Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση
Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια
των Δ. Ν. Μαρωνίτη και Λ. Πόλκα
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών
9.4. Ψυχοστασία
Η όγδοη ραψωδία αποτελεί από πολλές απόψεις κομβικό σταθμό στην πλοκή της Ιλιάδας. Εγκαινιάζει και εξαντλεί τη δεύτερη μάχιμη μέρα του έπους, που θα αποδειχτεί κρίσιμη, οδηγώντας τους Τρώες στο χείλος της τάφρου και απωθώντας τους Αχαιούς στα πλοία τους. Εκεί θα μείνουν αυτοί όλη τη νύχτα, ενώ οι Τρώες, στρατοπεδευμένοι στον ενδιάμεσο χώρο, συντηρούν άγρυπνοι αναμμένες φωτιές, περιμένοντας να ξημερώσει, για να ανανεώσουν την απειλητική τους έφοδο.
Η νέα αυτή κατάσταση πραγμάτων υπακούει σε προηγούμενη απόφαση του Δία, η οποία ανακοινώνεται στους ολύμπιους θεούς με αξιωματικό λόγο. Ο Δίας απαγορεύει εφεξής οποιαδήποτε ανάμειξη θεών στην επικείμενη σύγκρουση Αχαιών και Τρώων, έχοντας στον νου του προπάντων την Ήρα και την Αθηνά, οι οποίες αντιδρούν αμήχανα, αλλά εξαναγκάζονται προς το παρόν να συμμορφωθούν. Για να ελέγξει μάλιστα την τήρηση της απαράβατης εντολής του ο Δίας, μετακινείται από την κορυφή του Ολύμπου στην κορυφή της τρωικής Ίδης, ώστε να εποπτεύει καλύτερα το πεδίο της μάχης. Με τους όρους αυτούς, η βίαιη σύγκρουση των αντιπάλων παραμένει αμφίρροπη μέχρις ότου μεσουρανεί ο ήλιος.
Τότε επεμβαίνει δραστικά ο Δίας, ζυγίζοντας στους δίσκους του χρυσού ζυγού του τις θανάσιμες μοίρες Αχαιών και Τρώων. Βαρύς ο κλήρος των Αχαιών κατηφορίζει προς τη γη, σημαδεύοντας την ήττα τους· λαφρύς ο κλήρος των Τρώων ανηφορίζει προς τον ουρανό, προλέγοντας τη νίκη τους. Έτσι προκρίνεται η έκβαση της μάχης, πρόκριση που επικυρώνεται με διόσταλτο κεραυνό και φλεγόμενο σέλας. Πρόκειται για ενεργοποίηση της βουλής του Δία, που φαίνεται να εκπληρώνει την προηγούμενη υπόσχεση του θεού στη Θέτιδα, αλλά κατά κάποιον τρόπο τη μετασχηματίζει.
Ο Δίας (και πίσω από τον Δία ο ποιητής) κατοχυρώνει την προσωπική του βουλή με ένα αντικειμενικό τώρα μέτρο, τον ζυγό. Με άλλα λόγια: το έπος προς στιγμή ταλαντεύεται, προτού προχωρήσει στον αποφασισμένο δρόμο του. Μ᾽ αυτή την ταλάντευση ο ιλιαδικός πόλεμος ζυγίζεται εκ νέου και η τύχη του (προσωρινή και τελική) τίθεται επί ξηρού ακμής, κρατώντας τον ακροατή του έπους σε εγρήγορση.
Τα ίδια εξάλλου τα δρώμενα της δεύτερης μάχιμης μέρας, που εξελίσσονται στην πορεία της όγδοης ραψωδίας, επιβεβαιώνουν τον αμφίρροπο χαρακτήρα τους. Μολονότι η απόφαση του Διός, επικυρωμένη και με τη σκηνή της «Ψυχοστασίας», προβλέπει άμεση ήττα των Αχαιών, η εξέλιξη της μάχης αφήνει περιθώρια αντίστασής τους στην έφοδο των Τρώων, με τη συμπαράσταση συμμάχων θεών, της Ήρας, της Αθηνάς και του Ποσειδώνα. Θα χρειαστεί νέα επέμβαση του Δία, που ρίχνει κεραυνό μπροστά στα άλογα του Διομήδη, για να ανακόψει την ορμή του.
Αλλά και στην επόμενη φάση της μάχης οι Αχαιοί αναθαρρούν προσώρας και επιτίθενται. Στο σημείο όμως αυτό επεμβαίνει ξανά ο Δίας, ενισχύοντας δραστικά το μένος των Τρώων. Ο έσχατος αυτός κίνδυνος προς το παρόν αποτρέπεται, καθώς η Ήρα παρακινεί την Αθηνά, και οι δύο θεές, παραβαίνοντας την αποτρεπτική εντολή του Δία, εγκαταλείπουν τον Όλυμπο, έτοιμες να προσγειωθούν στο πεδίο της μάχης, για να σώσουν τους Αχαιούς. Τις καθηλώνει εντούτοις ο Δίας, στέλνοντας με την Ίρη μήνυμα απειλητικό, προτού επιστρέψει ο ίδιος στον Όλυμπο.
Ο Δίας αντιμετωπίζει τον διαμαρτυρικό λόγο της Ήρας με τον δικό του αντίλογο (Θ 429-483), στον οποίο σφηνώνεται ένα νέο, εντελώς απροσδόκητο στοιχείο. Επιμένει καταρχήν ο ύπατος θεός στην υποχώρηση των Αχαιών, ωσότου η επίθεση των Τρώων φτάσει στα καράβια τους, οπότε προβλέπεται η σωτήρια επιστροφή του Αχιλλέα στο πεδίο της μάχης. Στο γνωστό όμως αυτό όριο προστίθεται, τώρα για πρώτη φορά, ένα δεύτερο ενδιάμεσο όριο: ο φόνος του Πατρόκλου, που ορίζεται μάλιστα ως αμετάκλητο θέσφατον (Θ 475-476). Με τον ελιγμό αυτό (που ο ποιητής τον αναθέτει πάλι στον Δία) προαναγγέλλεται και προοικονομείται η απρόβλεπτη μέχρι στιγμής «Πατρόκλεια» (ραψωδίες Π-Ρ), η οποία αναρρυθμίζει την αναμενόμενη πλοκή του έπους, παραλλάσσοντας τη συμπεριφορά και του ίδιου του Αχιλλέα, αφού ως αποφασιστικό κίνητρο για την επιστροφή του ήρωα στο πεδίο της μάχης προβλέπεται τώρα ο σπαραγμός για τον θάνατο του εταίρου του. Σ᾽ αυτό το νέο όριο οφείλουν να προσαρμοστούν τα αμέσως επόμενα επεισόδια.
Τούτο σημαίνει ότι η νυχτερινή πρεσβεία του Αγαμέμνονα προς τον Αχιλλέα, με εκπροσώπους τον Φοίνικα, τον Αίαντα και τον Οδυσσέα, η εξιστόρηση της οποίας καλύπτει ολόκληρη την ένατη ραψωδία, δεν μπορεί να έχει αίσια έκβαση, αν είναι να τηρηθεί ως όρος επιστροφής του ήρωα στη μάχη ο φόνος του εταίρου του. Στο μεταξύ, χρειάζεται να εντοπιστούν (στην πραγματικότητα: να επινοηθούν) από τον ποιητή όλες εκείνες οι συνθήκες που θα οδηγήσουν τον Πάτροκλο στη μάχη, καταλήγοντας στον αφανισμό του.
Σημειωτέον ότι, προτού ακουστεί το όνομα του Πατρόκλου από το στόμα του Δία, η παρουσία του μέσα στο έπος είναι εντελώς διακριτική (Α 337 και 335, I 190-191, 195-220, 620 και 658-662). Η επόμενη εμφάνιση του Πατρόκλου στο προσκήνιο της αφήγησης επιφυλάσσεται για το τελευταίο μέρος της ενδέκατης ραψωδίας. Έχει μεσολαβήσει, μετά την αποτυχία της νυχτερινής πρεσβείας, η αριστεία του Αγαμέμνονα, αποκαθιστώντας το αγωνιστικό του κύρος, με την οποία εγκαινιάζεται η τρίτη μάχιμη μέρα του ιλιαδικού πολέμου. Στη συνέχεια όμως οι Τρώες ανανεώνουν και επιδεινώνουν την έφοδό τους στο ναυτικό στρατόπεδο των Αχαιών, με αποτέλεσμα τον διαδοχικό τραυματισμό του Αγαμέμνονα, του Διομήδη, του Οδυσσέα, του Μαχάονα. Βλέποντας ο Αχιλλέας εναγώνιος από την πρύμνη του πλοίου του τον Νέστορα να μεταφέρει κάθιδρος με το άρμα του τον πληγωμένο Μαχάονα, φωνάζει τον Πάτροκλο, κι εκείνος προσέρχεται, πρόθυμος να εκτελέσει την εντολή του φίλου του.
Στο σημείο αυτό ακούγεται υπόκωφο ένα μοιραίο σχόλιο του ποιητή: κακοῦ δ᾽ ἄρα οἱ πέλεν ἀρχή (Λ 604). Που πάει να πει: κι αυτή υπήρξε η αρχή της συμφοράς του. Πρόβλεψη που υπονοεί το φονικό τέλος του Πατρόκλου και ενισχύει την προηγούμενη δήλωση του Δία ότι η έξοδος του Αχιλλέα στο πεδίο της μάχης θα συγχρονιστεί με τον αναπόφευκτο φόνο του αγαπημένου εταίρου του. Πρόκειται για χαρακτηριστικό παράδειγμα, που επιβεβαιώνει την υπόθεση ότι Δίας και ποιητής σε κομβικά σημεία του έπους συνεργάζονται. Εδώ τροποποιούν (καθένας στην ώρα του και με τον τρόπο του) την πλοκή του έπους στην κρισιμότερη καμπή του.
Γιατί, αν έχουν δίκαιο όσοι πιστεύουν ότι η «Πατρόκλεια», που τώρα προοικονομείται, αποτελεί επινόηση του ποιητή της Ιλιάδας, τότε η διπλή της υποστήριξη (από τον Δία πρώτα, από τον ποιητή μετά) της δίνει το απαιτούμενο αυξημένο κύρος. Ο ποιητής εντούτοις (όπως εξάλλου και ο Δίας) δεν ανοίγει αμέσως όλα τα χαρτιά του.
Στο μεταξύ, ο Νέστορας έχει μεταφέρει τον Μαχάονα στη σκηνή του, όπου η Εκαμήδη αναλαμβάνει να συνεφέρει τον κύριό της από τον μάχιμο μόχθο προσφέροντας τροφή και κρασί. Στο άνοιγμα της σκηνής στημένος ο Πάτροκλος αναγνωρίζει την ταυτότητα του πληγωμένου, μεταφέροντας το προσωπικό ενδιαφέρον του Αχιλλέα στον Νέστορα. Εκείνος όμως δηλώνει ότι η έμμεση συμπάθεια δεν αναπληρώνει την άμεση συμπαράσταση σ᾽ αυτή την περίσταση. Η απειλή των Τρώων έφτασε ήδη σε κρίσιμο σημείο, και είναι καιρός ο Αχιλλέας, αφήνοντας στην άκρη τον θυμό του, να επιστρέψει στο πεδίο της μάχης, για να αποτρέψει τον έσχατο κίνδυνο. Όπως το έκανε και ο ίδιος σε ανάλογη περίπτωση, όσο ήταν νέος ακόμη - κι εδώ ακούγεται η μακροσκελέστερη αυτοβιογραφική διήγηση του Νέστορα στην Ιλιάδα, η οποία σφραγίζεται με μια μοιραία, όπως θα αποδειχτεί, συμβουλή.
Επείγει, λέει ο Νέστωρ, η επιστροφή του Αχιλλέα στη μάχη και οφείλει ο Πάτροκλος, πειστικά και πιεστικά μιλώντας, να την εκμαιεύσει. Αν όμως δεν κατορθώσει να τον πείσει, τότε υπάρχει και δεύτερη λύση: να τον αντικαταστήσει ο ίδιος, φορώντας την πανοπλία εκείνου· οπότε οι Τρώες, νομίζοντας πως βλέπουν μπροστά τους τον Αχιλλέα, θα υποχωρήσουν, ώστε οι Αχαιοί να πάρουν ανάσα. Η πρόταση του Νέστορα συγκινεί τον Πάτροκλο, ο οποίος σπεύδει ήδη προς τη σκηνή του Αχιλλέα, για να την πραγματοποιήσει. Καθ᾽ οδόν όμως πέφτει πάνω στον αιμόφυρτο Ευρύπυλο, που σέρνοντας το διαπερασμένο από το βέλος πόδι του, προσπαθεί μάταια να φτάσει στη σκηνή του. Ο Πάτροκλος ταλαντεύεται: να σπεύσει, όπως οφείλει, στον Αχιλλέα, αφήνοντας τον πληγωμένο Ευρύπυλο στη μοίρα του; να τον οδηγήσει στη σκηνή του, όπου να τον γιατροπορέψει, καθυστερώντας; Επιλέγει το δεύτερο. Στη σκηνή λοιπόν του Ευρύπυλου θα μείνει ο Πάτροκλος, όσο κρατεί η αφήγηση των επόμενων τριών ραψωδιών.
Έτσι η επικείμενη μοίρα του Πατρόκλου, στο πλαίσιο μιας αναμενόμενης «Πατρόκλειας», που θα ξεκινήσει στην αρχή της δέκατης έκτης ραψωδίας, έχει σηματοδοτηθεί τρεις φορές: ο Δίας προηγήθηκε, ορίζοντας το θέσφατο τέλος της· ο ποιητής ακολούθησε σημαδεύοντας την αρχή της· ο Νέστορας διαμεσολαβώντας προκαθορίζει την εξέλιξή της. Ο Δίας και ο ποιητής αναφέρονται στο τι θα γίνει· ο Νέστορας στο πώς θα γίνει. Σ᾽ αυτήν επομένως τη φάση του έπους, μάλλον την κρισιμότερη, η απροσδόκητη πλοκή χρεώνεται στον ύπατο θεό, στον εξωτερικό αφηγητή (δηλαδή στον ποιητή) και σ᾽ έναν εσωτερικό ήρωα, φημισμένο για την πείρα και τη φρόνησή του. Ο οποίος, με ειρωνικό τρόπο, επιλέγεται να λειτουργήσει εδώ ως εκτελεστικός αγωγός μιας αποφασισμένης, αναγκαίας για την πλοκή του ποιήματος, συμφοράς.
Το ποιητικό αυτό σχέδιο, που εξειδικεύεται με την πρόταση του Νέστορα, προβλέπει μια απρόβλεπτη εφαρμογή του τυπικού θέματος της μεταμόρφωσης, που, μαζί με τις τροπές της παραμόρφωσης και του εξωραϊσμού, απαντά και στα δύο ομηρικά έπη, αφορώντας θεούς και ήρωες. Εκεί ωστόσο μεταμορφώνεται, παραμορφώνεται ή εξωραΐζεται η όψη κάποιου, επικαλύπτεται δηλαδή η πραγματική ταυτότητα, αλλά παραμένει ισχυρή η υπόστασή του. Ενώ εδώ η μεταμόρφωση στηρίζεται στο τέχνασμα του «αντ᾽ αυτού»: ο Πάτροκλος αντί του Αχιλλέα. Αυτή η αντικατάσταση προκύπτει με τη μεταφορά της πανοπλίας του ενός στον άλλον. Έτσι όμως εναλλάσσονται δύο ταυτότητες αλλά και δύο μοίρες: η ταυτότητα του Αχιλλέα με την ταυτότητα του Πατρόκλου· η μοίρα του Αχιλλέα με τη μοίρα του Πατρόκλου.
Ας θυμηθούμε ότι στον τρωικό πόλεμο και μύθο προορίζεται να σκοτωθεί ο ὠκύμορος Αχιλλέας. Στον ιλιαδικό όμως πόλεμο και μύθο αντ᾽ αυτού σκοτώνεται ο Πάτροκλος. Από την άποψη αυτή ο Πάτροκλος στην Ιλιάδα λειτουργεί ως είδωλο του Αχιλλέα. Αποτέλεσμα: οι δύο ταυτότητες συγχέονται, σχεδόν συμπίπτουν. Οι δύο εταίροι μαζί στη ζωή, μαζί και στον θάνατο. Έτσι εξηγείται και η απαίτηση του φάσματος του Πατρόκλου στη εικοστή τρίτη ραψωδία, όταν επιφαίνεται στον ύπνο του Αχιλλέα, να σμίξει κάποτε στην ίδια τεφροδόχο η δική του στάχτη με τη στάχτη του φίλου του (Ψ 82-92). Αυτή η αδιαχώριστη σύζευξη είναι επιλογή και κατόρθωμα του ποιητή της Ιλιάδας.
Δ. Ν. Μαρωνίτης