθένος, την ικανότητα και την ανδρεία ο ένας του άλλου και αντάλλαξαν μεταξύ τους δώρα, κάτι που συνηθιζόταν στο τέλος μιας ισόπαλης μονομαχίας. Ο Έκτορας του επρόσφερεν αργυροκαρφωμένο / ξίφος με το θηκάρι του και κρεμαστήρι ωραίο (με αυτό το ξίφος ο Αίαντας αυτοκτόνησε αργότερα), ενώ ζώνην με κόκκινην βαφήν του χάρισεν ο Αίας (Η 303-305), την οποία χρησιμοποίησε αργότερα ο Αχιλλέας, όταν έσυρε νεκρό τον Έκτορα γύρω από τα τείχη της Τροίας και τον τάφο του Πατρόκλου. (Εικ. 50, 51, 52, 10)
Πριν από τον θάνατο του Πάτροκλου ο Έκτορας εφάρμοζε το άγραφο δίκαιο σχετικά με την περισυλλογή των νεκρών και την ταφή τους, καθώς και για την απόδοση των νεκρών πολεμιστών στους δικούς τους ανθρώπους (Η 375-78, 408-11). Όταν κάλεσε κάποιον Αχαιό πολεμιστή να μονομαχήσει μαζί του για να λυθεί με μονομαχία ο πόλεμος, ζήτησε, σε περίπτωση που νικηθεί, ο αντίπαλός του να τον γδύσει κι ας κουβαλήσει την αρμάτα μου στα βαθουλά καράβια· / μα το νεκρό κορμί στο σπίτι μου να δώσει, για να βάλουν / οι Τρώες μαζί με τις γυναίκες τους φωτιά και να με κάψουν (Η 78-80) -τραγικότατη η φράση αν αναλογισθεί κανείς τη μεταχείριση του σώματός του από τον Αχιλλέα. Αντίστοιχα, υποσχέθηκε ότι αν νικούσε, θα αφιέρωνε την πανοπλία του αντιπάλου του στον ναό του Απόλλωνα -ένδειξη τιμής και αναγνώρισης προς τον αντίπαλο- και θα παρέδιδε το σώμα του για να το θάψουν οι μακρόμαλλοι στο χώμα μέσα Αργίτες, / και μνήμα στον πλατύν Ελλήσποντο χυτό να του σηκώσουν (Η 83-85), συμφωνία που οι Αργίτες αποδέχτηκαν σιωπηλά. Την ίδια συμφωνία αρνήθηκε, με εξαιρετικά άγριο τρόπο, ο Αχιλλέας στον Έκτορα αργότερα και ζωντανό τον προϊδέασε με λεπτομέρειες για την τύχη του νεκρού του σώματος.
Ως την αρχή του δέκατου έτους του πολέμου, ο Έκτορας ακολουθούσε αμυντική τακτική –αν και γι’ αυτό κατηγορεί τους γέροντες που με τη δειλία της ηλικίας τους κρατούσαν τον στρατό και δεν τον άφηναν να μεταφέρει τον πόλεμο κοντά στα πλοία των Αχαιών (Ο 722-723). Μεγάλη γενναιότητα έδειξε όταν ο Αχιλλέας αποσύρθηκε από τον πόλεμο εξαιτίας της σύγκρουσής του με τον Αγαμέμνονα για τις δύο αιχμάλωτες τρωαδίτισσες, τη Χρυσηίδα και τη Βρισηίδα, κυρίως στη μάχη κοντά στα πλοία των Αχαιών. (Εικ. 53) Χρειάστηκε μάλιστα να παρέμβουν θεοί για να τον εμποδίσουν να σκοτώσει ήρωες, όπως τον Νέστορα ή τον Διομήδη. Η παρέμβαση του Απόλλωνα τον έσωσε από τα βέλη του Τεύκρου, ενώ με παρέμβαση του Δία οι θεούς του αφήσουν τη νίκη. Η δικαίωση και η δόξα του Αχιλλέα μέσα στο στρατόπεδο των Αχαιών περνά μέσα από τη δόξα του Έκτορα.
Η μονομαχία με τον Πάτροκλο
Οι νίκες του Έκτορα ώθησαν τον Πάτροκλο να ασκήσει πίεση στον Αχιλλέα για να τον πείσει να ξαναμπεί στη μάχη ή, τουλάχιστον, για να του επιτρέψει να οδηγήσει εκείνος τους Μυρμιδόνες. Φορώντας την πανοπλία του Αχιλλέα και με θυελλώδη ορμή απέκρουσε μαζί με τους Μυρμιδόνες τους Τρώες, που είχαν φθάσει στα πλοία των Αχαιών και ήταν έτοιμοι να τα πυρπολήσουν.
Ο Έκτορας αντιμάχησε με τον Πάτροκλο για το σώμα του ηνιόχου του, του Κεβριόνη, (Εικ. 54) κρατώντας τον νεκρό από το κεφάλι, τη στιγμή που ο Πάτροκλος τον κρατούσε από το πόδι (Π 762-763), ενώ νωρίτερα είχε παροτρύνει τους άνδρες του να κατακρεουργήσουν το σώμα του Έκτορα, να το σκυλεύσουν και να φονεύσουν τους υπερασπιστές του (Π 559-561). Οι Τρώες αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στα τείχη τους. Κατά τη διάρκεια της τρίτης εφόδου που επιχείρησε ο Πάτροκλος για την άλωση της Τροίας χτυπήθηκε από τον Απόλλωνα και καταλήφθηκε από σκοτοδίνη. Στην κατάσταση αυτή πρώτος τον έπληξε ο Εύφορβος από πίσω και δεύτερος με θανατηφόρο κτύπημα ο Έκτορας. Με χαρακτηριστική απάθεια ο Έκτορας ακινητοποίησε το πτώμα του ύπτιου Πάτροκλου με τη φτέρνα του, σπρώχνοντάς τον προς τα πίσω, καθώς τραβούσε το δόρυ από την πληγή. Ωστόσο, ο Πάτροκλος είχε ήδη πεθάνει και ο Έκτορας δεν αξιώθηκε να αφαιρέσει μαζί με το δόρυ και την ψυχή του Μυρμιδόνα (Π 856-7, 862-3). Το ίδιο θα πάθει και ο Αχιλλέας με τον Έκτορα (Χ 361-2, 367· πρβ. Ε 620-1, Ζ 64-5).
Στη μάχη γύρω από το σώμα του Πάτροκλου ο Έκτορας προφταίνει και του παίρνει τα όπλα και τα ζώνεται, δοκίμασε μάλιστα να τον σύρει προς το μέρος των Τρώων και στη λύσσα του λογιάζει το κεφάλι [του Πάτροκλου] / να μπήξει στα παλούκια, κόβοντας τον απαλό λαιμό του (Σ 176-7)· με κοφτερό χαλκό απ' τους ώμους του την κεφαλή να κόψει / και να πετάξει το κουφάρι του θροφή στης Τροίας τους σκύλους (Ρ 126-7). Θεωρεί τόσο σημαντική την κατοχή του σώματος του Πάτροκλου που υπόσχεται τα μισά απ' τα κούρσα του σε όποιον τον σύρει προς τα τείχη (Ρ 229-32). Όμως αποκρούεται από τον Μενέλαο και τον Αίαντα (Ρ 125-131, 254-5· πρβ. Σ 176-7). (Εικ. 55, 56, 57, 58, 59)
Η μονομαχία με τον Αχιλλέα
Ο θάνατος του Πατρόκλου ήταν καταλυτικός για τον Αχιλλέα και για την τύχη του Έκτορα και την έκβαση του πολέμου. Με τα καινούρια όπλα που του έφτιαξε ο Ήφαιστος ξαναβγήκε στη μάχη και σκότωσε τόσους που ο ποταμός Σκάμανδρος του παραπονέθηκε για τα πολλά πτώματα που σωρεύονταν στα νερά και την κοίτη του και εμπόδιζαν τα νερά να βρουν τη συνηθισμένη διέξοδό τους στη θάλασσα. Στη μάχη ρίχτηκαν και οι θεοί, με αποτέλεσμα οι Τρώες να υποχωρήσουν. Ο Έκτορας αποφασίζει να βγει έξω και να αντιμετωπίσει τον Αχιλλέα, παρά την πίεση που δέχτηκε από τους γονείς και τη σύζυγό του για το αντίθετο (Όμ. Ιλ., Ζ 404-432, Χ 38-39, 82).
Αρνητικά και ηττοπαθή συναισθήματα τού προκάλεσαν δισταγμό, το έβαλε στα πόδια και ο Αχιλλέας τον ακολούθησε -τρεις φορές έκαναν τον γύρο των τειχών. Η θεά Αθηνά πήρε τότε την μορφή του Διηφόβου και τον ενθάρρυνε να πολεμήσει, λέγοντάς του ότι θα αντιμετώπιζαν μαζί τον Αχιλλέα. Απώτερος σκοπός της θεάς ήταν να προκαλέσει τη μονομαχία και τον θάνατο του Έκτορα. Ο Έκτορας πείστηκε στα λόγια του (της), κατέπνιξε τον φόβο του και συναντησε τον Αχιλλέα έξω από τα τείχη της Τροίας. Ζήτησε μάλιστα να τηρήσουν το άγραφο δίκαιο του πολέμου και να συμφωνήσουν ότι ο νικητής της μονομαχίας δεν θα ατίμαζε το σώμα του ηττημένου. Ο Αχιλλέας, γεμάτος και αυτός με αρνητικά συναισθήματα για το χαμό του Πατρόκλου, αρνήθηκε με τρόπο υβριστικό. Ο Αχιλλέας έριξε πρώτος το ακόντιο του, αλλά ο Έκτορας το απέφυγε και απάντησε αμέσως μετά επίσης με ρίψη ακοντίου που βρήκε στην ασπίδα του Αχιλλέα, όμως δεν τη διαπέρασε. Η Αθηνά στο μεταξύ έδωσε πίσω το ακόντιο στον Αχιλλέα, ενώ ο Έκτορας που γύρισε κοιτώντας στα τείχη και ψάχνοντας το Διήφοβο για να του δώσει νέο ακόντιο συνειδητοποίησε ότι η παρουσία του νωρίτερα ήταν τέχνασμα θεϊκό. Το ζύγισμα των ψυχών των δύο ηρώων από τον Δία, η ψυχοστασία, έδειξε ότι είχε έρθει η ώρα του Έκτορα -ο δίσκος ο δικός του έφτασε μέχρι κάτω τον Άδη, ο Απόλλωνας τον εγκατέλειψε.
Έχοντας πια επίγνωση του τέλους του, ο Έκτορας δεν το έβαλε κάτω. Είπε πως θα πολεμήσει μέχρι θανάτου και ότι οι επόμενες γενιές θα μάθαιναν πόσο ανδρειωμένος ήταν. Φορώντας την πανοπλία του Αχιλλέα, την οποία είχε πάρει από τον νεκρό Πάτροκλο, όρμησε στον αντίπαλό του. Εκείνος πάλι, γνωρίζοντας καλά τα αδύναμα σημεία της, έριξε το ακόντιο σε ένα ανοιχτό σημείο του τραχήλου του Έκτορα, όμως ποιητικῇ ἀδείᾳ δεν του κόβονται οι φωνητικές χορδές, ώστε ο Αχιλλέας να τον ακούσει να προφητεύει το τέλος του από τον Πάρη μπροστά στις Σκαιές Πύλες αλλά και την ικεσία του να παραδώσει το σώμα του στους δικούς του. Έπεσε νεκρός, αφού πρώτα άκουσε την υβριστική άρνηση του Αχιλλέα να πράξει το δίκαιο. Ο Αχιλλέας τράβηξε το δόρυ από το νεκρό σώμα του (Χ 367, πρβ. Π 503-4, 862-3, Ε 620-1, Ζ 64-5), όπως και τα όπλα αίμα γιομάτα. Ο μανιασμένος τιμωρός είχε κατά νου να αποκεφαλίσει τον φονιά του Πατρόκλου και να του προσφέρει το κεφάλι του (Σ 335), όμως ο ποιητής, έχοντας υπόψη την ικεσία του Πριάμου (ραψωδία Ω), δεν θα μπορούσε να το επιτρέψει. (Εικ. 60, 61, 62, 63, 64, 65, 66, 67)
Τραγικές στιγμές πέρασαν οι γονείς και η γυναίκα του Έκτορα, Ανδρομάχη, η οποία είχε μόλις ανέβει στα τείχη και αντίκρισε το φρικτό θέαμα: τον Αχιλλέα να σέρνει τον νεκρό Έκτορα γύρω από τα τείχη της Τροίας με το άρμα του, πανηγυρίζοντας υβριστικά τη νίκη του (Εικ. 12). Μεγάλο μέρος της συγκίνησης και της αποτελεσματικότητας της σκηνής αντλείται από την αντίθεση του αναίσθητου πτώματος του Έκτορα και τη μικρόψυχη κακοβουλία όσων έτρεχαν μακριά του όσο ήταν στη ζωή· μόνο τώρα που είναι νεκρός τον αντιμετωπίζουν. Και μάλιστα μαχαίρωναν το σώμα του νεκρού και τον χτυπούσαν, καθώς μιλούσαν μεταξύ τους, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσουν το μέγεθος της επιτυχίας, με μιαν άκαμπτη αδιαφορία ή και μίσος που αντιδιαστέλλεται με την ομορφιά του νεκρού σε στίχους εκπληκτικής δύναμης. Αντίστοιχα, το κέντημα της Ανδρομάχης με τα σύμβολα της ζωής και της ελπίδας που οι θεοί της αρνιούνται αντιδιαστέλλεται με ό,τι πραγματικά είχε συμβεί στον άνδρα της.
«Ο ποιητής τονίζει το μεγαλείο του Έκτορα περιγράφοντας τη μικρότητα του όχλου», λέει ο Wilamowitz. «Το μαχαίρωμα του πτώματος μπορεί να προέρχεται τελικά από την επιθυμία να εξασφαλιστεί ότι ο νεκρός άνδρας είναι όντως νεκρός και ότι το φάντασμά του δεν μπορεί να βλάψει τους εχθρούς του μετά θάνατον», επισημαίνει ο Richardson. Και ο Griffin: «Η πικρία για την κακοποίηση […] εντείνεται από τη δύναμη του εχθρού να την πραγματοποιήσει μέσα στην ίδια του την πατρίδα, μπροστά στα μάτια του λαού του.»[3]
Η κακοποίηση του νεκρού Έκτορα
O Αχιλλέας απέκδυσε τον Έκτορα από την πανοπλία, τον έδεσε από τα πόδια στο άρμα του με λουριά που έχει περάσει από τους αστραγάλους και τον έσυρε πίσω από το άρμα του ως το αχαϊκό στρατόπεδο, ζητώντας μάλιστα από τους συντρόφους του να γυρίσουν στα πλοία με το σώμα του Έκτορα ψέλνοντας της νίκης το τραγούδι (Χ 391). Εκεί πέταξε το σώμα του εχθρού του στα χώματα και όποτε θύμωνε το ξαναέδενε στο άρμα και το τραβούσε γύρω από το μνήμα του Πατρόκλου.
Οι προσβολές εδώ είναι απανωτές: 1) Ο Έκτορας είναι μες στη σκόνη και μπρούμυτα, ενώ ένας νεκρός θα έπρεπε να τοποθετηθεί ανάσκελα για να ταφεί· 2) η πράξη αυτή γίνεται στην πατρίδα του, μπροστά στα μάτια των δικών του ανθρώπων που αδυνατούν να αντιδράσουν. Και φυσικά, συγκινητικά υποβλητική παρουσιάζεται η αντίθεση μεταξύ της προηγούμενης ομορφιάς και της τωρινής παραμόρφωσης, το προηγούμενο μεγαλείο και τον τωρινό εξευτελισμό του ήρωα, κάτι που γινόταν και με άλλους πολεμιστές.
Ωστόσο, αν και δώδεκα μέρες άταφος ο Έκτορας, ωστόσο το σώμα του έμεινε προστατευμένο από τη σκληρή μεταχείριση χάρη στον Απόλλωνα: […] Με τ' ολόχρυσο σκουτάρι του τρογύρα / τον σκέπαζε όλο, ως τον βωλόσουρνε μην ξεγδαρθεί στο χώμα (Ω 20-1)· το ίδιο και η Αφροδίτη που έδιωχνε τα σκυλιά να μη ζυγώσουν και τον κατασπαράξουν. Τον άλειψε μάλιστα με αθάνατο ροδόνερο και τον σκεπάζει με παχύ γαλάζιο σύννεφο να μην ξεράνει ο ήλιος το δέρμα του. (Εικ. 68, 69, 70, 71, 72, 73, 74, 75, 76)
Η ανάκτηση του σώματος του Έκτορα
Όταν ο Έκτορας σκοτώθηκε, η θεά Ίρις, σταλμένη από τον Δία, παρακίνησε τον Πρίαμο να πάει στο στρατόπεδο των Αχαιών για να ζητήσει το πτώμα του νεκρού γιου του. Αψήφησε τους φόβους της Εκάβης και τους δικούς του και πήγε νύχτα στο στρατόπεδο των Αχαιών, στη σκηνή του Αχιλλέα, για να δώσει λύτρα και να πάρει το σώμα του γενναίου παιδιού τους. Τον συνόδευε ο Ερμής μεταμφιεσμένος σε θνητό.
Η ειρηνική αριστεία του Πριάμου, ανάμνηση της παλιάς πολεμικής του αριστείας, ξάφνιασε τον Αχιλλέα, καθώς ο γέροντας έδειξε ευγένεια και αρχοντιά, ψυχική δύναμη, αναγνωρίζοντας ότι ήταν ένας σπουδαίος αντίπαλος για τον γιο του. Ο Αχιλλέας παρέδωσε πλυμένο και καθαρό το σώμα του Έκτορα. (Εικ. 13, 14, 15, 16, 17, 18, 19, 20, 21, 22, 23, 24, 25, 26)
Ο θρήνος για τον Έκτορα. Επικήδειες τιμές
Συστατικό στοιχείο του τελετουργικού της ταφής είναι ο θρήνος. Τον νεκρό Έκτορα θρήνησαν η γυναίκα του, η μητέρα του και η Ελένη, καθεμιά τονίζοντας διαφορετικές πτυχές της προσωπικότητάς του, το πώς οι ίδιες τον έβλεπαν αλλά και τις συνέπειες που θα είχε γι' αυτές ο θάνατός του. Τον θρήνο τους ακολούθησε ο θρήνος των υπόλοιπων γυναικών του παλατιού.
Το τελετουργικό της ταφής του Έκτορα έγινε σύμφωνα με τα νενομισμένα: με το κάψιμο του σώματος του Έκτορα, το σβήσιμο της πυράς, τη συγκέντρωση των οστών, το τύλιγμά τους σε πορφυρό και μαλακό ύφασμα, την τοποθέτησή τους σε κατάχρυση θήκη, ύστερα σε λάκκο που καλύφθηκε με πέτρες και από πάνω με χώμα. Στη συνέχεια παρατέθηκε νεκρόδειπνο, δεν τελέστηκαν όμως νεκρικοί αγώνες, όχι μόνο γιατί δεν ταίριαζαν με την κατάσταση πολιορκίας και με τη σύντομη ανακωχή, αλλά και γιατί ο ποιητής με τις επιλογές του έδωσε όλη την έμφαση στην ίδια την ταφή, προσφέροντας ιδιαίτερα εσωτερικές σκηνές και ένα ήρεμο και απλό κλείσιμο. Ωστόσο η ποικιλία στη γλώσσα και στις τελετουργικές λεπτομέρειες είναι εντυπωσιακή (Ψ 257, Ω 791-801· πρβ. Η 433-6, ω 71-92).
Από άποψη δομική, θα λέγαμε ότι το έπος κλείνει όπως είχε αρχίσει: μία από τις πρώτες σκηνές του έπους ήταν η σκηνή του λοιμού στο αχαϊκό στρατόπεδο και της πυράς για την καύση των νεκρών και μία από τις τελευταίες η πυρά για την καύση του Έκτορα και η ταφή του. (Εικ. 27, 28, 29, 30)
3 U. von Wilamowitz, Die Ilias und Homer. Βερολίνο 1916, σ. 103· N. Richardson, ΟμήρουΙλιάδα. Κείμενο και Ερμηνευτικό υπόμνημα. τ. ΣΤ, ραψωδίες Φ-Ω. Επιμ. Α. Ρεγκάκος - Μετ. Μαρία Νούσια. Θεσσαλονίκη: University Studio Press 2005, σ. 272· J. Griffin, Homer on Life and Death. Oxford 1980, 138 αντίστοιχα.