Ο Έκτορας στα πλοία των Αχαιών
Με αυτό στον νουν έσπρωχνε ο Ζευς επάνω στα καράβια
τον Πριαμίδην Έκτορα που εμάνιζε και μόνος
ελύσσ΄ αυτός όσο λυσσά ο λογχοσείστης Άρης,
ή σ΄ όρος μεγαλόδενδρον φλόγα κακή θεριεύει·
αφροκοπά το στόμα του, κάτω από τ΄ άγρια φρύδια
τα μάτια του λαμποκοπούν, και, όπως πολεμούσε,
τρομακτικό στους μήλιγγες το κράνος εσειόνταν˙
είχε βοηθόν τον ίδιον Κρονίδη απ΄ τον αιθέρα,
οπού από τόσους ήρωες εδόξαζε κι ετίμα
εκείνον ότι λιγοστές είχε να ζήσ΄ ημέρες.
Ότ΄ ήδη εσήκων΄ η Αθηνά την σκοτεινήν ημέραν
επάνω του απ΄ την δύναμιν να πέσει του Αχιλλέως.
Και όπ΄ έβλεπε πυκνότερες τες καλοαρματωμένες
τάξες ανδρών δοκίμαζεν εδώ κι εκεί να σπάσει·
αλλά δεν το κατόρθωνεν μ΄ όσην και αν είχε λύσσαν
ότι βαστούσαν πυργωτοί σαν πήκτρα μορφωμένοι,
σαν βράχος που σ΄ ακρογιαλιά την κορυφήν του υψώνει,
άσειστος μένει στες ορμές των σφυρικτών ανέμων
και στα μεγάλα κύματα που επάνω του ξερνούνται.
Ομοίως άσειστ΄ οι Αχαιοί εδέχοντο τους Τρώας.
Και όλος ζωσμένος αστραπές έπεσε μες στο πλήθος
μ΄ όσην ορμήν τα κύματα μες στο καράβι πέφτουν
σφοδρά θρεμμένα άνεμον, που εγέννησαν τα νέφη˙
σκεπάζετ΄ όλο απ΄ τους αφρούς, ανέμου λύσσα τρίζει
εις τα πανιά και των ναυτών τρέμ΄ η καρδιά από φόβον,
τι ο θάνατος μια σπιθαμή μακριά τους είναι ακόμη·
όμοια σπαρτάριζε η καρδιά στων Αχαιών τα στήθη.
Και ως λέοντας κακόβουλος αν πέσει σ΄ αγελάδες
που άπειρες βόσκουν εις πλατύ ποτιστικό λιβάδι,
και τύχη ανήξερος βοσκός που δεν γνωρίζει ακόμη
να μάχεται με φονικό θεριό για τ΄ αγελάδια,
βαδίζει με τες ύστερες, βαδίζει με τες πρώτες
και ωστόσο αυτό στες μεσινές ορμά και τρώγει μίαν,
κι οι άλλες φεύγουν σκορπιστές˙ παρόμοια τους Αργείους
του Έκτορος και του Διός εκυνηγούσε ο τρόμος.
Τον Μυκηναίον φόνευσε τον Περιφήτην μόνον˙
[ …]
δόξαν τότ΄ έδωκε λαμπρήν του Έκτορος εκείνος
ότι ως εστράφη εκτύπησε στον γύρον της ασπίδος
οπού ως τες φτέρνες έφθανε προφυλακή στα βέλη˙
εμπλέχθη και ανασκέλησε˙ και ως έπεσε στο χώμα
τρομαχτικά στους μήλιγγες εκρότησε το κράνος.
Τον είδ΄ ο Έκτωρ κι έδραμε και του ΄μπηξε την λόγχην
στο στήθος και τον φόνευσε στα μάτια των συντρόφων,
κι εκείνοι, αν και περίλυποι, τον φίλον δεν βοηθήσαν,
ότι τον θείον Έκτορα ετρόμαζε η ψυχή τους.
Στα πλοία αντίκρυ εβρέθηκαν, κι εμπήκαν εις τον κύκλον
των ακρινών κατάγιαλα, κατόπι τους και οι Τρώες,
Και από τα πρώτα να συρθούν τους έφερεν η ανάγκη,
και στες σκηνές τους στάθηκαν αυτού συναθροισμένοι,
δεν εσκορπίσαν στον στρατόν, απ΄ εντροπήν και φόβον,
ως με ακατάπαυστην βοήν αντιπαρακινούντο,
και μάλιστα των Αχαιών το στήριγμα, ο Νηλείδης,
στ΄ όνομα των γονέων τους παρακαλούσεν όλους:
[…]
Και με βοήν τρομακτικήν φωνάζει [ο Αίας] τους Αργείους
να σώσουν τα καράβια τους και τες σκηνές· αλλ΄ ούτε
ο Έκτωρ πλέον έμενε στες φάλαγγες των Τρώων˙
αλλ΄ ως αετός ακράτητος που χύνετ΄, όπου βόσκουν
πτηνά μεγάλα και πολλά στου ποταμού την άκρην,
γερανών πλήθος, ή χηνών, ή κύκνων μακρολαίμων,
ίσια σ΄ ένα μαυρόπλωρο καράβι εχύθη ομοίως
ο Έκτωρ τότε και όπισθεν τον άμπωθε με χέρι
απέραντον ο βροντητής και όλα μαζί τα πλήθη.
Και πάλιν έγινεν αψιά προς τα καράβια μάχη.
[…] ο Έκτωρ
έπιασε καλοθάλασσο καράβι από την πρύμνην,
οπού τον Πρωτεσίλαον ανέβασε στην Τροία
αλλά δεν τον ξανάφερεν οπίσω εις την πατρίδα.
[ …]
Και ο Έκτωρ δεν απάφηνε την πρύμνην που ΄χε πιάσει,
και τ΄ ακροστόλι σφίγγοντας εφώναξε των Τρώων:
«Φέρτε φωτιά, και όλοι βοήν σηκώσετε πολέμου.
Όλα πλερών΄ η μέρ΄ αυτή που μας χαρίζ΄ ο Δίας,
τα πλοία να πατήσομε που αντίθετα μας ήλθαν
εδώ και πάμπολλα κακά μας έκαμαν ως τώρα.
Και οι γέροι πταίουν, που οι δειλοί, στες πρύμνες να βροντήσω
τον πόλεμον δεν μ΄ άφηναν και τον λαόν κρατούσαν.
Και αν τότε μας εζάλισε το πνεύμα ο βροντοφόρος,
ο ίδιος τώρα μας κινεί και σπρώχνει την ψυχήν μας».
Είπε, και αυτοί σφοδρότερα στους Αχαιούς ορμήσαν
και ο Αίας πλια δεν έμενε, πνιγμένος απ΄ τα βέλη·
(Όμ. Ιλ., Ο 603-727, μετ. Ι. Πολυλάς)