Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση
Η Ελληνική Αρχαιότητα: Πόλεμος - Πολιτική - Πολιτισμός
των Δ. Ι. Κυρτάτα και Σπ. Ι. Ράγκου
Ίδρυμα ΣΤΑΥΡΟΣ ΝΙΑΡΧΟΣ & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών
5.4. Πόδια από σίδερο και πηλό
Με τον θάνατο του Αλεξάνδρου οι αγώνες για ατέρμονα στρατιωτική κυριαρχία σταμάτησαν. Οι στρατηγοί του είχαν να διαχειριστούν μια τεράστια επικράτεια και, με ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν ασχολήθηκαν με νέες κατακτήσεις. Μέσα σε δέκα χρόνια είχαν φτάσει έως την Ινδία και την Αίγυπτο, αφήνοντας έξω από τον έλεγχό τους μόνο κάποιες περιοχές στη βόρεια Μικρά Ασία και τη Λιβύη. Ήταν πλέον πιεστική η ανάγκη να διοικήσουν αποτελεσματικά τη μεγάλη αυτοκρατορία που είχαν δημιουργήσει πολεμώντας στο πλευρό του βασιλιά τους. Όπως αποδείχθηκε, χρειάστηκε περίπου μισός αιώνας για να σταθεροποιηθεί η κατάσταση και να επιβληθούν σχετικά σαφή όρια εξουσίας. Όλοι οι άμεσοι διάδοχοι του Αλεξάνδρου είχαν πια πεθάνει (οι περισσότεροι πολεμώντας), πρωταγωνιστούσαν ωστόσο οι απόγονοι κάποιων από τους επιφανέστερους. (Σύμφωνα με την ορολογία που καθιερώθηκε τον 19ο αιώνα από τον Γερμανό ιστορικό Γιόχαν Γκούσταβ Ντρόιζεν, ο κόσμος που δημιουργήθηκε με τις κατακτήσεις του Αλεξάνδρου αποκαλείται «ελληνιστικός», για να υπογραμμιστεί η διάδοση του ελληνικού πολιτισμού σε ένα μη ελληνικό περιβάλλον.)
Αν οι επιτυχίες του Αλεξάνδρου έδωσαν την εντύπωση μιας λαμπερής αστραπής, όπως το διατύπωσε ο Αππιανός, ένας μεταγενέστερος ιστορικός, οι πόλεμοι των Διαδόχων του έδωσαν την εντύπωση μιας βασιλείας που συντρίφτηκε και διαμοιράστηκε στους τέσσερις ανέμους, όπως το διατύπωσε ο Ιουδαίος «προφήτης Δανιήλ». Το βασίλειο του Αλεξάνδρου ήταν δυνατό σαν το σίδερο, αλλά τα δάχτυλα και τα πόδια του περιείχαν επίσης πηλό και ήταν έτσι ισχυρά και εύθραυστα ταυτοχρόνως, καθώς ο σίδηρος δεν ενώνεται με τον πηλό. Ο Ιουδαίος προφήτης δεν είχε πάντως καμία ψευδαίσθηση. Οι πόλεμοι που ήταν σε θέση να διεξάγουν μεταξύ τους οι Διάδοχοι του Αλεξάνδρου μπορούσαν κάποτε να προσλαμβάνουν κοσμογονικές διαστάσεις.
Αρκετές δεκάδες χιλιάδες άνδρες βρίσκονταν διαρκώς σε κατάσταση ετοιμότητας σε όλα τα στρατόπεδα, διεκδικώντας μισθούς, τροφή και στέγη. Στις μεγάλες προετοιμασίες οι αριθμοί τους πολλαπλασιάζονταν δραματικά. Μετά από κάθε αναμέτρηση, οι ηττημένοι στρατιώτες αιχμαλωτίζονταν ή προσλαμβάνονταν από τον νικητή, ενώ οι νεκροί αριθμούνταν με τις χιλιάδες ή τις δεκάδες χιλιάδες. Στην καλύτερη περίπτωση οι νεκροί αξιώνονταν μια εύλογη ταφή, αλλά όταν αυτό δεν ήταν εφικτό εγκαταλείπονταν στα πεδία των μαχών. Από τη σκοπιά των στρατηγών, εκείνο που κυρίως ενδιέφερε ήταν η αντικατάστασή τους. Όπως το διατύπωσε ένας από τους επιφανέστερους, οι νεκροί δεν είχαν ανάγκη από συσσίτιο. Σοβαρότερες ήταν πάντως οι επιπτώσεις στον άμαχο πληθυσμό. Οι υποδουλωμένοι σπανίως έβρισκαν τον δρόμο της επιστροφής στα σπίτια τους. Κανείς άλλωστε δεν χρειάστηκε να υπολογίσει και να καταγράψει τον αριθμό των σκοτωμένων γερόντων, των γυναικών και των παιδιών.
Όλα τα άρρενα μέλη του μακεδονικού βασιλικού οίκου που θα μπορούσαν να διεκδικήσουν την εξουσία είχαν εξοντωθεί - τα περισσότερα από την εποχή που ανέλαβε τη βασιλεία ο Αλέξανδρος. Επιζούσε μόνο ο ετεροθαλής αδελφός του, ο Αρριδαίος, τον οποίο ο Φίλιππος είχε αποκτήσει με μια χορεύτρια. Ως διανοητικά καθυστερημένος δεν είχε θεωρηθεί σοβαρή απειλή. Υπήρχε επίσης ο μικρός γιος του Αλεξάνδρου, ο Ηρακλής, αλλά η μητέρα του Βαρσίνη δεν ήταν νόμιμη βασιλική σύζυγος. Απέμενε έτσι το παιδί που ανέμενε η Ρωξάνη. Έτσι κι αλλιώς, την πραγματική εξουσία όφειλαν να αναλάβουν αμέσως οι Μακεδόνες στρατηγοί. Αντιμέτωποι με τον κίνδυνο ενός εμφύλιου πολέμου, αποφάσισαν να αναγνωρίσουν ως βασιλείς τον Αρριδαίο (στον οποίο δόθηκε το δυναστικό όνομα Φίλιππος Γ') και το παιδί του Αλεξάνδρου, εφόσον γεννιόταν αγόρι (όταν γεννήθηκε, το ονόμασαν Αλέξανδρο Δ'.) Επιμελητή όρισαν τον Περδίκκα, που κατείχε την υψηλότερη θέση στον μακεδονικό στρατό μετά τον θάνατο του Ηφαιστίωνα. Οι υπόλοιποι μοιράστηκαν μεταξύ τους την αυτοκρατορία, αφήνοντας στον Αντίπατρο τη Μακεδονία και τις πόλεις της Ελλάδας και στον Αντίγονο, τον λεγόμενο Μονόφθαλμο, τη δυτική Μικρά Ασία. Αμφότεροι, γηραιοί πλέον, ανήκαν στη γενεά του Φιλίππου και διατήρησαν τις θέσεις στις οποίες τους είχε τοποθετήσει ο Αλέξανδρος. Από τους νεότερους, ο Πτολεμαίος πήρε την Αίγυπτο, όπου μετέφερε με πανουργία τη σορό του νεκρού βασιλιά, και επεκτάθηκε σύντομα στην Κυρήνη. Ο Λυσίμαχος ανέλαβε τη διοίκηση της Θράκης, ενώ ο Σέλευκος τη διοίκηση των ἑταίρων. Οι υπόλοιπες σατραπείες παραδόθηκαν σε άλλους στρατηγούς.
Ευνοημένος βρέθηκε και ο Ευμενής ο Καρδιανός, που είχε υπηρετήσει τον Φίλιππο και τον Αλέξανδρο ως αρχιγραμματέας. Μολονότι δεν ήταν Μακεδόνας, διακρίθηκε και ως στρατηγός, αναλαμβάνοντας μετά τον θάνατο του βασιλιά τη διοίκηση της Παφλαγονίας, της Καππαδοκίας και άλλων περιοχών που δεν είχαν ακόμη τεθεί σε πλήρη έλεγχο. Στην υπηρεσία του βρισκόταν ένας προικισμένος συμπολίτης του που τον έλεγαν Ιερώνυμο. Αυτός ευτύχησε να ζήσει περισσότερα από εκατό χρόνια και να υπηρετήσει διαδοχικά τον Αλέξανδρο, τον Ευμένη, τον Αντίγονο τον Μονόφθαλμο, τον γιο του Δημήτριο και τον εγγονό του Αντίγονο Γονατά. Σε προχωρημένη ηλικία αφηγήθηκε με σύνεση και ακρίβεια την ιστορία των Διαδόχων - τα πενήντα κρίσιμα χρόνια μετά από τον θάνατο του Αλεξάνδρου. Οι βασικές πληροφορίες από το χαμένο του σύγγραμμα ενσωματώθηκαν στην ιστορία του Διόδωρου.
Τα προβλήματα των Διαδόχων ήταν σοβαρά. Οι κατακτημένοι λαοί δεν εξεγέρθηκαν, ούτε ανέδειξαν άλλωστε ισχυρούς διεκδικητές με ερείσματα νομιμότητας. Η αντίδραση πολλών Ελλήνων, ωστόσο, ήταν άμεση και βίαιη. Πρώτοι εξεγέρθηκαν οι πολλές χιλιάδες Έλληνες που είχαν εγκατασταθεί, χωρίς τη θέλησή τους, στην Ασία, αλλά σύντομα συντρίφτηκαν και εξοντώθηκαν. Στην κεντρική Ελλάδα πάλι χρειάστηκε μεγαλύτερος αγώνας για να εξασφαλιστεί η κυριαρχία των Μακεδόνων. Δυσκολότερο ήταν πάντως να διευθετηθούν οι σχέσεις των ίδιων των Διαδόχων. Όπως το διατύπωσε ο Πλούταρχος, εφόσον κυριαρχούσε η υπέρμετρη πλεονεξία, ούτε το πέλαγος ούτε τα όρη, ούτε η ακατοίκητη έρημος αλλά ούτε και τα σύνορα της Ευρώπης και της Ασίας μπορούσαν να περιορίσουν τις φιλοδοξίες τους.
Οι στρατηγοί του Αλεξάνδρου διέθεταν πρωτόγνωρη στρατιωτική πείρα. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους το είχαν περάσει πολεμώντας. Συμμετέχοντας στην ασιατική εκστρατεία, αντιμετώπισαν τις πιο περίπλοκες καταστάσεις και υποχρεώνονταν να επινοούν συνεχώς νέα στρατηγήματα. Είχαν άλλωστε στις διαταγές τους πολλούς εμπειροπόλεμους Μακεδόνες, πάντα πρόθυμους να συμμετάσχουν σε προσοδοφόρους αγώνες. Ορισμένοι από τους παλαιούς ὑπασπιστάς, που ονομάστηκαν ἀργυράσπιδες, πολεμούσαν από την εποχή του Φιλίππου και ήταν πλέον τουλάχιστον 60 ή και 70 χρόνων - πάντα όμως αξιόμαχοι.
Οι στρατηγοί διέθεταν άφθονα χρήματα για να προσλαμβάνουν πολυάριθμο μισθοφορικό στρατό. Με τα ανυπολόγιστα αποθέματά τους χρηματοδοτούσαν επιχειρήσεις με έναν τρόπο που κανένας Πέρσης βασιλιάς δεν είχε έως τότε τη δυνατότητα ή τη βούληση να το πράξει. Στις μετακινήσεις τους οι στρατοί μετέφεραν τεράστιες σκευοφόρους με τα χρήματα και τα λάφυρα που αποκόμιζαν. Στις μάχες συνοδεύονταν συχνά από πλῆθος ὄχλου παντοδαπόν, που αναλάμβανε το πλιάτσικο, χωρίς να προσφέρει άλλη υπηρεσία. Επιπλέον, από μίμους, θαυματοποιούς, ορχηστρίδες και ψάλτριες, που αναλάμβαναν να ψυχαγωγήσουν τους άνδρες σε ώρες ανάπαυλας. Μετά από κάθε νίκη, οι στρατιώτες φόρτωναν στις αποσκευές τους νέα αποκτήματα, ενώ οι στρατηγοί τους περιέφεραν ολόκληρα θησαυροφυλάκια. Οι νικηφόροι στρατοί έσερναν επίσης πλήθη υποδουλωμένων ανδρών και γυναικών. Με τα φορτία τους γίνονταν συχνά δυσκίνητοι και ευάλωτοι. Οι εχθροί επιτίθονταν κάποτε πρώτα στις αποσκευές τους, για να τις λεηλατήσουν και για να καταρρακώσουν το ηθικό των αντιπάλων τους.
Οι Διάδοχοι εξέλιξαν τις πολιορκητικές μηχανές, που έφταναν πλέον έως τα σαράντα μέτρα ύψος και διέθεταν εννέα ορόφους. Για τις ναυμαχίες τους κατασκεύαζαν όλο και μεγαλύτερα πολεμικά πλοία. Πρώτη φορά μνημονεύονται ἑπτήρεις, αλλά και πλοία με 15 ή 16 σειρές κουπιά. Επιπλέον, άρχισαν να παραγγέλνουν σιδερένιους θώρακες και πανοπλίες μεγάλου βάρους. Η ουσιαστικότερη καινοτομία που αποδέχθηκαν ήταν πάντως η χρήση πολεμικών ελεφάντων, τους οποίους προμηθεύονταν κυρίως από την Ινδία. Για να σταθεροποιήσουν κάπως τις μεταξύ τους συμμαχίες, που άλλαζαν σύμφωνα με τις ανάγκες της στιγμής, παντρεύονταν ο ένας τις αδελφές ή τις θυγατέρες του άλλου, συχνά σε δεύτερο και τρίτο γάμο. Από τις πλέον περιζήτητες νύφες ήταν βεβαίως η αδελφή του Αλεξάνδρου, η Κλεοπάτρα. Για αυτούς τους γάμους σκοπιμότητας ορισμένοι παρέφραζαν έναν στίχο του Ευριπίδη: «Όπου υπάρχει κέρδος, οι γάμοι πρέπει να γίνονται παρά φύσιν.» Ορισμένοι άρχισαν να παντρεύονται τις αδελφές τους.
Ο Αντίπατρος προσπαθούσε ακόμη να καταστείλει την εξέγερση των Αιτωλών που είχαν πάρει μέρος στον Λαμιακό Πόλεμο, όταν ο Περδίκκας κατέστησε φανερό ότι προετοιμαζόταν να επιτεθεί στη Μακεδονία. Ήταν ήδη προστάτης των δύο κατ᾽ όνομα βασιλέων, είχε νυμφευτεί την Κλεοπάτρα και διοικούσε τον κύριο όγκο των βασιλικών στρατευμάτων. Επιπλέον, εξασφάλισε ως βασικό σύμμαχο τον Ευμένη. Ο Αντίπατρος, ο Αντίγονος, ο Λυσίμαχος και ο Πτολεμαίος συνασπίστηκαν εναντίον του, και έτσι ξέσπασε ο Πρώτος Πόλεμος των Διαδόχων. Το 320, μετά από σκληρές μάχες και ενώ ο Ευμένης νικούσε, η αναμέτρηση κρίθηκε στην Αίγυπτο, όπου, πολεμώντας εναντίον του Πτολεμαίου, ο Περδίκκας δολοφονήθηκε από τους άνδρες του. Έγινε έτσι αμέσως νέος διακανονισμός στον Τριπαράδεισο της βόρειας Συρίας. Ο Αντίπατρος, ο Αντίγονος και ο Πτολεμαίος παρέμειναν στις θέσεις τους, αλλά ο πρώτος ανέλαβε την επιμέλεια των βασιλέων και ο δεύτερος τα βασιλικά στρατεύματα της Ασίας. Ο Πτολεμαίος επεκτάθηκε στη Συρία. Στον Σέλευκο δόθηκε η πλούσια Βαβυλωνία, ενώ οι υπόλοιπες σατραπείες διαμοιράστηκαν και πάλι σε άλλους στρατηγούς.
Οι Αθηναίοι θεώρησαν τις συνθήκες κατάλληλες για να ζητήσουν με διπλωματική αποστολή την απομάκρυνση της μακεδονικής φρουράς από την πόλη τους. Έστειλαν για τον σκοπό αυτό ως πρέσβη τον Δημάδη, που είχε διαπραγματευτεί την ταπεινωτική τους παράδοση. Αλλά ο Αντίπατρος ήταν ανένδοτος και επιπλέον θανάτωσε τον πρεσβευτή. Σύντομα ωστόσο οι συνθήκες άλλαξαν αναπάντεχα με τον θάνατο του Αντίπατρου. Ο Πολυπέρχων, που τον διαδέχθηκε, ένας παλαιός αξιωματικός του Φιλίππου Β' και συμπολεμιστής του Αλεξάνδρου, προσπάθησε να συμφιλιωθεί με τους Έλληνες και τους επέτρεψε να αποκαταστήσουν τα παλαιά τους πολιτεύματα. Στους Αθηναίους έδωσε την άδεια να δεχτούν πίσω όσους είχαν υποχρεωθεί να εγκαταλείψουν την πόλη όταν απώλεσαν τα πολιτικά τους δικαιώματα και να πάρουν πάλι τον έλεγχο της Σάμου.
Αναπτερωμένοι οι δημοκρατικοί Αθηναίοι καταδίκασαν σε θάνατο τους ηγέτες τους που είχαν συνεργαστεί με τον Αντίπατρο. Επιφανέστερος ανάμεσά τους ήταν ο Φωκίων, που είχε εκλεγεί 45 φορές στρατηγός και ήταν πλέον πάνω από 80 ετών. Η δίκη έγινε σε έκρυθμες συνθήκες και χωρίς να τηρηθούν οι συνήθεις δημοκρατικές διαδικασίες. Για πρώτη φορά στην Εκκλησία του Δήμου παρευρίσκονταν ανεμπόδιστα δούλοι και ξένοι. Αλλά τα πάθη ήταν ιδιαιτέρως οξυμμένα, καθώς πολλοί είχαν υποφέρει σκληρά.
Ο Πολυπέρχων κινδύνευε πλέον από τον Αντίγονο, που με τον μεγάλο του στρατό και τον έλεγχο των θησαυροφυλακίων της Ασίας διεκδικούσε τη γενική εξουσία. Για την αντιμετώπισή του συμφιλιώθηκε με τον Ευμένη και τον διόρισε στρατηγό της Ασίας. Επιπλέον, ενίσχυσε τη θέση του προσκαλώντας από την Ήπειρο, όπου είχε καταφύγει, την Ολυμπιάδα, τη μητέρα του Αλεξάνδρου, η οποία ανέλαβε την επιμέλεια του εγγονού της. Μια από της πρώτες της φροντίδες ήταν να θανατώσει τον Αρριδαίο-Φίλιππο Γ' και τη γυναίκα του. Βασιλιάς έπρεπε να απομείνει μόνο ο Αλέξανδρος Δ'. Με τον Αντίγονο πάλι συνέπραττε ο παραγκωνισμένος Κάσσανδρος, ο γιος του Αντίπατρου, που επιθυμούσε να αναλάβει ο ίδιος τη διοίκηση της Μακεδονίας.
Στον Δεύτερο Πόλεμο των Διαδόχων, που διήρκεσε από το 319 έως το 315, ανέδειξαν τις στρατηγικές τους ικανότητες τόσο ο Αντίγονος όσο και ο Ευμένης. Η κρίσιμη μάχη δόθηκε στην Περσία, όπου αμφότεροι είχαν συγκεντρώσει ισχυρές δυνάμεις. Και από τις δύο πλευρές πολεμούσαν Μακεδόνες, νεότεροι και πρεσβύτεροι, καθώς και πλήθος άλλοι πολεμιστές. Η αναμέτρηση άρχισε με συμπλοκή ελεφάντων, 65 από την πλευρά του Αντίγονου, 114 από την πλευρά του Ευμένη. Αμέσως μετά ακολούθησε ιππομαχία και πεζομαχία. Η κατάσταση παρέμενε αμφίρροπη, αλλά ο Αντίγονος κατόρθωσε να κυριεύσει τις αποσκευές των Μακεδόνων που πολεμούσαν με τον Ευμένη. Και αυτοί, που ουδέποτε είχαν συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι τους οδηγούσε στη μάχη ένας Έλληνας, προτίμησαν να ανταλλάξουν τον αρχηγό τους με τις περιουσίες τους. Στα χέρια του Αντίγονου ο Ευμένης βρήκε βασανιστικό θάνατο. Σειρά είχε ο Σέλευκος, ο οποίος ωστόσο πρόλαβε να καταφύγει στην Αίγυπτο, εγκαταλείποντας τη σατραπεία του.
Καθώς ο Αντίγονος κυριαρχούσε στην Ασία, το βασίλειο των Μακεδόνων διεκδικούσε πλέον ο Κάσσανδρος. Η πρώτη του μεγάλη επιτυχία ήταν η θανάτωση της Ολυμπιάδας, η δεύτερη ο γάμος του με τη Θεσσαλονίκη, μια άλλη αδελφή του Αλεξάνδρου. Έκτισε μια πόλη στο Θερμαϊκό στην οποία έδωσε το όνομά της, η οποία έμελλε να καταστεί το κυριότερο λιμάνι της Μακεδονίας. Αναζητώντας συμμάχους, επανίδρυσε τη Θήβα, είκοσι χρόνια μετά την ισοπέδωσή της, δίνοντας την άδεια στους επιζώντες παλαιούς κατοίκους να επιστρέψουν στην πόλη τους. Στην Αθήνα ωστόσο επέβαλε πάλι φρουρά, κατήργησε τη δημοκρατία και όρισε επιμελητή της πόλης τον αριστοτελικό φιλόσοφο Δημήτριο Φαληρέα.
Αμέσως μετά ξέσπασε Τρίτος Πόλεμος των Διαδόχων, που συμπαρέσυρε πολλές ελληνικές πόλεις στην Πελοπόννησο, την Αιτωλία, την Ακαρνανία, τη Βοιωτία, την Εύβοια, τα νησιά του Ιονίου, αλλά επίσης την Ήπειρο και άλλες περιοχές. Ο Πτολεμαίος, ο Λυσίμαχος και ο Κάσσανδρος, έχοντας με το μέρος τους τον Σέλευκο, συγκρότησαν συμμαχία εναντίον του Αντίγονου. Ένας από τους λίγους παλαιούς στρατηγούς που συνεργάστηκε με τον Αντίγονο ήταν ο Πολυπέρχων, ο οποίος, διωγμένος από τη Μακεδονία, είχε ως βάση του την Πελοπόννησο. Ο Αντίγονος αξιοποιούσε επίσης τις στρατηγικές ικανότητες του νεαρού γιου του Δημητρίου. Μια μεγάλη ήττα ωστόσο του Δημητρίου στη Γάζα επέτρεψε στον Σέλευκο να ανακτήσει τον έλεγχο της Βαβυλωνίας.
Το 311 οι ισορροπίες δυνάμεων υποχρέωσαν τους πάντες να συνάψουν νέα συνθήκη. Ο Κάσσανδρος αναγνωρίστηκε επισήμως στρατηγός της Ευρώπης έως την ενηλικίωση του μικρού Αλεξάνδρου Δ', και ο Αντίγονος στρατηγός της Ασίας. Ο Λυσίμαχος διατήρησε τον έλεγχο της Θράκης, ο Πτολεμαίος της Αιγύπτου έως τη Λιβύη και την Αραβία, ενώ οι ελληνικές πόλεις αφέθηκαν τυπικώς αυτόνομες. Η συμφωνία δεν περιλάμβανε τον Πολυπέρχοντα και τον Σέλευκο, αλλά αμφότεροι διατήρησαν τις περιοχές που είχαν κατακτήσει, στην Πελοπόννησο ο πρώτος, στη Βαβυλωνία ο δεύτερος. Ο διακανονισμός έδειχνε εύλογος και ανταποκρινόταν στην πραγματική κατάσταση που είχε δημιουργηθεί, αλλά παρέμενε από τη φύση του προσωρινός, εφόσον υπήρχε ακόμη νόμιμος κληρονόμος όλου του βασιλείου. Την εκκρεμότητα αυτή ανέλαβε να διευθετήσει ο Κάσσανδρος, δολοφονώντας τον μικρό Αλέξανδρο και τη μητέρα του. Οι Διάδοχοι δεν είχαν πλέον καμία τυπική υποχρέωση να εμφανίζονται ως προστάτες της ξεκληρισμένης πλέον δυναστείας των Αργεαδών.
Η συνθήκη των Διαδόχων δεν οδήγησε σε γενική ειρήνη. Στο ευρύτερο Αιγαίο οι ανταγωνισμοί συνεχίζονταν διαρκείς. Ο Πολυπέρχων επιχείρησε να ανεβάσει στον θρόνο της Μακεδονίας τον ανήλικο Ηρακλή, ως τέκνο του Αλεξάνδρου, αλλά ο Κάσσανδρος τον έπεισε ότι ήταν για το συμφέρον όλων να τον δολοφονήσουν και αυτόν. Ο Δημήτριος, ο γιος του Αντίγονου, κατέλαβε την Αθήνα και την απάλλαξε από τη μακεδονική φρουρά. Ο Δημήτριος Φαληρέας, εντεταλμένος επιμελητής της, κατέφυγε στη Θήβα και τελικώς στην Αλεξάνδρεια - όπου διέπρεψε στα γράμματα. Για την αποκατάσταση της δημοκρατίας μετά από 15 χρόνια, ο απελευθερωτής Δημήτριος δέχτηκε από τους Αθηναίους τιμές πρωτόγνωρες και υπερβολικές ως Σωτήρας - δείγμα της παθιασμένης προσήλωσής τους στο πάτριο πολίτευμα. Στις δέκα φυλές προστέθηκαν η Αντιγονίς και η Δημητριάς, για να τιμηθούν οι νέοι ευεργέτες και, για να εκπροσωπηθούν, οι βουλευτές αυξήθηκαν από 500 σε 600. Αμέσως μετά ο Δημήτριος έδιωξε τη μακεδονική φρουρά από τα Μέγαρα. Επιθυμούσε να αναγνωριστεί ως ελευθερωτής των Ελλήνων - και πράγματι απελευθέρωσε αρκετές ελληνικές πόλεις. Συγκάλεσε το Συνέδριο της Κορίνθου και αναγορεύτηκε ηγεμόνας της Ελλάδας, όπως είχαν πράξει ο Φίλιππος Β' και ο Αλέξανδρος Γ'.
Όταν το 306 ο Δημήτριος κατέλαβε την Κύπρο με πείσμονες μάχες και πολύνεκρες ναυμαχίες, ο πατέρας του και αυτός αυτοανακηρύχθηκαν βασιλείς και φόρεσαν διαδήματα. Ο Πτολεμαίος, ο Λυσίμαχος, ο Σέλευκος και ο Κάσσανδρος έσπευσαν να τους μιμηθούν. Η αυτοκρατορία την οποία είχε οικοδομήσει ο Αλέξανδρος διέθετε πλέον μια πλειάδα βασιλέων. Τέσσερις από αυτούς ήταν στρατηγοί του και δύο, ο Κάσσανδρος και ο Δημήτριος, τέκνα στρατηγών.
Ο Δημήτριος, με τη δυναμική και εντυπωσιακή πολιορκία της Ρόδου, που κράτησε έναν χρόνο, κέρδισε τον τίτλο του Πολιορκητή - μολονότι τελικώς η Ρόδος δεν κατακτήθηκε και διατήρησε σχετική αυτονομία. Οι άνδρες της είχαν αμυνθεί γενναία από τα τείχη της πόλης σε ναυμαχίες στις οποίες πυρπολούσαν τα εχθρικά πλοία, προσδένοντας τους φλεγόμενες βάρκες και καταστρέφοντας τις περίτεχνες πολιορκητικές μηχανές, πολλές από τις οποίες ήταν πλωτές. Όπως παραδίδει ο Πλούταρχος, μετά από τη συμφωνία που επήλθε με τη μεσολάβηση των Αθηναίων και άλλων Ελλήνων, οι Ρόδιοι ζήτησαν από τον πολιορκητή τους να τους αφήσει ως ενθύμιο της ανδρείας τους δείγματα των πολιορκητικών του μηχανών. Από την πώλησή τους, σύμφωνα με την παράδοση που διασώζει ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, οι Ρόδιοι συγκέντρωσαν αρκετά χρήματα για να κατασκευάσουν μέσα σε 12 χρόνια το μεγαλύτερο ορειχάλκινο άγαλμα της εποχής, αφιερωμένο στον θεό Ήλιο. Ο Κολοσσός της Ρόδου, όπως ονομάστηκε, ήταν έργο ενός μαθητή του Λύσιππου και είχε ύψος μεγαλύτερο από 30 μέτρα (όσο και το Άγαλμα της Ελευθερίας στη Νέα Υόρκη).
Ο Σέλευκος πάλι, που επειγόταν να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του προς τη Μεσόγειο, όπου διεξάγονταν πλέον οι σημαντικότεροι αγώνες, παρέδωσε τις ανατολικότερες περιοχές του βασιλείου του στους Ινδούς με αντάλλαγμα 500 πολεμικούς ελέφαντες.
Οι συνεχείς συγκρούσεις στην Ελλάδα και τη Μικρά Ασία από το 303 αριθμούνται ως Τέταρτος Πόλεμος των Διαδόχων. Έληξαν το 301 στην Ιψό της Φρυγίας, όπου δόθηκε μία από τις σημαντικότερες μάχες της εποχής. Από τη μια πλευρά ήταν ο Αντίγονος ο Μονόφθαλμος με τον γιο του Δημήτριο, επικεφαλής ενός στρατού που διέθετε 70.000 πεζούς, 10.000 ιππείς και 75 ελέφαντες. Από την άλλη, συνασπισμένοι ο Κάσσανδρος, ο Λυσίμαχος και ο Σέλευκος με τον γιο του Αντίοχο. (Με το μέρος τους ήταν επίσης ο Πτολεμαίος, που ωστόσο δεν πήρε μέρος στη μάχη.) Όλοι μαζί διέθεταν 64.000 πεζούς, 10.500 ιππείς, 400 ελέφαντες και 120 άρματα. Η υπεροχή των συνασπισμένων σε ελέφαντες υπήρξε, καθώς φαίνεται, καθοριστική. Ο Δημήτριος με τους ιππείς του καταδίωξε τον Αντίοχο, αλλά οι ελέφαντες του Σέλευκου τον απέκοψαν από τον στρατό του πατέρα του. Ηττημένος ο Αντίγονος, χτυπήθηκε από εχθρικά ακόντια και σκοτώθηκε. Ήταν πλέον 81 ετών. Οι αντίπαλοί του τον έθαψαν με βασιλικές τιμές και διαμοιράστηκαν την επικράτειά του.
Μεγάλοι κερδισμένοι βγήκαν ο Σέλευκος και ο Λυσίμαχος. Ο πρώτος κυριαρχούσε πλέον από τον Ευφράτη ποταμό έως τη Συρία, ο δεύτερος στη Θράκη και το μεγαλύτερο μέρος της Μικράς Ασίας. Ο Πτολεμαίος, πέρα από την Αίγυπτο, είχε καταλάβει μόνος του τη νότια Συρία, γνωστή ως Κοίλη Συρία. Ο Κάσσανδρος διατήρησε το βασίλειο της Μακεδονίας, αλλά δεν έζησε για πολύ ακόμη. Έτσι, η μάχη στην Ιψό έκρινε την τύχη της αυτοκρατορίας που είχε κατακτήσει ο Αλέξανδρος. Δεν υπήρχε πλέον ούτε κληρονόμος ούτε διεκδικητής για το σύνολό της. Τη θέση της πήραν τέσσερα μεγάλα βασίλεια.
Εκτός από τα μεγάλα βασίλεια των Διαδόχων, την ίδια περίπου εποχή διαμορφώθηκαν και άλλα μικρότερα, τα οποία είτε εκμεταλλεύονταν τα κενά που δημιουργούσαν οι ισορροπίες δυνάμεων είτε ενθαρρύνονταν από τους ίδιους τους νέους βασιλείς. Τέτοια βασίλεια ήταν της Βιθυνίας και του Πόντου στη Μικρά Ασία ή των Θρακών, που ζούσαν έξω από την επικράτεια του Λυσιμάχου και πολεμούσαν εναντίον του σχεδόν διαρκώς. Σημαντικό για τις εξελίξεις αποδείχθηκε επίσης το παλαιό βασίλειο της Ηπείρου. Βασιλικό τίτλο διεκδίκησε στη Σικελία και ο τύραννος Αγαθοκλής.
Ο Αγαθοκλής είχε πάρει την εξουσία στις Συρακούσες από το 317 σε συνθήκες που θύμιζαν κοινωνική εξέγερση. Το σύνθημά του ήταν η κατάργηση των χρεών και η αναδιανομή γης στους φτωχούς. Επιπλέον, ενίσχυσε το δημόσιο ταμείο και προετοίμασε στρατιωτικά την πόλη. Γρήγορα επέκτεινε την εξουσία του σε πολλές άλλες σικελικές πόλεις. Στον μακρό του πολιτικό βίο πολεμούσε σχεδόν αδιάκοπα, άλλοτε εναντίον εσωτερικών του αντιπάλων, άλλοτε εναντίον των σικελικών πόλεων που δεν ανέχονταν την υποταγή τους και άλλοτε εναντίον των Καρχηδονίων. Διακρίθηκε για τις μεγάλες του στρατηγικές ικανότητες αλλά και για τη σκληρότητά του. Φαίνεται ότι με τη μεγαλύτερη ευκολία αθετούσε τις συμφωνίες του και θανάτωνε όσους του αντιστέκονταν - κάποτε κατά χιλιάδες. Στις μεγάλες του επιχειρήσεις στη Λιβύη οι επιτυχίες εναλλάσσονταν με αποτυχίες.
Το 306, όταν ο Αγαθοκλής πληροφορήθηκε ότι οι στρατηγοί του Αλεξάνδρου φόρεσαν βασιλικά διαδήματα, αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς - προτιμώντας ωστόσο να διατηρήσει το στεφάνι του ιερατικού αξιώματος που ήδη κατείχε. Θεωρούσε πως δεν ήταν κατώτερος από τους άλλους βασιλείς ούτε σε εξουσία ούτε σε κατορθώματα. Όταν πέθανε δολοφονημένος το 289, στις Συρακούσες αποκαταστάθηκε το μετριοπαθές δημοκρατικό πολίτευμα που είχε εγκαθιδρύσει ο Τιμολέων. Στο μεταξύ ο Αγαθοκλής είχε συνάψει συμμαχία με τον Δημήτριο Πολιορκητή, η οποία δεν πρόλαβε να αποδώσει καρπούς.
Μετά τη μάχη στην Ιψό ο Δημήτριος επέστρεψε στην Αθήνα με έναν μικρό στρατό για να ξεκινήσει νέους αγώνες. Διέθετε ακόμη ισχυρό ναυτικό με βάσεις στα ιωνικά παράλια, την Κύπρο, τα νησιά του Αιγαίου, αλλά επίσης στα Μέγαρα και την Κόρινθο. Ενημερωμένοι για τη νέα κατάσταση, οι Αθηναίοι δεν άνοιξαν τις πύλες τους στον παλαιό τους ευεργέτη. Στη δραματική θέση που βρέθηκε, του παρουσιάστηκε ωστόσο αναπάντεχη ευκαιρία, καθώς ο Πτολεμαίος είχε συμμαχήσει με τον Λυσίμαχο. Απομονωμένος και απειλημένος, ο Σέλευκος πρότεινε στον Δημήτριο να ενεργήσουν μαζί για να τους αντιμετωπίσουν. Ο Δημήτριος άρχισε έτσι επιχειρήσεις στην Ελλάδα. Μία από τις πρώτες του επιτυχίες ήταν η κατάληψη της Αθήνας ύστερα από πολιορκία που προκάλεσε φοβερό λιμό. Στην πόλη εισήλθε και πάλι ως ελευθερωτής, ανατρέποντας τον τύραννο που της είχε επιβληθεί. Αμέσως μετά ξεκίνησε να κατακτήσει τη Σπάρτη. Νίκησε τον βασιλιά της Αρχίδαμο Δ' (305-275) και εισέβαλε στη Λακωνία. Πριν εισέλθει στην πόλη ωστόσο, πληροφορήθηκε ότι κινδύνευε άμεσα από τον Λυσίμαχο και τον Πτολεμαίο και αναγκάστηκε να αλλάξει πορεία. Για μία ακόμη φορά, οι ηττημένοι Σπαρτιάτες δεν υποχρεώθηκαν να δουν ξένα στρατεύματα μέσα στην πόλη τους.
Όταν πέθανε ο Κάσσανδρος, τα νεαρά τέκνα του συγκρούστηκαν για τον θρόνο της Μακεδονίας. Προσκεκλημένος από τον έναν διεκδικητή, ο Δημήτριος κατέλαβε το βασίλειο της Μακεδονίας για λογαριασμό του και δολοφόνησε τα δύο αδέλφια. Στη συνέχεια κυριάρχησε στη Θεσσαλία, όπου ίδρυσε μια νέα πρωτεύουσα στον Παγασητικό, τη Δημητριάδα. Είχε πλέον ικανό συνεργάτη τον γιο του Αντίγονο Γονατά. Με στόχο να ξανακερδίσει το χαμένο βασίλειο του πατέρα του, άρχισε τις μεγαλύτερες προετοιμασίες που είχαν γίνει από την εποχή του Αλεξάνδρου για μια εκστρατεία στην Ασία. Ο Πλούταρχος κάνει λόγο για 98.000 πεζούς, σχεδόν 12.000 ιππείς και 500 πλοία. Απειλούσε πλέον ανοιχτά και τους τρεις άλλους βασιλείς, τον Σέλευκο, τον Πτολεμαίο και τον Λυσίμαχο, που για να τον αντιμετωπίσουν συνασπίστηκαν μεταξύ τους και συμμάχησαν με τον βασιλιά της Ηπείρου, τον Πύρρο.
Το 287 ο Δημήτριος αποφάσισε να κινηθεί πρώτα εναντίον του Πύρρου. Πίστευε ότι οι Μακεδόνες θα πολεμούσαν αποφασιστικότερα εναντίον ενός ξένου παρά εναντίον ενός στρατηγού του Αλεξάνδρου. Αλλά όταν έφτασε στη Βέροια, οι άνδρες του τον εγκατέλειψαν και προσχώρησαν στον εχθρό. Οι Μακεδόνες είχαν κουραστεί να αγωνίζονται για τη δική του τρυφηλή ζωή. Μπροστά στην εξέλιξη αυτή, ο Δημήτριος πήγε στη σκηνή του, έβγαλε τα βασιλικά ενδύματα και το έσκασε μεταμφιεσμένος - όπως κάνουν οι ηθοποιοί, σημειώνει ο Πλούταρχος. Είχε βασιλεύσει στη Μακεδονία για επτά χρόνια. Το βασίλειο της Μακεδονίας διαμοιράστηκαν ο Πύρρος και ο Λυσίμαχος.
Ο Δημήτριος δεν το έβαλε κάτω και ανοίχτηκε σε νέες περιπέτειες. Βρίσκοντας για μια ακόμη φορά τους Αθηναίους απρόθυμους να τον δεχτούν και έτοιμους να επαναφέρουν τη δημοκρατία τους, στράφηκε προς την Ασία. Το 285 ωστόσο αιχμαλωτίστηκε από τον Σέλευκο και πέθανε τρία χρόνια αργότερα σε ηλικία 54 ετών, μέθυσος και σε κατάσταση πλήρους παρακμής.
Ύστερα από περιπέτειες, το βασίλειο της Μακεδονίας πέρασε στην εξουσία του Λυσιμάχου. Σύντομα, ωστόσο, ο Λυσίμαχος συγκρούστηκε με τον Σέλευκο για τον έλεγχο της Φρυγίας - αλλά και τη γενικότερη κυριαρχία. Οι δύο βασιλείς ήταν πλέον σχεδόν 80 ετών. Το 281, σε μια κρίσιμη μάχη στο Κουροπέδιο κοντά στη Μαγνησία, ο Λυσίμαχος σκοτώθηκε, αλλά ο Σέλευκος, καθώς περνούσε στην Ευρώπη και διεκδικούσε πλέον το σύνολο της παλαιάς αυτοκρατορίας (εκτός από την Αίγυπτο), δολοφονήθηκε από τον προστατευόμενό του Πτολεμαίο Κεραυνό. Βασιλιάς της Μακεδονίας ανέλαβε έτσι ο νεαρός δολοφόνος, ενώ στο βασίλειο του Σέλευκου εδραιωνόταν ο γιος του Αντίοχος. Ο Πτολεμαίος Κεραυνός, που βρέθηκε ανέλπιστα βασιλιάς της Μακεδονίας, ήταν γιος του Πτολεμαίου της Αιγύπτου, αλλά είχε παραγκωνιστεί στη διαδοχή για χάρη του μικρότερου αδελφού του. Μέσα σε έναν χρόνο πάντως σκοτώθηκε και αυτός, πολεμώντας με Κέλτες επιδρομείς, που άρχισαν να κατακλύζουν σε απίστευτα μεγάλους αριθμούς τη Μακεδονία.
Ορισμένοι από τους Κέλτες, τους οποίους οι Έλληνες αποκάλεσαν Γαλάτες, έφτασαν έως τους Δελφούς. Για την αντιμετώπισή τους δημιουργήθηκε μια συμμαχία, στην οποία συμμετείχαν οι Αιτωλοί, οι Βοιωτοί, οι Φωκείς, αλλά επίσης οι Αθηναίοι και διάφορες άλλες ελληνικές πόλεις. Οι σύμμαχοι είχαν τη συνδρομή τόσο του Αντίγονου Γονατά όσο και του Αντίοχου. Γράφοντας αιώνες αργότερα για αυτό τον αγώνα των Ελλήνων εναντίον των επικίνδυνων επιδρομέων, ο περιηγητής Παυσανίας τον παραλλήλισε με τους Περσικούς Πολέμους. Η εισβολή στην Ελλάδα αποκρούστηκε, αλλά πολλοί Γαλάτες κατέκλυσαν, εκτός από τη Μακεδονία, και τη Μικρά Ασία. Αποφασιστικό πλήγμα τούς έδωσε πάντως ο ίδιος ο Αντίγονος Γονατάς, ο οποίος με τη νίκη του αυτή κέρδισε το 276 το βασίλειο της Μακεδονίας. Πολύ σύντομα τους επιδρομείς νίκησε και ο Αντίοχος στην Ασία. Οι Γαλάτες αξιοποιήθηκαν στη συνέχεια περισσότερο ως μισθοφόροι. Από την εγκατάστασή τους στη Μικρά Ασία μια περιοχή ονομάστηκε Γαλατία.
Μισό αιώνα περίπου μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου, τα τέσσερα βασίλεια στα οποία είχε διαμοιραστεί η αυτοκρατορία του περιορίστηκαν σε τρία. Στη Μακεδονία, τη Θεσσαλία και τη Θράκη βασιλιάς ήταν ο Αντίγονος Γονατάς (276-239), γιος του Δημητρίου και εγγονός του Αντίγονου του Μονόφθαλμου αλλά και του Αντίπατρου από την πλευρά της μητέρας του. Στη Συρία, τη Μεσοποταμία και σε μεγάλο μέρος της Μικρά Ασίας βασίλευε ο γιος του Σέλευκου Α', ο Αντίοχος Α' (281-261). Λίγο νωρίτερα, τον Πτολεμαίο Α' είχε διαδεχθεί ο γιος του Πτολεμαίος Β' (285-246) - που έμεινε γνωστός ως Φιλάδελφος επειδή παντρεύτηκε την αδελφή του Αρσινόη. Κυριαρχούσε στην Αίγυπτο, την Κοίλη Συρία, την Κύπρο και πολλά νησιά του Αιγαίου. (Η Αρσινόη, που σε πρώτο γάμο είχε παντρευτεί τον Λυσίμαχο και σε δεύτερο τον ετεροθαλή της αδελφό Πτολεμαίο Κεραυνό, έμελλε, ως σύζυγος του Πτολεμαίου Β', να διαδραματίσει σπουδαίο ρόλο στην Αίγυπτο.)
Δημήτρης I. Κυρτάτας