Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση
Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια
των Δ. Ν. Μαρωνίτη και Λ. Πόλκα
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών
10.4. Αθηνά - Οδυσσεύς
Όσο για την Αθηνά, επιστρέφει στα δρώμενα του έπους μετά το τέλος των «Απολόγων», αναλαμβάνοντας πάλι προγραμματικό ρόλο, στην αιχμή μάλιστα μετάβασης από τον εξωτερικό στον εσωτερικό νόστο του ήρωα. Βρισκόμαστε στην αρχή της δέκατης τρίτης ραψωδίας. Μετά από ολοήμερη αναμονή του ήρωα, καθώς πέφτει το βράδυ, αρχίζει η ετοιμασία για την προπομπή του: αποχαιρετισμός στον Αλκίνοο και στην Αρήτη, σπονδή, κάθοδος στην παραθαλάσσια ακτή, επιβίβαση στο καράβι, ύπνος βαθύς, όμοιος με θάνατο, ταξίδι προς Ιθάκη. Σ᾽ αυτό ακριβώς το σημείο ο ποιητής παραθέτει τους επόμενους σημαδιακούς στίχους (ν 86-92):
Έτρεχε το καράβι σταθερό και σίγουρο· μήτε γεράκι,
το γοργότερο πετούμενο, δεν θα μπορούσε να το φτάσει.
Σαν το γεράκι και το πλοίο πετώντας έσχιζε το θαλάσσιο κύμα,
τον άντρα ταξιδεύοντας, που η στόχασή του έμοιαζε θεού·
ένας που τόσα πάθη πόνεσε η γενναία ψυχή του,
που πέρασε ανδρείους πολέμους, άγρια κύματα της θάλασσας,
τώρα ατάραχος κοιμόταν, λησμονώντας τ᾽ αμέτρητα παθήματά του.
Υπάρχουν πολλά σήματα, που επιτρέπουν να αναγνωρίσουμε εδώ το δεύτερο προοίμιο του έπους. Πρόκειται για τομή που τέμνει το έπος στη μέση. Η διαίρεση αυτή στα δύο, με έντονη και βαθιά τη γραμμή του διαχωρισμού, ενισχύεται και με άλλα επιμέρους μοτίβα και υποδηλώσεις· στοιχεία που δείχνουν πως το πρώτο μέρος του έπους περατώθηκε και αναμένεται τώρα το δεύτερο.
Ο βαθύς, παρ᾽ ολίγον θανάσιμος, ύπνος του ήρωα λειτουργεί ως γέφυρα και συνάμα ως χάσμα ανάμεσα στα δύο μέρη του έπους· η λήθη όλων των προηγούμενων παθών από τον ίδιο τον ήρωα (λελασμένος ὅσσ᾽ ἐπεπόνθει στο πρωτότυπο) προτείνεται και στον ακροατή, ο οποίος καλείται να λησμονήσει όσα πάθη του Οδυσσέα προηγήθηκαν, για να υποδεχθεί τη δοκιμασία και τα άθλα του που θα ακολουθήσουν. Η αίσθηση εξάλλου ότι ο ποιητής συντάσσει εδώ δεύτερο προοίμιο, προκύπτει και από το γεγονός ότι σημαίνουσες λέξεις και εκφράσεις του ανακαλούν το πρώτο προοίμιο: ο στίχος, λόγου χάριν, 90 της δέκατης τρίτης ραψωδίας ὃς πρὶν μὲν μάλα πολλὰ πάθ᾽ ἄλγεα ὃν κατὰ θυμόν επαναλαμβάνει σχεδόν επί λέξει τον στίχο 4 της πρώτης ραψωδίας: πολλὰ δ᾽ ὅ γ᾽ ἐν πόντῳ πάθεν ἄλγεα ὃν κατὰ θυμόν.
Αυτή την τομή, που υπόσχεται συνάμα συνέχεια, έρχεται να επικυρώσει η Αθηνά, προγραμματίζοντας, τώρα μαζί με τον Οδυσσέα, τα δρώμενα του δεύτερου μέρους, τα οποία σκοπεύουν στη μνηστηροφονία, με τα προηγούμενα και τα παρεπόμενά της.
Οι Φαίακες αφήνουν ενύπνιο τον Οδυσσέα στο λιμάνι του Φόρκυνα. Ο Οδυσσέας ξυπνά, δεν αναγνωρίζει όμως την Ιθάκη, γιατί η Αθηνά την έχει περιβάλει με θολή νεφέλη - πρώτο σήμα για τη μέθοδο της παράλλαξης, που θα ασκηθεί σε όλο το μήκος του δεύτερου μέρους, ενόψει της μνηστηροφονίας. Αμήχανος μπροστά στο παραλλαγμένο νησί, που δεν το αναγνωρίζει, νιώθει ο Οδυσσέας ανακούφιση, όταν παρουσιάζεται μπροστά του ένα νεαρό βοσκόπουλο. Είναι η Αθηνά, παραλλαγμένη κι αυτή, όπως η Ιθάκη. Στην ερώτηση του Οδυσσέα ποιος είναι ο αγνώριστος τόπος όπου βρέθηκε, η μεταμορφωμένη θεά εκθειάζει τη φήμη της Ιθάκης. Εκείνος ωστόσο δεν φανερώνει αμέσως τη δική του πραγματική ταυτότητα: διηγείται μια πλαστή ιστορία, την πρώτη στο έπος, για την οποία μιλήσαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο. Η Αθηνά χαμογελά και τον χαϊδεύει.
Έτσι προγραμματίζεται με τρία σήματα η μέθοδος που θα κριθεί αποτελεσματική για την επικείμενη μνηστηροφονία: παράλλαξη χώρου, παράλλαξη όψης, παράλλαξη λόγου. Αυτή τη μέθοδο την ορίζουν και τη συμμερίζονται η Αθηνά κι ο Οδυσσέας, με υποβολέα τον ποιητή, που τους εμπιστεύεται τη συνέχεια του έπους του. Ακολουθεί το σχέδιο εφαρμογής. Πρώτα θεά και ήρωας ανταλλάσσουν τις ενδιάμεσες εμπειρίες τους. Ασφαλίζουν μετά μαζί τα δώρα των Φαιάκων σε παραπλήσια σπηλιά. Τέλος, κάθονται ο ένας δίπλα στον άλλον κάτω από μια ελιά και συναποφασίζουν τον τρόπο αντίδρασης και δράσης. Και η δεκάτη τρίτη ραψωδία καταλήγει (ν 439-440):
Κι αφού τα βρήκαν μεταξύ τους και συμφώνησαν,
πήρε τον δρόμο του ο καθένας.
Συμπέρασμα: τα στοιχεία που συστήνουν στην αρχή του έπους τον προγραμματικό ρόλο της Αθηνάς, εδώ επαναλαμβάνονται και συμπληρώνονται, ώστε το πρόγραμμα να ανταποκριθεί στις συνθετικές απαιτήσεις τώρα του δεύτερου μέρους. Η θεά, μεταμορφώνεται πάλι, κινείται και παρακινεί. Το θέμα ωστόσο της μεταμόρφωσης τη φορά αυτή διευρύνεται. Στη διπλή μεταμόρφωση της Αθηνάς αντιστοιχεί η παραμόρφωση του Οδυσσέα. Η σωματική παράλλαξη επεκτείνεται, όπως είδαμε, στις περιοχές του χώρου και του λόγου. Εφεξής η παράλλαξη και ο δόλος θα αποτελέσουν (αμυντικά στην αρχή, επιθετικά ύστερα) μέσα, με τα οποία ο ήρωας θα διασφαλίσει την επιτυχία της μνηστηροφονίας. Στο μεταξύ, οι πλαστές διηγήσεις του Οδυσσέα θα πολλαπλασιαστούν, ενώ ο δόλος του θα μεταβιβαστεί στη συμπεριφορά λιγότερο του Τηλεμάχου και περισσότερο της Πηνελόπης (το αγώνισμα του τόξου, με το οποίο προάγεται η μνηστηροφονία, είναι δική της ιδέα, δεύτερη μετά το προηγούμενο τέχνασμα του ιστού).
Αλλά και το θέμα της κίνησης και της μετακίνησης διπλασιάζεται: μεταφέρεται από τον Οδυσσέα στον Τηλέμαχο, με διάμεσο πάντα αγωγό την Αθηνά. Γενικότερα, στην αφετηρία και του δεύτερου μέρους ο ποιητής αναθέτει πάλι στην Αθηνά την εξαγγελία του συνθετικού του σχεδίου, τώρα όμως με συνεργό τον Οδυσσέα. Θεά και ήρωας συμβάλλονται στην κοινή αυτή υπόθεση, καθώς και οι δύο διαθέτουν εφευρετικό και πολύτροπο νου, ομόλογη, όπως ομολογεί η Αθηνά, βουλήν και μῆτιν.
Η συνεργασία αυτή ευοδώνεται και από το γεγονός ότι ο αντίπαλος θεός του νόστου, ο Ποσειδών, κάνει την τελευταία του εμφάνιση στο πρώτο μέρος της δέκατης τρίτης ραψωδίας, και μετά εξαφανίζεται (ν 125-187). Μόλις αποθέτουν κοιμισμένο τον Οδυσσέα οι φαίακες ναυτικοί στην ακτή του Φόρκυνα, ο Ποσειδών, που τους παίρνει είδηση, εξανίσταται, εκφράζοντας έντονη διαμαρτυρία στον Δία. Ισχυρίζεται πως κανείς θεός και θνητός πλέον δεν θα τον τιμήσει, εφόσον οι Φαίακες, φύτρα δική του, τον αγνόησαν, μεταφέροντας (σώο, αβλαβή, με τιμές και πολύτιμα δώρα) τον Οδυσσέα στην Ιθάκη, τον νόστο του οποίου ο ίδιος δεν τον είχε τελεσίδικα αρνηθεί, τον θέλησε όμως εμποδισμένο με πάθη και βάσανα.
Ο Δίας απορρίπτει την υπόθεση της υποτίμησης του Ποσειδώνα από τους άλλους θεούς (κάτι τέτοιο, λέει, αντιβαίνει στην εξέχουσα θέση του μέσα στο δωδεκάθεο). Αν όμως η προσβολή προέρχεται από θνητούς, δικαιούται ο Ποσειδών να αντιδράσει όπως νομίζει. Οπότε εκείνος προκρίνει να πληρώσουν οι Φαίακες με δύο ποινές την αστόχαστη προπομπή του Οδυσσέα στην Ιθάκη με δικό τους καράβι: στον γυρισμό τους, το καράβι να μαρμαρώσει καταμεσής του πελάγους· ένα ψηλό βουνό να αποκλείσει τριγύρω την πόλη τους. Ο Δίας εγκρίνει τη σκέψη του Ποσειδώνα, διαβαθμίζοντας ωστόσο τα δύο μέρη της: να προηγηθεί, λέει, μπροστά στα έκπληκτα μάτια των Φαιάκων το μαρμάρωμα του καραβιού· μετά να αποκλειστεί η πόλη με περίγυρο βουνό. Ως προς το πρώτο μέρος της, η απειλή του Ποσειδώνα πραγματοποιείται αμέσως. Κατάπληκτοι οι μαζεμένοι στο λιμάνι Φαίακες βλέπουν ξαφνικά το πλοίο τους γυρίζοντας να πετρώνει στην ανοιχτή θάλασσα. Μεσολαβεί όμως ο Αλκίνοος, ο οποίος αναθυμάται τώρα έναν ξεχασμένο χρησμό, που προέλεγε τη διπλή αυτή εκδίκηση του Ποσειδώνα, και προτείνει να θυσιάσουν δώδεκα ταύρους στον θυμωμένο θεό, μήπως τους λυπηθεί και δεν πλακώσει την πόλη τους μ᾽ ένα θεόρατο όρος. Η θυσία τελείται δίχως καθυστέρηση, ο ποιητής ωστόσο αφήνει τον ακροατή μετέωρο: δεν λέει λέξη για τη θετική ή την αρνητική αντίδραση του Ποσειδώνα σ᾽ αυτή τη θυσιαστική ικεσία των Φαιάκων. Ξαναγυρίζουμε τώρα στην Αθηνά.
Δ. Ν. Μαρωνίτης