Ο θρήνος της Εκάβης
«Έκτωρ, ω το ακριβότερο απ΄ όλα τα παιδιά μου,
και όταν μου εζούσες, οι θεοί, γλυκέ μου, σ΄ αγαπούσαν
και τώρα μες στον θάνατον ακόμη σε λυπούνται.
Τ΄ άλλα παιδιά μου, όσα ΄πιανεν ο γρήγορος Πηλείδης
απόπερ΄ απ΄ την θάλασσαν στα ξένα τα επουλούσε
στην Λήμνον την σκοταδερή, στην Σάμον και στην Ίμβρον·
και συ αφού σ΄ ενέκρωσεν η λόγχη του και γύρω
του φίλου οπού του εφόνευσες τον τάφον σ΄ έχει σύρει,
και όμως με αυτό δεν έκαμε τον φίλον ν΄ αναζήσει,
εμπρός μου τώρα δροσερός και ανέγγιχτος στο σπίτι
κείτεσαι, ωσάν τον άνθρωπον που την ψυχήν του επήρε
ο Φοίβος ο αργυρότοξος με τ΄ άλυπά του βέλη».
(Όμ. Ιλ., Ω 749-760, μετ. Ι. Πολυλάς)