ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
η κόρη οπού της χρυσής ομοίαζε Αφροδίτης
(Όμ., Ιλ. Ω 699)
Κόρη του Πρίαμου και της Εκάβης, δίδυμη αδελφή του Έλενου. Όταν γεννήθηκαν, οι γονείς τέλεσαν γιορτή στον ναό του Θυμβραίου Απόλλωνα, λίγο έξω από τα τείχη της πόλης.[7] Το βράδυ, ο Πρίαμος και η Εκάβη, κουρασμένοι και μάλλον μεθυσμένοι, αποχώρησαν λησμονώντας τα παιδιά στον ναό που αποκοιμήθηκαν κουρασμένα από το παιχνίδι. Την άλλη μέρα τα αναζήτησαν και τα βρήκαν να κοιμούνται, ενώ δίπλα τους δύο φίδια τους έγλειφαν τα αυτιά καθαρίζοντάς τα. Ο Πρίαμος και η Εκάβη άρχισαν να φωνάζουν και τα φίδια κρύφτηκαν στις ιερές δάφνες του ναού. Στο μεταξύ, είχαν πετύχει να δώσουν στα μικρά το χάρισμα της μαντικής, όπως το είχαν κάνει και σε άλλες περιπτώσεις μάντεων (Ίαμος, Μόψος, Πολύιδος, Τειρεσίας, Μελάμποδας). Για την Κασσάνδρα λεγόταν ότι προέλεγε το μέλλον μετά από θεϊκή έμπνευση, όπως η Σίβυλλα και η Πυθία, σε κατάσταση παραληρήματος, ενώ ο Έλενος ερμήνευε τις κινήσεις και τις κραυγές των πουλιών (οιωνοσκοπία). Άλλη εκδοχή θέλει τον ίδιο τον θεό Απόλλωνα, ερωτευμένο με την Κασσάνδρα, να αγωνίζεται για να την αποκτήσει -σαν παλαιστής, τυλίγοντάς με με τον αέρα της γοητείας του (Αισχ., Αγ. 1206)- και να ζητά να του δοθεί με αντάλλαγμα την τέχνη της μαντικής. Η Κασσάνδρα δέχθηκε αλλά πάτησε τη συμφωνία με τον θεό. Ενώ, δηλαδή, εκείνος της έδωσε το χάρισμα, εκείνη αρνήθηκε να ενωθεί μαζί του. Και ο Απόλλωνας έφτυσε στο στόμα της -ένα τελευταίο φιλί;- για να μη δίνει κανένας πίστη στις προφητείες της (πρβ. τον μύθο του Πολύιδου και του Γλαύκου). Το χάρισμα της μαντικής παρέμεινε, όχι όμως της πειθούς. Σύμφωνα με τον τραγικό ποιητή Λυκόφρονα, η ηρωίδα έμενε φυλακισμένη από τον ίδιο της τον πατέρα γιατί δεν την άντεχε άλλο να θρηνεί συνέχεια και να προφητεύει δεινά, έδωσε όμως εντολή να καταγράφουν τα λεγόμενά της.
Όταν ο Πάρης προσέπεσε ικέτης στον βωμό του Δία, προκειμένου να σωθεί από τις επιθετικές διαθέσεις των αδελφών του, η μάντισσα αδελφή του τον αναγνώρισε, χάρη στις μαντικές της ικανότητες, ως τον θεωρούμενο χαμένο ή νεκρό γιο του Πρίαμου και της Εκάβης. (Εικ. 103, 104, 105) Με τις ικανότητες πάλι «είδε» και τις συμφορές που θα έφερνε ο Πάρης στην Τροία και με πέλυκυ θέλησε να τον σκοτώσει. (Εικ. 106) Τις ίδιες προφητείες είπε και όταν ο αδελφός της πήγε στη Σπάρτη και όταν την έφερε στο Ίλιον. Προειδοποίησε τους Τρώες αλλά εκείνοι δεν την πίστεψαν. Όταν ο αδελφός της Έκτορας πέθανε από το χέρι του Αχιλλέα και ο πατέρας της Πρίαμος πήγε στο αχαϊκό στρατόπεδο και στη σκηνή του Αχιλλέα, πρώτη αυτή από τα τείχη τον είδε να επιστρέφει με τη σορό του Έκτορα. Προσπάθησε ακόμη, το ίδιο και ο ιερέας του Απόλλωνα Λαοκόων, να πείσει τους Τρώες να μη βάλουν μέσα στην πόλη τον Δούρειο Ίππο, γιατί είχε προδεί την καταστροφή της πόλης της. (Εικ. 319, 320, 321, 322) Ο Όμηρος παραδίδει ότι κάποιος Τρωαδίτης ήρωας, ο Οθρυονέας, την είχε ζητήσει σε γάμο δίνοντας την υπόσχεση στον Πρίαμο ότι θα έδιωχνε τους πολιορκητές από την Τροία, σκοτώθηκε όμως από τον Ιδομενέα. Πάντως, στην Ιλιάδα τίποτε δεν μαρτυρείται περί προφητικών ικανοτήτων της Κασσάνδρας.
Μετά την άλωση της Τροίας, η Κασσάνδρα κατέφυγε στον ναό της Αθηνάς και προσέπεσε ικέτης στο άγαλμα της θεάς αγκαλιάζοντάς το. Ο Αίας ο Λοκρός δεν σεβάστηκε την ικεσία, την τράβηξε από τα μαλλιά, οπότε το άγαλμα σείσθηκε από τη βάση του, και τη βίασε μέσα στον ναό. Οι Αχαιοί αγανάκτησαν με την ιεροσυλία και θέλησαν να λιθοβολήσουν τον Αίαντα, ο οποίος προσέπεσε ικέτης στον βωμό της θεάς που είχε προσβάλει με τη συμπεριφορά του. Οι Έλληνες σεβάστηκαν την ικεσία του… (Εικ. 323, 324, 325, 326, 327, 328, 329, 330, 331, 332, 333, 334, 335, 336, 337, 338, 339, 340, 341, 342, 343, 344, 345)
Όταν οι κατακτητές μοιράσθηκαν τις γυναίκες των ηττημένων, η Κασσάνδρα έπεσε στον κλήρο του Αγαμέμνονα, ο οποίος την ερωτεύθηκε και την πήρε μαζί του στις Μυκήνες. (Εικ. 346) Στον Αγαμέμνονα του Αισχύλου αυτό συνιστά μια βασική αιτία του εγκλήματος της Κλυταιμνήστρας, καθώς ξεσηκώνεται η ζήλεια της γυναίκας για την ερωμένη και η απέχθεια για τον άνδρα-σύζυγο που ζητά από τη σύζυγο να καλοδεχτεί τη νέα αγαπημένη. Τόσο στον Αγαμέμνονα όσο και στις Τρωάδες του Ευριπίδη η Κασσάνδρα κινείται ανάμεσα στο βακχικό παραλήρημα και την προφητεία, μαινάδα γυναίκα παραδομένη στον Διόνυσο, προφήτισσα παραδομένη στον Απόλλωνα. Σε μια παρωδία του υμεναίου στις Τρωάδες, κάτι που μόνο από μια γυναίκα σε κατάσταση βακχικής μανίας θα μπορούσε (ήταν επιτρεπτό) να συμβεί στην τραγωδία, η νεαρή Κασσάνδρα οραματίζεται την τέλεση των γάμων της με τον Αγαμέμνονα και στη συνέχεια προφητεύει το ολέθριο τέλος τους. Πράγματι, η τύχη της ενώθηκε με τη δική του: όταν έφθασαν στις Μυκήνες δολοφονήθηκαν και οι δύο από την Κλυταιμνήστρα και τον Αίγισθο. (Εικ. 347, 348) Όταν ο Οδυσσέας «κατέβηκε» στον Άδη, για να συνομιλήσει για το ταξίδι της επιστροφής του στην Ιθάκη με τον Τειρεσία, ο νεκρός Αγαμέμνονας του μίλησε με θλίψη για την Κασσάνδρα, καθώς περιέγραφε τις τελευταίες τους στιγμές: Μα ακόμη πιο σπαραχτική άκουσα τη φωνή της κόρης του Πριάμου, / της Κασσάνδρας, την ώρα που τη σκότωνε πανούργα η Κλυταιμνήστρα / πλάι και πάνω μου (λ 421-422, μετ. Δ.Ν. Μαρωνίτης). Στο μεταξύ, και πριν το τέλος, η Κασσάνδρα λεγόταν ότι απέκτησε δύο δίδυμους γιους με τον Αγαμέμνονα, τον Τηλέδαμο και τον Πέλοπα, που κι εκείνοι σκοτώθηκαν από το σπαθί των δύο εραστών των Μυκηνών. Οι Μυκηναίοι έδειχναν τους τάφους τους δίπλα στων γονιών τους (Παυσανίας 2.16.6).
Και άλλες πόλεις διεκδικούν το επεισόδιο του θανάτου του Αγαμέμνονα και της Κασσάνδρας και σε διάφορες πόλεις λατρευόταν η προφήτισσα άλλοτε με το όνομα Αλεξάνδρα και άλλοτε ως Πασιφάη, μια και τα φανέρωνε όλα. Στις Αμύκλες, για παράδειγμα, πιο κάτω από τη Σπάρτη, είχαν ταυτίσει την Κασσάνδρα με μια τοπική ηρωίδα, την Αλεξάνδρα, και της έστησαν ιερό με το άγαλμά της. Ως Αλεξάνδρα λατρευόταν και στα Λεύκτρα της ανατολικής Μεσσηνίας, στον Κόλπο, όπου πιστευόταν ότι είχε ταφεί. Το ίδιο και σε ιερό στις Θαλάμες, βόρεια του Οίτυλου στη Λακωνία, όπου λατρευόταν μαζί με τον Ήλιο (Πλούτ., Άγις 9.2· Παυσ. 2.16, 3.19, 3.26).
Με το όνομα Αλεξάνδρα η όμορφη κόρη του Πριάμου αποτελεί το κύριο πρόσωπο του ομώνυμου προφητικού ποιήματος του Λυκόφρονα, ενός χαλκιδαίου ποιητή του 4ου αι. π.X., γραμμένο την εποχή που οι Ρωμαίοι άρχισαν να παρεμβαίνουν στα ελληνικά πράγματα. Σύμφωνα με τον ποιητή οι Δαύνιοι κάτοικοι της Απουλίας είχαν στήσει ιερό της Κασσάνδρας κοντά στη λίμνη Σάλπη. Εκεί προσέφευγαν ικέτιδες οι κόρες που δεν ήθελαν για συζύγους τους άνδρες με τους οποίους τις είχαν αρραβωνιάσει και προτιμούσαν να μείνουν ανύπαντρες παρά να περάσουν τη ζωή τους με άνδρα άσχημο ή από ταπεινή γενιά· ντύνονταν στα μαύρα και άλειφαν το πρόσωπό τους με κίτρινο χρώμα. (Εικ. 349, 350, 351, 352)