Ο θρήνος της Ελένης
«Ω Έκτωρ μου, ο ακριβότερος των αδελφών του ανδρός μου,
κι είν΄ άνδρας μου ο θεόμορφος Αλέξανδρος που εμένα
εδώ στην Τροίαν έφερε˙ να΄χα πεθάνει πρώτα.
Χρόνοι επεράσαν είκοσιν αφ΄ ότου εκείθεν ήλθα
και άφησα την πατρίδα μου· και απ΄ τα δικά σου χείλη
λόγον ποτέ δεν άκουσα κακόν να με πικράνει.
Και αν κάποιος απ΄ τους αδελφούς ή από τες αδελφές σου
ή από τες συννυφάδες μου με απόπαιρνεν ή ακόμη
η πεθερά μου - ο πενθερός με αγάπα ωσάν πατέρας -
συ μόνος τον ημέρωνες με λόγια μελωμένα
με την αγαθοσύνην σου· για τούτο σένα κλαίω
και αντάμα εμέ την άμοιρην και σχίζεται η καρδιά μου.
Ότι κανείς δεν μόμεινεν εις όλην την Τρωάδα
να είναι φίλος της καρδιάς και μ΄ αποστρέφοντ΄ όλοι».
(Όμ. Ιλ., Ω 763-776, μετ. Ι. Πολυλάς)