Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση
Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια
των Δ. Ν. Μαρωνίτη και Λ. Πόλκα
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών
9.10. Ἆθλα ἐπὶ Πατρόκλῳ - Ἕκτορος λύτρα
Στις δύο τελευταίες ραψωδίες του έπους τα πολεμικά δρώμενα υποχωρούν. Μένουν ωστόσο ακόμη σε εκκρεμότητα τα νεκρά σώματα του Πατρόκλου και του Έκτορα. Αυτή η διπλή εκκρεμότητα ρυθμίζεται τώρα, σκοπεύοντας σε ομόλογο στόχο, που είναι η έντιμη ταφή των δύο ηρώων. Στην περίπτωση του Πατρόκλου η έντιμη τελετή καταλαμβάνει όλο το μήκος της εικοστής τρίτης ραψωδίας. Στην περίπτωση του Έκτορα εκβάλλει στο τέλος της εικοστής τέταρτης ραψωδίας ως επίλογος ενός δραματοποιημένου διαλόγου ανάμεσα στον Αχιλλέα και στον Πρίαμο, ο οποίος αποφασίζεται και προγραμματίζεται από τον Δία.
Η εικοστή τρίτη ραψωδία (επιγράφεται «Ἆθλα ἐπὶ Πατρόκλῳ») μοιράζεται σε τρία μέρη: στο πρώτο μέρος εντοπίζονται η θρηνητική πρόθεση του νεκρού Πατρόκλου (στον θρήνο συμμετέχει και η Θέτις) και η εμφάνιση του φάσματός του στον μοναχικό, παράλιο ύπνο του Αχιλλέα· απαιτεί ο Πάτροκλος την άμεση ταφή του, προλέγοντας τον επικείμενο θάνατο του αγαπημένου εταίρου, παρακαλώντας να σμίξει τότε στην ίδια τεφροδόχο η δική του τέφρα με την τέφρα του φίλου του. Στο δεύτερο μέρος συντάσσονται όλα τα στοιχεία της ταφής: ετοιμασία της πυράς, θυσία ζώων και αιχμαλώτων, αποχαιρετισμός του νεκρού, καύση, συλλογή των οστών και της τέφρας, επιτάφιος τύμβος. Στο τρίτο και εκτενέστερο μέρος προκηρύσσονται και τελούνται τα επιτάφια άθλα με τα αντίστοιχα έπαθλα.
Στο μεταξύ, παρεμβάλλονται (Ψ 182-191) στοιχεία για τον συνεχιζόμενο εκδικητικό αικισμό του νεκρού Έκτορα από τον Αχιλλέα, ο οποίος όμως ενδιαμέσως θεραπεύεται με την προστατευτική και εξωραϊστική επέμβαση της Αφροδίτης και του Απόλλωνα: εκείνη αποδιώχνει μέρα νύχτα τα αρπαχτικά σκυλιά και μυρώνει με αθάνατο ροδέλαιο το πληγωμένο σώμα· εκείνος επιφέρει από τον ουρανό στη γη ένα γαλάζιο σύννεφο, ισκιώνοντας τον τόπο, ώστε ο αμείλικτος ήλιος να μη μαραζώσει το δέρμα, τα νεύρα και τα μέλη του νεκρού.
Αυτό εξάλλου το θέμα γεφυρώνει την εικοστή τρίτη με την εικοστή τέταρτη ραψωδία. Μετά το δείπνο όλοι πηγαίνουν για ύπνο. Μόνος, νηστικός και άγρυπνος, παραμένει ο Αχιλλέας, θρηνώντας για τον χαμό του φίλου του, κυριευμένος από τον πόθο της αρρενωπής ομορφιάς του και από την ανάμνηση των κοινών τους κατορθωμάτων και παθών. Ανίκανος να ηρεμήσει, πηγαινοέρχεται ξέφρενος στην ακρογιαλιά, περιμένοντας πότε θα ξημερώσει. Τότε προσδένει στο άρμα και διασύρει το σώμα του Έκτορα γύρω από τον τύμβο του Πατρόκλου, προτού το αφήσει πίστομα πάνω στη σκόνη. Μεσολαβεί όμως πάλι ο Απόλλων αποτρέποντας όλες τις βλάβες και καλύπτοντας με τη χρυσή του ασπίδα το γυμνό κορμί, για να μη γδαρθεί από τον άγριο διασυρμό (Ω 1-21).
Το αποτρόπαιο θέαμα προκαλεί τη συμπάθεια και την οργή των άλλων θεών, οι οποίοι παροτρύνουν τον Ερμή να κλέψει το διασυρόμενο σώμα. Η Ήρα όμως και η Αθηνά αντιστέκονται, επιμένοντας στο μίσος τους για την Τροία και τον Πάρη, εξαιτίας της μεροληπτικής εκείνης κρίσης του, με την οποία τις απέρριψε, ενδίδοντας από λαγνεία στη γοητεία και στην υπόσχεση της Αφροδίτης. Έντεκα μέρες οι θεοί ταλαντεύονται. Τη δωδέκατη (σε θεών αγορά, που την εποπτεύει ο Δίας) παίρνει τον λόγο ο Απόλλων: αγανακτεί με την αναλγησία των θεών για τον Έκτορα, τη γυναίκα και τον γιο του, αλλά και με την ακατανόητη ανοχή τους απέναντι στον ανελέητο Αχιλλέα, που κακοποιεί με βαναυσότητα το άψυχο σώμα ενός νεκρού. Η Ήρα εντούτοις διαφωνεί, επιμένοντας στην καταγωγική διαφορά μεταξύ Έκτορα και Αχιλλέα: θνητός ο ένας, από θνητό πατέρα και θνητή μάνα· γόνος θεάς ο άλλος, που τον γάμο της με τον θεοφίλητο Πηλέα τον επικύρωσαν με την παρουσία τους όλοι οι ολύμπιοι θεοί.
Στο σημείο αυτό επεμβαίνει πάλι ο Δίας και επιβάλλει τη δική του βουλή. Στην αρχή του λόγου του ελέγχει τη μεροληψία της Ήρας υπέρ του Αχιλλέα, εξισώνοντας τους δύο ήρωες, με κριτήριο την έμπρακτη ευσέβειά τους. Αμέσως μετά απορρίπτει ρητώς την πρόταση της απάτης (να κλέψει κρυφά από τον Αχιλλέα ο Ερμής το σώμα του Έκτορα) ως αταίριαστη στο ήθος και των δύο ηρώων. Αντ᾽ αυτού ο Δίας προβάλλει τη δική του διπλή εντολή: η Ίρις να καλέσει τη Θέτιδα στον Όλυμπο· η Ίρις να επισκεφθεί τον Πρίαμο στο κάστρο της Τροίας. Τα δύο κεφάλαια της εντολής εξειδικεύονται και εκτελούνται διαδοχικά.
Η Ίρις προσκαλεί τη Θέτιδα στον Όλυμπο από τη θαλάσσια σπηλιά της, όπου θρηνεί για τη θανάσιμη μοίρα του γιου της, μετά τον φόνο του Έκτορα. Την υποδέχεται με συμπάθεια ο Δίας, αναγνωρίζοντας το βαρύ της πένθος. Μετά την ενημερώνει: για την εξέγερση των άλλων θεών μπροστά στη συνεχιζόμενη κακοποίηση του νεκρού Έκτορα από τον Αχιλλέα· για την απόρριψη της πρότασης να κλέψει ο Ερμής το διασυρόμενο σώμα του ήρωα. Τέλος, εκθέτει τη δική του πρόταση: να βρεθεί η Θέτις, με δίχως καθυστέρηση, στο πλάι του γιου της· να του μιλήσει για την αγανάκτηση των άλλων θεών (αλλά και τη δική του), επειδή κρατεί αλύτρωτο ακόμη το σώμα του Έκτορα· να τον πιέσει να το απολυτρώσει. Στο μεταξύ, η Ίρις θα μεταβεί στην Τροία, για να πείσει τον Πρίαμο, φτάνοντας στα πλοία των Αχαιών και ικετεύοντας τον Αχιλλέα, να πάρει πίσω, αντί λύτρων, το νεκρό σώμα του γιου του.
Η Θέτις πραγματοποιεί αμέσως τη βουλή του Δία. Βρίσκει τον Αχιλλέα στη σκηνή του να στενάζει, παραμένοντας άφαγος, άγρυπνος και ανέραστος. Του ανακοινώνει το ολύμπιο μήνυμα, και εκείνος το αποδέχεται αδιαμαρτύρητα. Στη συνέχεια η Ίρις εκτελεί τη δεύτερη εντολή του Δία, διεξοδικά πάλι διατυπωμένη από τον θεό: ο Πρίαμος να επιχειρήσει την απολύτρωση του Έκτορα, προσφέροντας ανάλογα λύτρα στον Αχιλλέα· να προχωρήσει στο στρατόπεδο των Μυρμιδόνων συνοδευμένος μόνο από έναν κήρυκα· την καθ᾽ οδόν προστασία του θα την εξασφαλίσει ο Ερμής· ήρεμη υποδοχή θα βρει στη σκηνή του Αχιλλέα.
Φτάνοντας η Ίρις στο κάστρο της Τροίας, πέφτει σε πένθος πάνδημο. Στην αυλή του παλατιού, γύρω από τον πατέρα τους θρηνούν οι άλλοι γιοι του· στη μέση ο Πρίαμος, σφαδάζει απαρηγόρητος, καλυμμένος με κάπα, ρίχνοντας στο κεφάλι και στον λαιμό κοπριά, μαζεμένη με τα ίδια του τα χέρια. Η Ίρις τού δίνει θάρρος, δηλώνει την καλή της πρόθεση και του μεταδίδει αυτούσιο και ακέραιο το μήνυμα του Δία. Ο Πρίαμος υπακούει και εντέλλεται να ζέψουν στην άμαξα τις μούλες, να δέσουν πάνω της μια κάσα. Ο ίδιος κατεβαίνει στον μοσχομυρισμένο θάλαμο, όπου φυλάγονται τα πολύτιμα πλούτη, φωνάζει την Εκάβη και της ανακοινώνει το μήνυμα του Δία. Όταν εκείνη, με λόγια και με κλάματα, προσπαθεί να τον αποτρέψει από το επικίνδυνο αυτό διάβημα, αυτός παραμένει ανένδοτος. Δίχως χρονοτριβή ετοιμάζεται και ετοιμάζει, διαλέγοντας τα λύτρα, απωθώντας τους Τρώες που προσπαθούν να τον εμποδίσουν.
Διαπιστώνεται εύκολα η ανταπόκριση της τελευταίας αυτής ρυθμιστικής βουλής με την αρχική βουλή της πρώτης ραψωδίας. Εκεί ανεβαίνει η Θέτις στον Όλυμπο, ικετεύοντας τον Δία να εκπληρώσει το αίτημα του Αχιλλέα, και ο θεός ανταποκρίνεται, ορίζοντας την αρχή και την ενδιάμεση περιπέτεια του ιλιαδικού πολέμου. Εδώ καλείται η Θέτις στον Όλυμπο, με σκοπό να μεταφέρει στον Αχιλλέα την απόφαση του θεού για το πέρας τώρα του ιλιαδικού πολέμου. Και στις δύο σκηνές ενέχονται τα ίδια πρόσωπα, με αντίστροφη μάλιστα σειρά και φορά: Αχιλλέας-Θέτις-Δίας στη μία περίσταση· Δίας-Θέτις-Αχιλλέας στη δεύτερη· από το στρατόπεδο προς τον Όλυμπο στην πρώτη ραψωδία, από τον Όλυμπο προς το στρατόπεδο στην τελευταία ραψωδία. Ως εδώ η ανταπόκριση αφορά τη σκηνοθεσία. Μεγαλύτερη ωστόσο σημασία έχει η ουσία της.
Το ζητούμενο στην τελική αυτή καμπή είναι πώς θα περατωθεί το έπος της Ιλιάδας: αν ο ιλιαδικός μύθος και πόλεμος θα διακριθεί όχι μόνο ποσοτικά αλλά και ποιοτικά από τον τρωικό μύθο και πόλεμο· αν και πώς θα αντισταθεί στα παραδοσιακά συμφραζόμενα που προβλέπουν νίκη των Αχαιών, άλωση και πυρπόληση της Τροίας, εξόντωση των Τρώων. Τον ρόλο αυτόν υποβάλλει ο ποιητής στον Δία, και ο θεός τον αναλαμβάνει με την, τελευταία και τελεσίδικη, βουλή του. Αντιπροτείνοντας: στην εκδίκηση τη συμφιλίωση· στον πόλεμο την αναστολή του· στη βεβήλωση του νεκρού σώματος την ταφή του· στον θανάσιμο χωρισμό τον νεκρώσιμο νόστο.
Οι ποιητικοί αυτοί στόχοι προβάλλονται στη -δραματικότερη και διεξοδικότερη- εταιρική ομιλία του έπους, ανάμεσα στον Πρίαμο και στον Αχιλλέα, που πάει να πει: ανάμεσα στον θύτη και στο θύμα, στον πατέρα και στον φονιά του Έκτορα. Το χάσμα γεφυρώνεται από τον ομόλογο σπαραγμό των δύο ομιλητών, ο οποίος οφείλεται στο διαλυτικό μένος του πολέμου. Αυτό που δοκιμάζει, όταν δεν εξαρθρώνει, όλες τις ομιλητικές σχέσεις του έπους, με κορυφαίο παράδειγμα τη διάλυση του τριγώνου: Έκτωρ-Ανδρομάχη-Αστυάναξ. Ο Αχιλλέας έχει χάσει τον πιο αγαπημένο εταίρο του· ο Πρίαμος τον πιο αγαπημένο του γιο. Αυτή η αμοιβαία απώλεια τους φέρνει κοντά και τους συμφιλιώνει. Επιπλέον: η πατρική μορφή του Πριάμου ανακαλεί στον νου του Αχιλλέα τη μορφή του δικού του πατέρα, του Πηλέα, που έχει ξεμείνει στη Φθία και αγνοείται εδώ η τύχη του.
Έγινε λόγος για νεκρώσιμο νόστο του Έκτορα, που είδαμε ότι εφαρμόστηκε άλλη μία φορά στην περίπτωση του λύκιου Σαρπηδόνα. Τα δύο αυτά παραδείγματα είναι ομόλογα και ομότροπα μεταξύ τους. Αναφέρονται και τα δύο στη βουλή του Δία, από όπου και αντλούν το τελετουργικό και ποιητικό τους κύρος. Προκύπτουν ως οριστική λύση, ύστερα από προηγούμενη διαφωνία, διατυπωμένη και τις δύο φορές από την Ήρα. Και στα δύο παραδείγματα η εντολή του νεκρώσιμου νόστου μεταδίδεται από τον Δία σε έναν θεό (στον Απόλλωνα στην περίπτωση του Σαρπηδόνα· στη Ίριδα στην περίπτωση του Έκτορα), προϋποθέτει εξωραϊσμό του νεκρού, εγγυάται ασφαλή επιστροφή και τιμητική ταφή του νεκρού.
Ο θεματικός αυτός πυρήνας επιτρέπει να μιλούμε για νεκρώσιμο νόστο, ως δραματική και συγκρίσιμη παραλλαγή του θετικού νόστου. Άποψη που υποστηρίζεται και από όσα εξαγγέλλει η Κασσάνδρα στην έξοδο της εικοστής τέταρτης ραψωδίας (Ω 704-706). Αναγνωρίζοντας η κόρη του Πριάμου από τις επάλξεις του κάστρου της Τροίας τον ερχομό του πατέρα της, βλέποντας να επιστρέφει με το σώμα του Έκτορα πάνω στο άρμα του, καλεί όλους τους Τρώες που κρέμονται στα τείχη, αναφωνώντας:
Ελάτε, Τρώες και Τρωάδες, θα δουν τώρα τα μάτια σας τον Έκτορα, αν κι άλλοτε χαρούμενοι τον είδατε, από τη μάχη να γυρίζει ζωντανός (στο πρωτότυπο ακούγεται εδώ η μετοχή νοστήσαντι), καμάρι κι αγαλλίαση της πόλης και του δήμου.
Παρά τις αναλογικές ομοιότητές τους, τα δύο αυτά παραδείγματα σε κρίσιμα σημεία διαφέρουν. Ο εξωραϊσμός του Σαρπηδόνα ανατίθεται από τον Δία στον Απόλλωνα, ο οποίος καλείται επιπλέον να προνοήσει για τη μεταφορά του νεκρού στη Λυκία από τον Ύπνο και τον Θάνατο. Στην περίπτωση όμως του Έκτορα τον ρόλο του Απόλλωνα τον αναλαμβάνει ο Αχιλλέας: αυτός δίνει εντολή στις δούλες να λούσουν, να μυρώσουν και να ντύσουν το γυμνό σώμα· αυτός, με τα ίδια του τα χέρια, το απιθώνει σε μαλακό στρώμα και επιβλέπει την ώρα που το σηκώνουν οι εταίροι, για να το βάλουν πάνω στην άμαξα. Η πομπή εξάλλου του νεκρού δεν επαφίεται τη φορά αυτή στον Ύπνο και στον Θάνατο, αλλά τη διεκπεραιώνει ο ίδιος ο Πρίαμος, υπό την προστασία του Ερμή.
Η είσοδος του νεκρού Έκτορα στο κάστρο της Τροίας και η πρόθεσή του στην αίθουσα του βασιλικού παλατιού δραματοποιούνται στο έπακρο: με τους σπαρακτικούς θρήνους της Ανδρομάχης, της Εκάβης και της Ελένης· με τον κηδευτικό επίλογο του Πριάμου. Όσο για την ταφή του νεκρού (πυρά, συλλογή των οστών, εναπόθεσή τους σε χρυσή λάρνακα, τύμβος), την καταθέτει με οριακή οικονομία ο ποιητής στους τελευταίους δεκαεπτά στίχους του έπους (Ω 788-804).
Συγκρίνοντας τα δύο παραδείγματα νεκρώσιμου νόστου στην Ιλιάδα, τόσο ως προς τις ομοιότητες όσο και προπαντός ως προς τις διαφορές τους, μπορούμε να πούμε ότι το πρώτο (με τα θαυματουργικά και τα τελετουργικά του στοιχεία) παραπέμπει στην αρχαιότερη επική παράδοση, ενώ το δεύτερο εκπροσωπεί τον ιλιαδικό μετασχηματισμό της, όπου το θαύμα υποχωρεί τώρα μπροστά στο ανθρώπινο δράμα και στη φιλάνθρωπη λύση του. Σ᾽ αυτό τον μετασχηματισμό συμβάλλει πάλι ο Δίας, με την εξελισσόμενη (θεολογική και ποιητική) βουλή του, υποβολέας της οποίας παραμένει πάντα ο ανώνυμος μέσα στο έπος ποιητής. Θεός και ραψωδός επομένως συνεργάζονται, προκειμένου να οριστούν, όχι μόνο η αρχή και η ενδιάμεση πλοκή, αλλά και το συμφιλιωτικό τέλος του ιλιαδικού πολέμου.
Δ. Ν. Μαρωνίτης