Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση
Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια
των Δ. Ν. Μαρωνίτη και Λ. Πόλκα
Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών
1.5. Σύνθεση, εκφορά, μετάδοση
Στον διαλεκτικό, εν μέρει τεχνητό, χαρακτήρα της γλώσσας των επών, μαζί με την τυπολογία και το μέτρο, συνέβαλε καθοριστικά και το γεγονός ότι η Ιλιάδα και η Οδύσσεια ανήκουν στον κορμό της παραδοσιακής προφορικής ποίησης. Προφορικότητα στη συγκεκριμένη περίπτωση σημαίνει ότι ένα παραδοσιακό τραγούδι συντίθεται, απαγγέλλεται και μεταδίδεται προφορικά. Ως προς την προφορική απαγγελία και τη μετάδοση των δύο ομηρικών επών δεν τίθεται μάλλον ζήτημα, εφόσον το σχετικό αποδεικτικό υλικό που διαθέτουμε σήμερα δείχνει ότι το σύνολο της πρώιμης, επικής και λυρικής, ποίησης εκτελείται και κυκλοφορεί προφορικά έως και τον 5ο αι. π.Χ. Σήματα εξάλλου προφορικής εκτέλεσης ενός τραγουδιού συντηρούνται κυρίως μέσα στην Οδύσσεια με τις συνοπτικές αοιδές του Φήμιου στην Ιθάκη και του τυφλού Δημοδόκου στη Σχερία. Παραμένει ωστόσο το ερώτημα της προφορικής σύνθεσης των δύο ομηρικών επών, το οποίο και περιπλέκεται, δεδομένου ότι το αλφάβητο εγκαινιάζεται στον ελλαδικό χώρο το νωρίτερο στις αρχές του 8ου αι. π.Χ.
Την άποψη ότι τα ομηρικά έπη έχουν συντεθεί προφορικά, δίχως την οποιαδήποτε υποστήριξη της γραφής, εισηγήθηκε γύρω στα τέλη με αρχές της δεκαετίας του 1930 ο αμερικανός ερευνητής Μίλμαν Πάρυ (Milman Parry, 1902-1935), ο οποίος συγκρότησε τη λεγόμενη «θεωρία της προφορικής σύνθεσης». Σύμφωνα μ᾽ αυτή τη θεωρία, η σύνθεση ενός προφορικού τραγουδιού γίνεται τη στιγμή που αυτό εκφέρεται από τον αοιδό μπροστά στο ακροατήριο, με βάση τον απομνημονευτικό αυτοσχεδιασμό, πάνω σ᾽ ένα πλούσιο, παραδοσιακό και τυπικό υλικό σε λέξεις, φράσεις, στίχους και θέματα. Καθοριστικό ρόλο στη διαδικασία της προφορικής σύνθεσης παίζει ο δακτυλικός εξάμετρος, καθώς στις μετρικές του υποδοχές προσαρμόζονται κατάλληλα οι παραδοσιακοί λογότυποι, κοινό κτήμα των ποιητών που δρουν σε μια δεδομένη παράδοση. Από τη στιγμή που το μεγαλύτερο μέρος του έργου του αοιδού προορίζεται για ακροατές και στηρίζεται στον αυτοσχεδιασμό, οι έτοιμες φράσεις, με τα ποικίλα διαλεκτικά τους χαρακτηριστικά που προσαρμόζονται σε συγκεκριμένες μετρικές υποδοχές, αποδεικνύονται χρήσιμες και άκρως λειτουργικές στη διαδικασία της σύνθεσης. Η όλη προφορική διαδικασία σύνθεσης εφαρμόστηκε σε έρευνες που έκανε ο Πάρυ και στη συνέχεια ο μαθητής του Άλμπερτ Λορντ (Albert B. Lord), σε ομάδες βάρδων σε περιοχές της πρώην Γιουγκοσλαβίας· από εκεί μεταφέρθηκε ως ερμηνευτικό σχήμα που θα μπορούσε να εξηγήσει τη σύνθεση των ομηρικών επών.
Η θεωρία της προφορικής σύνθεσης συνέβαλε καθοριστικά στη μελέτη της φύσης της γλώσσας των επών. Εξήγησε σε πολλά σημεία τον διαλεκτικό και ειδικό της χαρακτήρα, διαφώτισε τη λειτουργία του μέτρου, και φάνηκε, στην αρχή τουλάχιστον, ότι έλυσε και το περίφημο ομηρικό ζήτημα, καθώς λεξιλογικά στοιχεία των επών, που αποδίδονταν σε διαφορετικούς ποιητές ή σε διαφορετικά στρώματα της Ιλιάδας και της Οδύσσειας, θεωρήθηκαν ότι προέρχονται από το πλούσιο υλικό της προφορικής παράδοσης.
Στα μεταγενέστερα χρόνια η θεωρία της προφορικής σύνθεσης συστηματοποιήθηκε, αλλά και τροποποιήθηκε σε σημαντικό βαθμό, με αποτέλεσμα να υιοθετούνται τάσεις πιο σύνθετες ή συνδυαστικές. Ο πλήρης, κατ' αρχάς, διαχωρισμός ανάμεσα στην προφορική και στη γραπτή σύνθεση των ομηρικών επών θεωρείται σήμερα κάπως μηχανιστικός ή απλουστευτικός. Υποστηρίζεται, για παράδειγμα, ότι ένας πεπειραμένος και δεξιοτέχνης αοιδός μπορούσε, εκτός από το να αυτοσχεδιάζει, να συνθέτει ατομικά, λίγο πριν από την απαγγελία, το παραδοσιακό του τραγούδι. Μπορούσε ακόμη να στοχάζεται και να απομνημονεύει όχι μόνο τυπικές λέξεις, φράσεις και στίχους, αλλά και τεχνικές, θέματα και σχέσεις μεταξύ φράσεων, στίχων και θεμάτων, ώστε το αποτέλεσμα της σύνθεσής του να τρέπεται από εφήμερο ψυχαγωγικό έργο σε μνημειακή, ολοκληρωμένη ποιητική σύνθεση. Ακόμη, η παρουσία ενός κεντρικού σχεδίου (με αρχή, μέση και τέλος), αλλά και οι σύνθετες τεχνικές που εφαρμόζονται στα ομηρικά έπη μάς υποχρεώνουν να δεχθούμε ότι δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν προϊόντα απρόσωπων απαγγελιών και, προπάντων, να συντεθούν σε περιβάλλον όπου δεν υπήρχε η γραφή. Με δεδομένη μάλιστα την άποψη ότι, στην αρχή τουλάχιστον της εμφάνισής της, η γραφή όχι μόνο δεν εξαφανίζει τον προφορικό λόγο, αλλά υποστηρίζει την κυκλοφορία του, το ενδεχόμενο τα δύο ομηρικά έπη να έχουν συντεθεί με την υποστήριξή της είναι εξαιρετικά πιθανό. Κρίνεται έτσι φρονιμότερη η υιοθέτηση της άποψης ότι η Ιλιάδα και η Οδύσσεια μόνον ως προς την καταγωγή τους είναι προφορικά έπη.
Στο ζήτημα του χρόνου της καταγραφής των επών και πάλι οι γνώμες διχάζονται: οι πιστοί οπαδοί της προφορικής σύνθεσης υποστηρίζουν ότι ο Όμηρος δεν γνώριζε γραφή, υπαγόρευσε όμως τα έργα του σε εγγράμματους ομοτέχνους του ή γραφείς, ώστε το έργο του να αποκτήσει διαχρονική σημασία. Άλλοι υιοθετούν την πιο ελκυστική υπόθεση ότι το αλφάβητο λειτούργησε, νωρίς ήδη, ως μέσο διατήρησης της μνημειακής επικής ποίησης. Αυτό πάντως που έχει σημασία είναι ότι, ανεξάρτητα από την πρώιμη ή μεταγενέστερη καταγραφή τους, τα δύο ομηρικά έπη συνέχισαν να μεταδίδονται προφορικά. Μέχρι που τον 6ο αι. π.Χ., σύμφωνα με μεταγενέστερες πηγές, την εποχή του Σόλωνα, του τυράννου Πεισιστράτου ή του γιου του Ίππαρχου, δημιουργείται το πρώτο «κλασικό» γραπτό κείμενο του Ομήρου, προκειμένου να χρησιμοποιείται από τους ραψωδούς που απήγγελλαν τα δύο έπη στα Παναθήναια.
Ως προς το παραδοσιακό υλικό των επών, τους λογοτύπους, σήμερα γίνεται δεκτό ότι, εκτός από τη μετρική τους χρησιμότητα, που διευκολύνει αναμφισβήτητα το έργο της σύνθεσης, διαθέτουν ποιητικό νόημα και σημασία ανάλογα με τα εκάστοτε συμφραζόμενα. Όταν, για παράδειγμα, ο γέροντας Πρίαμος γονυπετής φιλάει τα αντροφόνα χέρια του Αχιλλέα, η φράση χεῖρας […] | ἀνδροφόνους (Ω 478-479) δεν είναι μόνο μετρικά χρήσιμη και τυπική, αλλά διαθέτει ιδιαίτερη λειτουργική σημασία. Επομένως, το ποιοι λογότυποι θα χρησιμοποιηθούν σε μια δεδομένη αφηγηματική περίσταση δεν καθορίζεται μόνο από τους μετρικούς λόγους αλλά και από το παραδοσιακό νόημα των λογοτυπικών συνδυασμών, που έρχονται από τη μακρά προφορική παράδοση. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό παράδειγμα: οι τυπικές ονοματικές φράσεις πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς και πολύμητις Ὀδυσσεύς έχουν την ίδια μετρική αξία. Κι όμως, τα δύο ονόματα δεν ανταλλάσσουν ποτέ τους οικείους προσδιορισμούς τους: το πολύμητις δηλαδή δεν εμφανίζεται ποτέ δίπλα στον Αχιλλέα, ούτε το πόδας ὠκὺς ως συνοδευτικό χαρακτηριστικό του Οδυσσέα.
Τέλος, την ίδια αντιστοιχία και ευελιξία προς το περιεχόμενο παρουσιάζουν και οι θεματικοί τύποι (οι τυπικές σκηνές και τα θέματα), που χρησιμεύουν στη σύνθεση των επών στο σύνολό τους. Παρατηρείται δηλαδή ότι, ανάλογα με τα εκάστοτε συμφραζόμενα, οι τυπικές σκηνές και τα θέματα μπορεί να παραλλάσσονται, να συμπτύσσονται ή να επεκτείνονται, ενώ απόμακρες τυπικές δραστηριότητες (για παράδειγμα, οι ικεσίες του Χρύση και του Πριάμου στην αρχή και στο τέλος της Ιλιάδας) μπορεί να συνδέονται μεταξύ τους με ποικίλους τρόπους. Γενικότερα, μορφή και νόημα στα ομηρικά έπη βρίσκονται σε στενή σχέση και συνεχή επικοινωνία.
Λ. Πόλκας