Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση
Η Ελληνική Αρχαιότητα: Πόλεμος - Πολιτική - Πολιτισμός
των Δ. Ι. Κυρτάτα και Σπ. Ι. Ράγκου
Ίδρυμα ΣΤΑΥΡΟΣ ΝΙΑΡΧΟΣ & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών
4.6. Το δέκατο τρίτο θεϊκό άγαλμα
Ο Ξενοφών τελείωσε την αφήγηση των Ελληνικών του με τη μάχη της Μαντίνειας. Η έκβαση των γεγονότων τού φάνηκε ιδιαίτερα προβληματική. Δεν ήταν καν σαφές, κατά τη γνώμη του, ποιοι ήταν οι νικητές και ποιο το όφελος που αποκόμισαν από τη νίκη τους. Αντί να βρεθεί νέος ηγεμόνας για την Ελλάδα, είχε δημιουργηθεί μεγαλύτερη ἀκρισία (αβεβαιότητα) και ταραχή. Δύο χρόνια αργότερα είχαν ήδη αρχίσει να διαμορφώνονται εξελίξεις που κανείς δεν είχε προβλέψει, αλλά που έμελλε να ανατρέψουν όλα τα δεδομένα. Το 360 στον θρόνο της Μακεδονίας ανέβηκε ο Φίλιππος Β' (360-336) σε συνθήκες πολύ δυσμενείς. Ο αδελφός του Περδίκκας Γ' (365-360) είχε σκοτωθεί πολεμώντας εναντίον των Ιλλυριών μαζί με 4.000 Μακεδόνες στρατιώτες, και το μέλλον του βασιλείου προδιαγραφόταν ζοφερό.
Οι Μακεδόνες είχαν εμφανιστεί στην ελληνική ιστορία τόσο ξαφνικά και απροσδόκητα, ώστε για το παρελθόν τους, την κοινωνική τους οργάνωση και τον πολιτισμό τους πολύ λίγα ήταν γνωστά. Γράφοντας τον 5ο αιώνα, ο Ηρόδοτος ήταν πεπεισμένος ότι οι βασιλείς τους κατάγονταν από το Άργος - μια παράδοση χάρη στην οποία ονομάζονταν Αργεάδες. Μάλιστα, αφηγείται μια ιστορία σύμφωνα με την οποία όταν αμφισβητήθηκε η καταγωγή του βασιλιά Αλεξάνδρου Α' (περ. 495 - περ. 450/440), που ήθελε να λάβει μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες, οι οργανωτές τους, οι ἑλλανοδίκαι, αποδέχθηκαν τον ισχυρισμό του ότι ήταν Έλληνας. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που είχε συγκεντρώσει (προφανώς από τον ίδιο τον βασιλικό οίκο), μολονότι υποταγμένος στους Πέρσες, ο Αλέξανδρος διατηρούσε καλές σχέσεις με τους Αθηναίους. Στην κρίσιμη μάχη των Πλαταιών τον εμφανίζει μάλιστα να τους δίνει αυτοπροσώπως χρήσιμες συμβουλές. Για τον ρόλο του αυτό ο Αλέξανδρος έμεινε στην ιστορία ως φιλέλλην.
Το βασίλειο των Μακεδόνων βασιζόταν στο ιππικό, όπου στρατεύονταν οι αριστοκράτες ἑταῖροι του βασιλιά, και το πολύ πιο αδύναμο πεζικό των πεζεταίρων. Αυτό που κυρίως το διέκρινε ήταν η απουσία αυτοδιοικούμενων πόλεων. Για την επέκταση της Μακεδονίας και τη δράση των βασιλέων της στα χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου κάνει λόγο ο Θουκυδίδης. Βασιλιάς των Μακεδόνων ήταν τότε ο γιος του Αλεξάνδρου, ο Περδίκκας Β' (περ. 450/440-413). Ασκούσε την κυριαρχία του σε μια πολύ μεγάλη περιοχή, αλλά στην Άνω Μακεδονία υπήρχαν ακόμη ημιαυτόνομοι βασιλείς. Τα φρούρια ήταν λιγοστά και η άμυνα απέναντι στους Θράκες επιδρομείς δύσκολη. Ο γιος του Περδίκκα, ο Αρχέλαος (413-399), χάραξε δρόμους και οργάνωσε τον στρατό. Επιπλέον, απέδωσε μεγάλη σημασία στο ιππικό και τον οπλισμό. Την περίοδο της βασιλείας του έγιναν, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, όσα δεν είχαν γίνει στα χρόνια των οκτώ προκατόχων του.
Ο Αρχέλαος έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον και για τον ελληνικό πολιτισμό. Προσκάλεσε στην αυλή του τον ζωγράφο Ζεύξη και ποιητές, επιφανέστερος από τους οποίους ήταν ο Ευριπίδης. Στη Μακεδονία, όπου έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Ευριπίδης συνέθεσε μια τραγωδία για να τιμήσει έναν υποτιθέμενο πρόγονο του Αρχέλαου, που καταγόταν από τον Ηρακλή, καθώς και τις Βάκχες, με θέμα τη λατρεία του Διονύσου, για την οποία ενδιαφέρονταν ιδιαιτέρως οι Μακεδόνες. Μετά τη δολοφονία του Αρχέλαου η Μακεδονία πέρασε βαθιά κρίση, από την οποία ξαναβγήκε πια στα χρόνια του Φιλίππου Β'. Ακόμη και στα χρόνια του Φιλίππου, πάντως, η θέση των Μακεδόνων στον κόσμο των Ελλήνων παρέμενε αμφισβητούμενη, και οι εχθροί τους μπορούσαν με ευκολία να τους αποκαλούν βαρβάρους. Αλλά και μετά την κυριαρχία τους, στις ιστορικές αφηγήσεις διατηρείται συνήθως η διάκριση μεταξύ Ελλήνων και Μακεδόνων.
Μόλις ανέλαβε τη βασιλεία, ο Φίλιππος Β' αντιμετώπισε με επιτυχία τους Ιλλυριούς, τους Παίονες και τους Θράκες, με τους οποίους συνέπρατταν οι Αθηναίοι. Αμέσως μετά άρχισε να επιβάλλεται σε ελληνικές πόλεις. Οι επιτυχίες αυτές, και μάλιστα η κατάκτηση ολόκληρης της Θράκης, του έδωσαν τον έλεγχο σε χρυσοφόρα μεταλλεία και σε σιτοπαραγωγικές περιοχές καθώς και πρόσβαση στο εμπόριο του βόρειου Αιγαίου.
Πολλές ελληνικές πόλεις αντιλήφθηκαν από νωρίς την απειλή, αλλά δεν είχαν τη δυνατότητα να αντιδράσουν δυναμικά. Η Σπάρτη, μετά την ήττα στα Λεύκτρα, ήταν εξαιρετικά αποδυναμωμένη. Η Θήβα και η Αθήνα πάλι είχαν εμπλακεί σε σκληρούς και μακροχρόνιους πολέμους, η πρώτη για τον έλεγχο των Δελφών και η δεύτερη για τον έλεγχο της συμμαχίας της. Συνδυάζοντας πυγμή και διπλωματία, ο Φίλιππος αναμείχθηκε σε όλες τις σημαντικές υποθέσεις. Διέθετε άλλωστε μεγάλο και αποτελεσματικό στρατό.
Στην οργάνωση του στρατού ο Φίλιππος εμπνεύστηκε από τις καινοτομίες του Ιφικράτη και του Επαμεινώνδα. Από τον πρώτο πήρε την ιδέα να εφοδιάσει τους στρατιώτες του με ένα μακρύ δόρυ που ονομάστηκε σάρισα. Τον χειρισμό της καθιστούσε ευχερέστερο μια μικρή ασπίδα, που κρεμόταν με ιμάντα και άφηνε ελεύθερα τα χέρια, καθώς και ο ελαφρύτερος αμυντικός οπλισμός. Από τον δεύτερο πήρε την ιδέα να διατάξει τη μακεδονική φάλαγγα με βάθος πολύ περισσότερων σειρών από ό,τι συνηθιζόταν και να της δώσει μεγαλύτερη ευελιξία στη μάχη. Το σημαντικότερο ίσως ήταν ότι η δράση του πεζικού συνδυάστηκε οργανικά με αυτή του ιππικού. Και τα δύο σώματα υποστηρίζονταν από Θράκες ακοντιστές, τους Αγριάνες, από Κρήτες τοξότες και από μισθοφόρους πελταστές. Στο σώμα των πεζεταίρων προστέθηκαν και οι ὑπασπισταί, επίλεκτοι άνδρες που περιέβαλλαν τον βασιλιά.
Τον αμεσότερο κίνδυνο τον διέτρεχαν οι Αθηναίοι. Τα συμφέροντά τους εκείνη την εποχή τούς υποχρέωναν να παρακολουθούν με μεγάλη προσοχή όσα συντελούνταν στο βόρειο Αιγαίο. Εκεί κρινόταν το μέλλον της συμμαχίας τους και κυρίως η τροφοδοσία τους με σιτάρι από τον Ελλήσποντο. Η κατάσταση άρχισε να γίνεται πολύ σοβαρή το 357, όταν ο Φίλιππος κατέλαβε την Αμφίπολη, την οποία διεκδικούσαν οι ίδιοι, και ταυτοχρόνως ξεσπούσε συμμαχικός πόλεμος, με την αποστασία της Χίου, της Ρόδου, της Κω και του Βυζαντίου από τη Β' Αθηναϊκή Συμμαχία. Οι Αθηναίοι είχαν στρατηγούς τον Ιφικράτη, τον Τιμόθεο και τον Χάρη, αλλά όταν οι δύο πρώτοι έπεσαν σε δυσμένεια, τις στρατιωτικές υποθέσεις ανέλαβε μόνος του ο τελευταίος. Για την εξασφάλιση χρημάτων ο Χάρης συμμετείχε στην εξέγερση ενός σατράπη εναντίον του Πέρση βασιλιά. Όταν όμως ο Αρταξέρξης Γ' Ώχος έστειλε πρεσβεία απειλώντας τους Αθηναίους, αυτοί αναγκάστηκαν να ανακαλέσουν τον στρατηγό τους και να τερματίσουν άδοξα τον συμμαχικό πόλεμο. Στο μεταξύ ο Φίλιππος συνέχιζε τη νικηφόρο πορεία του, κατακτώντας την Ποτείδαια, τη Μεθώνη, τα Άβδηρα και τη Μαρώνεια.
Αντιμέτωποι με τα νέα δεδομένα, οι πολιτικοί της Αθήνας προβληματίστηκαν και συγκρούστηκαν μεταξύ τους. Το μεγαλύτερο εμπόδιο στις επιχειρήσεις τις οποίες θεωρούσαν επιβεβλημένες ήταν η έλλειψη πόρων. Μετά από μια σειρά αποτυχιών, ο Εύβουλος και οι συνεργάτες του ανέλαβαν πρωτοβουλίες για τη βελτίωση των οικονομικών της πόλης. Για ένα διάστημα έπεισαν τους Αθηναίους ότι το συμφέρον τους απαιτούσε ειρήνη. Ο Ισοκράτης πάλι είδε στο πρόσωπο του Φιλίππου τον άνδρα που μπορούσε να ενώσει τους Έλληνες και να επιλύσει τα κοινωνικά και πολιτικά τους προβλήματα εκστρατεύοντας εναντίον των Περσών. Ο ρήτορας Αισχίνης προέκρινε διπλωματικές λύσεις στις σχέσεις της πόλης με τον Φίλιππο (Κακριδής 3.6.Α [σ. 146-147]). Ορισμένοι ρήτορες, ωστόσο, με κύριο εκπρόσωπο τον Δημοσθένη, θεωρούσαν ότι ο Φίλιππος συνιστούσε τόσο μεγάλη απειλή για την ελευθερία των Αθηναίων, ώστε χρειαζόταν κάθε είδους συνεργασία και συστράτευση για την αντιμετώπισή του (Κακριδής 3.6.Α [σ. 144-146]). Ακόμη και τα χρήματα του Πέρση βασιλιά μπορούσαν να γίνουν, και γίνονταν, δεκτά. Για αρκετά χρόνια οι συγκρούσεις μεταξύ των πολιτικών ήταν οξύτατες και βίαιες.
Αμφιταλαντευόμενοι ανάμεσα σε μια αμυντική και μια επιθετική πολιτική, οι Αθηναίοι δεν κατόρθωσαν το 349 ούτε να βοηθήσουν την Όλυνθο, που ήταν ο βασικός τους σύμμαχος και η σημαντικότερη πόλη στη Χαλκιδική, ούτε να υποστηρίξουν τα συμφέροντά τους στην Εύβοια. Η Όλυνθος κατελήφθη και κατεδαφίστηκε από τον Φίλιππο, ενώ η Εύβοια αποσπάστηκε από την Αθηναϊκή Συμμαχία.
Ο Φίλιππος είχε στο μεταξύ διευρύνει την επιρροή του προς την κεντρική Ελλάδα. Από το 357 είχε ξεσπάσει ένας ακόμη αιματηρός και πολυετής πόλεμος, που ονομάστηκε Γ' Ιερός Πόλεμος, επειδή το επίδικο θέμα ήταν ο έλεγχος των Δελφών. (Είχαν προηγηθεί άλλοι δύο, ο ένας στα χρόνια του Σόλωνα και ο άλλος πριν από τον Πελοποννησιακό Πόλεμο.) Η νέα διαμάχη ξεκίνησε όταν οι Φωκείς καταδικάστηκαν για καταπάτηση ιεράς γης. Το υπέρογκο πρόστιμο επιδικάστηκε από τους ἱερομνήμονας των Αμφικτυόνων. Σε Αμφικτυονικό Συνέδριο, δηλαδή σε μόνιμο σύνδεσμο για τη διαχείριση του ιερού, αντιπροσωπεύονταν οι Βοιωτοί και οι Θεσσαλοί αλλά και άλλες ισχυρές πόλεις. Οι Φωκείς αντέδρασαν και κατέλαβαν τους Δελφούς. Οι Θηβαίοι και οι Θεσσαλοί ανέλαβαν την εκδίωξή τους και σημείωσαν μεγάλες επιτυχίες, αλλά οι Φωκείς, με τα χρήματα του ιερού, κατάφεραν να ξαναοργανώσουν έναν μεγάλο μισθοφορικό στρατό.
Οι Φωκείς, με την υποστήριξη των Αθηναίων και των Σπαρτιατών, συμμάχησαν με τους τυράννους των Φερών και επιχείρησαν να καταλάβουν ολόκληρη τη Θεσσαλία. Αντιμέτωπους ωστόσο δεν βρήκαν μόνο τους Θηβαίους, τους Λοκρούς, την πλειονότητα των Θεσσαλών και τους Περραιβούς, αλλά και τον Φίλιππο. Προσκεκλημένος το 353 από τους Θεσσαλούς αριστοκράτες, τους Αλευάδες, ο βασιλιάς των Μακεδόνων πέτυχε ολοκληρωτική νίκη. Άφησε στο πεδίο της μάχης περισσότερους από 6.000 νεκρούς και διέταξε τον πνιγμό των περίπου 3.000 αιχμαλώτων ως ιερόσυλων. Για τον ρόλο του αυτό πέτυχε να εκλεγεί τον επόμενο χρόνο ἄρχων ή ταγός της Θεσσαλίας. Ο Ιερός Πόλεμος όμως συνεχίστηκε και οι ανασυγκροτημένοι Φωκείς αναζήτησαν βοήθεια από τον Αρταξέρξη, ο οποίος την πρόσφερε με προθυμία.
Το 346 οι Αθηναίοι ήταν πλέον εξαντλημένοι και θεώρησαν αναγκαία μια ειρήνη με τον Φίλιππο. Ήταν πρόθυμοι να του αναγνωρίσουν τη θέση που ήδη κατείχε, ώστε να αποτρέψουν την επέκτασή του νοτιότερα. Ακόμη και ο Δημοσθένης ήταν σύμφωνος. Στις διαπραγματεύσεις συμμετείχε μαζί με τον Αισχίνη και τον Φιλοκράτη, το όνομα του οποίου δόθηκε στη συμφωνία. Ταυτοχρόνως διευθετήθηκε οριστικώς και ο Ιερός Πόλεμος. Οι Φωκείς τιμωρήθηκαν σκληρά και διασκορπίστηκαν σε χωριά. Επιπλέον, οι ψήφοι τους στην Αμφικτυονία δόθηκαν στον Φίλιππο. Με τη συνεργασία των Θεσσαλών, ο Φίλιππος απέκτησε πλέον τον απόλυτο έλεγχο και του μαντείου. Αν ο πρόγονός του Αλέξανδρος Α' είχε πετύχει να γίνει δεκτός στους Ολυμπιακούς Αγώνες, αυτός πέτυχε να πρωταγωνιστήσει σε βασικές θρησκευτικές υποθέσεις των Ελλήνων. Ανέλαβε μάλιστα να οργανώσει τα Πύθια μαζί με τους Βοιωτούς και τους Θεσσαλούς. Έτσι, στα μάτια πολλών Ελλήνων εμφανιζόταν και ως ευσεβής υπερασπιστής των ιερών τους.
Για λίγα χρόνια ο Φίλιππος ήταν απασχολημένος με τους παλαιούς εχθρούς των Μακεδόνων, τους Ιλλυριούς· επιπλέον, με την αναδιοργάνωση της Θεσσαλίας και με στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Θράκη. Το 340 βάδισε εναντίον της Περίνθου στην Προποντίδα. Στη διάρκεια της πολιορκίας στράφηκε και εναντίον του Βυζαντίου, που ενίσχυε του Περίνθιους. Οι ενέργειές του αυτές τον έφεραν σε σύγκρουση με τους Πέρσες. Η επέκτασή του στη Θράκη είχε ανησυχήσει τον μεγάλο βασιλιά, που έδωσε εντολή να ενισχυθεί η πολιορκημένη πόλη. Στην περιοχή έσπευσαν και οι Αθηναίοι. Τα ζωτικά τους συμφέροντα ήταν πλέον σε σοβαρότατο κίνδυνο, καθώς υπήρχε φόβος ο ανεφοδιασμός τους σε σιτηρά να βρεθεί στον έλεγχο των Μακεδόνων. Έκριναν άλλωστε ότι η ειρήνη είχε παραβιαστεί. Ο Φίλιππος αναγκάστηκε έτσι να υποχωρήσει και να λύσει την πολιορκία. Ήταν όμως αποφασισμένος να διευθετήσει οριστικά το ελληνικό ζήτημα εξουδετερώνοντας την Αθήνα.
Το 338 η είδηση ότι ο Φίλιππος πλησίαζε στην Αττική έσπειρε τον τρόμο στους Αθηναίους. Οι πολίτες συγκεντρώθηκαν για συνεδρίαση πριν ακόμη τους καλέσουν οι άρχοντες. Αυτή τη φορά δεν υπήρχαν αντιδικίες μεταξύ των ρητόρων. Οι πάντες έστρεψαν το βλέμμα στον Δημοσθένη. Έχοντας μόλις δύο μέρες στη διάθεσή του, αυτός έσπευσε στη Θήβα και έπεισε τους Βοιωτούς να αναλάβουν μαζί την αναχαίτιση του Φιλίππου. Αμέσως άρχισαν οι πολεμικές προετοιμασίες στη Χαιρώνεια, όπου οι Αθηναίοι συγκέντρωσαν όλες τους τις δυνάμεις (πανδημεί) για να σώσουν την πατρίδα τους. Παρομοίως έπραξαν οι Θηβαίοι.
Οι μεγάλοι στρατηγοί της Αθήνας ήταν πλέον νεκροί και ο μόνος που είχε απομείνει, ο Χάρης, ασφαλώς δεν ήταν ισάξιος του Φιλίππου. Η αναμέτρηση ήταν σφοδρή και μεγάλης διάρκειας. Έως ένα σημείο ο αγώνας ήταν μάλιστα αμφίρροπος. Αλλά η αποφασιστική παρέμβαση του νεαρού Αλεξάνδρου, του γιου του Φιλίππου, έκρινε, καθώς λεγόταν, το αποτέλεσμα. Περισσότεροι από 1.000 Αθηναίοι έπεσαν νεκροί και περίπου 2.000 αιχμαλωτίστηκαν. Οι απώλειες των Βοιωτών ήταν μεγαλύτερες. Ο Φίλιππος έστησε το τρόπαιό του θριαμβευτής.
Η Θήβα τιμωρήθηκε σκληρά και αναγκάστηκε να δεχτεί μακεδονική φρουρά και την επιβολή μιας φιλομακεδονικής ολιγαρχίας. Η Αθήνα όμως είχε ακόμη λίγες μέρες περιθώριο να προετοιμάσει την άμυνά της. Σε συνθήκες πανικού οι πάντες έσπευδαν πίσω από τα τείχη. Για τις ανάγκες του πολέμου αξιοποιήθηκαν ακόμη και όσα πολύτιμα αντικείμενα βρέθηκαν στους ιδιωτικούς τάφους του Κεραμεικού. Με την απώλεια τόσων ανδρών στη Χαιρώνεια, οι συνθήκες ήταν απελπιστικές, αλλά οι Αθηναίοι αποφάσισαν να υποστούν την υπέρτατη θυσία.
Αντιμέτωπος με τέτοιες πρωτοφανείς προετοιμασίες, ο Φίλιππος επέλεξε να προσφέρει στους Αθηναίους πολύ ευνοϊκούς όρους ειρήνης. Η συμμαχία τους έπρεπε να διαλυθεί, αλλά η πόλη θα παρέμενε ελεύθερη, διατηρώντας το δημοκρατικό πολίτευμα. Επιπλέον, οι αιχμάλωτοι αφέθηκαν όλοι ελεύθεροι και οι νεκροί αποδόθηκαν για ταφή. Ο Φίλιππος σχεδίαζε άλλωστε ήδη την περσική εκστρατεία του, και οι Αθηναίοι, που εχθρεύονταν τους Πέρσες, ήταν μια πολύ χρήσιμη δύναμη. Ανακουφισμένοι, οι Αθηναίοι έσπευσαν να αποδεχθούν τους όρους των Μακεδόνων. Το όραμα του Ισοκράτη για μια κοινή εκστρατεία εναντίον των Περσών ήταν πλέον εφικτό, αλλά όχι με τους όρους που εκείνος ήλπιζε. Σύμφωνα με μια παράδοση, μετά από τη μεγάλη ήττα της πόλης του πέθανε από ηθελημένη ασιτία. Τον επιτάφιο για τους νεκρούς της Χαιρώνειας ανέλαβε να εκφωνήσει ο Δημοσθένης.
Οι παλαιοί ηγέτες της πόλης τραβήχτηκαν ταπεινωμένοι στο περιθώριο και παραχώρησαν την ηγεσία στον Λυκούργο. Εκείνη την εποχή ήταν ο μόνος ικανός να ανορθώσει την κατεστραμμένη οικονομία της πόλης - κάτι που η Αθήνα είχε απόλυτη ανάγκη. Τέτοια ήταν η επιτυχία του στο δύσκολο αυτό εγχείρημα, ώστε η πόλη γνώρισε μια ακόμη περίοδο δημιουργικής δραστηριότητας. Μεταξύ άλλων άρχισαν να οικοδομούνται νέα λαμπρά κτίρια, ενώ μπήκαν οι βάσεις για καλύτερη οργάνωση του στρατού. Ο μεγάλος γλύπτης της εποχής, ο Λύσιππος, ανέλαβε να κατασκευάσει ανδριάντα του Σωκράτη. Στις δύσκολες περιστάσεις οι Αθηναίοι ζητούσαν με τον τρόπο αυτό συγνώμη για την καταδίκη του.
Την ίδια χρονιά που η μάχη της Χαιρώνειας έκρινε τις υποθέσεις των Ελλήνων, στη Σικελία πέθαινε τιμημένος ο Τιμολέων και στην Ιταλία ο βασιλιάς των Σπαρτιατών Αρχίδαμος Γ' (360-338). Είχε βασιλέψει για 23 χρόνια, κρατώντας τη Σπάρτη μακριά από όλες σχεδόν τις κρίσιμες αποφάσεις. Καθώς ο Φίλιππος κυριαρχούσε στην Ελλάδα, αυτός σκοτώθηκε πολεμώντας στο πλευρό των Ταραντίνων, που ήταν άποικοι της Σπάρτης.
Τη χρονιά που ο Φίλιππος επέβαλε την κυριαρχία του στον ελληνικό κόσμο με τη νίκη του στη Χαιρώνεια, ο βασιλιάς της Περσίας Αρταξέρξης Γ' Ώχος έπεφτε θύμα αυλικής συνωμοσίας. Τη διακυβέρνηση της μεγάλης αυτοκρατορίας ανέλαβε ο γιος του Αρσής (338-335) σε συνθήκες ιδιαίτερα απαιτητικές. Η Αίγυπτος, για παράδειγμα, κατάφερε να ελευθερωθεί από τον περσικό ζυγό.
Ο Φίλιππος άδραξε την ευκαιρία και το 337, σε κοινό συνέδριο των Ελλήνων (πλην των Λακεδαιμονίων) που συνήλθε στην Κόρινθο, εξελέγη ἡγεμών και στρατηγὸς αὐτοκράτωρ, δηλαδή στρατηγός με απόλυτη εξουσία, για να ηγηθεί σε κοινό αγώνα εναντίον της Περσίας. Στόχος, όπως διακηρύχθηκε, ήταν η εκδίκηση για τη βεβήλωση των ελληνικών ιερών το 480· απαραίτητη προϋπόθεση, η ειρήνη μεταξύ των ελληνικών πόλεων και η διατήρηση της κοινωνικής τάξης. Απαγορεύονταν ρητώς οι δημεύσεις περιουσιών, ο αναδασμός της γης και η παραγραφή των χρεών (βασικά αιτήματα των κατώτερων τάξεων) καθώς και η απελευθέρωση των δούλων με στόχο την κοινωνική αλλαγή. Χωρίς χρονοτριβή, οι Μακεδόνες στρατηγοί Άτταλος και Παρμενίων στάλθηκαν στην Ασία για να ξεκινήσουν τον πόλεμο με 10.000 άνδρες. Κεντρικό σύνθημα ήταν η απελευθέρωση των ελληνικών πόλεων.
Τον επόμενο χρόνο, με την ευκαιρία του γάμου της κόρης του Κλεοπάτρας, ο Φίλιππος διοργάνωσε μεγάλη γιορτή. Στην πομπή που οδηγούσε στο θέατρο παρήλασαν και τα αγάλματα των θεών, με δέκατο τρίτο το δικό του. Διεκδικούσε πλέον για τον εαυτό του μια θέση πλάι στους μεγάλους θεούς. Ο ίδιος εμφανίστηκε με λευκό ιμάτιο, αλλά, καθώς βάδιζε σε κάποια απόσταση από τους σωματοφύλακές του, δολοφονήθηκε.
Ο Φίλιππος παρέλαβε μια Μακεδονία που αγωνιζόταν για την επιβίωσή της και την παρέδωσε κυρίαρχη στο μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού κόσμου και έτοιμη να αναμετρηθεί με τη μεγάλη Περσική Αυτοκρατορία. Με τις στρατιωτικές του νίκες και τη διπλωματία του δεν άλλαξε μόνο την πορεία της ιστορίας αλλά και της ιστοριογραφίας. Τα επιτεύγματά του αφηγήθηκε ένας σύγχρονός του, ο Θεόπομπος ο Χίος, μαθητής του Ισοκράτη (Κακριδής 3.6.Β [σ. 159]). Το εκτενές του σύγγραμμα έχει χαθεί, αλλά και μόνο ο τίτλος του, Φιλιππικά, είναι ενδεικτικός. Για πρώτη φορά ένας άνθρωπος έδινε το όνομά του σε μια περίοδο της ιστορίας. Από τη νέα τροπή που είχε λάβει η ιστορία εμπνεύστηκε και ένας άλλος μαθητής του Ισοκράτη, ο Έφορος από την Κύμη (Κακριδής 3.6.Β [σ. 159-160]). Και το δικό του έργο έχει χαθεί, αλλά, καθώς ήταν η πρώτη σοβαρή και αξιόπιστη προσπάθεια συγγραφής παγκόσμιας ιστορίας, άσκησε μεγάλη επίδραση στους περισσότερους μεταγενέστερους ιστορικούς. Επρόκειτο για μια αφήγηση πολύ μακράς διάρκειας, από την εμφάνιση των Δωριέων στην Πελοπόννησο έως την κυριαρχία του Φιλίππου, σχεδόν 750 χρόνια αργότερα. Ιδιαιτέρως τον ακολούθησε και τον συμβουλεύτηκε ο Διόδωρος ο Σικελιώτης.
Σύντομα μετά τη δολοφονία του Φιλίππου δολοφονήθηκε και ο βασιλιάς της Περσίας Αρσής. Έτσι η αναμέτρηση των δύο μεγάλων δυνάμεων αναβλήθηκε.
Ο δολοφόνος του Φιλίππου εκτελέστηκε επιτόπου και δεν πρόλαβε να αποκαλύψει ούτε τα κίνητρα ούτε τους συνεργούς του. Η εξέλιξη αυτή ευνόησε πάντως τον Αλέξανδρο Γ' (336-323). Οι στρατιωτικές ικανότητες του νεαρού βασιλιά είχαν αποδειχθεί ήδη στις μάχες, αλλά η θέση του στη διαδοχή ήταν επισφαλής. Χωρίς να χάσει χρόνο, ο Αλέξανδρος εξασφάλισε την υποστήριξη του στρατού και ανέλαβε τη βασιλεία της Μακεδονίας, εξοντώνοντας όλους τους διεκδικητές της εξουσίας. Αμέσως μετά φρόντισε να εδραιώσει τη θέση του στον ελληνικό κόσμο.
Πολλοί Έλληνες αναθάρρησαν με την είδηση της δολοφονίας του Φιλίππου και άρχισαν να προετοιμάζουν την απελευθέρωσή τους από τη μακεδονική κυριαρχία. Πρώτοι και καλύτεροι οι Αθηναίοι, οι Θηβαίοι, οι Αιτωλοί, οι Αμβρακιώτες, οι Αρκάδες, οι Αργείοι και οι Ηλείοι. Αλλά ο Αλέξανδρος αντέδρασε με αποφασιστικότητα και ταχύτητα - όπως έμελλε άλλωστε να κάνει σε όλη τη σύντομη ζωή του. Οι Θεσσαλοί τον αναγνώρισαν ἄρχοντα του κοινοῦ τους και, αμέσως μετά, οι αντιπρόσωποι των Ελλήνων στην Κόρινθο στρατηγὸν αὐτοκράτορα και του ανέθεσαν να αναλάβει την κοινή εκστρατεία εναντίον των Περσών. Μόνο οι Λακεδαιμόνιοι αρνήθηκαν και πάλι να συμμαχήσουν. Η ιστορία τους, όπως ισχυρίστηκαν, τους απαγόρευε να συμμετάσχουν σε μια στρατιωτική επιχείρηση στην οποία δεν ήταν οι ίδιοι αρχηγοί. Μέσα σε ελάχιστο διάστημα ο Αλέξανδρος κατάφερε έτσι να κερδίσει τη θέση που κατείχε ο πατέρας του πριν από τη δολοφονία του και άρχισε να προετοιμάζει την περσική εκστρατεία του.
Στη νέα αναμέτρηση Ανατολής και Δύσης το πρώτο θύμα ήταν και πάλι ο Βορράς. Όπως ο Δαρείος ενάμιση αιώνα νωρίτερα πριν στραφεί εναντίον των Ελλήνων, έτσι και ο Αλέξανδρος, πριν διαβεί στην Ασία, φρόντισε πρώτα να εξασφαλίσει την κυριαρχία του στους ανυπότακτους λαούς που κατοικούσαν στη Θράκη έως τον ποταμό Ίστρο (Δούναβη) και πέρα από αυτόν. Καθώς όμως υπέτασσε διάφορα πολεμικά φύλα, ορισμένα από τα οποία του αντιστέκονταν σθεναρά, πληροφορήθηκε ότι οι Θηβαίοι ξεσηκώθηκαν εναντίον του. Είχε κυκλοφορήσει η φήμη ότι σκοτώθηκε στις μάχες και αυτό τους έδωσε θάρρος. Οι Θηβαίοι θυμήθηκαν το παλαιό και ένδοξο σύνθημα της ελευθερίας, καθώς και τα πρόσφατα λαμπρά τους κατορθώματα, και επιχείρησαν να απαλλαγούν από τη μακεδονική φρουρά. Ο κίνδυνος να επεκταθεί η εξέγερση ήταν μεγάλος. Το 335 ο Αλέξανδρος ανέλαβε δράση με όλο του τον στρατό, περισσότερους από 30.000 πεζούς και 3.000 ιππείς.
Παρά τις υποσχέσεις που είχαν λάβει από διάφορες πόλεις, οι Θηβαίοι αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν τους Μακεδόνες μόνοι τους. Πολλοί ήταν εκείνοι που συμμερίζονταν τις ελπίδες τους, αλλά κανείς δεν έδειχνε πρόθυμος να σπεύσει με τον στρατό του εναντίον του Αλεξάνδρου. Στην άνιση μάχη οι Θηβαίοι αρνήθηκαν κάθε συμβιβασμό, πολεμώντας με αυτοθυσία για να επαναλάβουν το ανέλπιστο επίτευγμα στα Λεύκτρα. Όταν όμως κρίθηκε το αποτέλεσμα της αναμέτρησης, ακολούθησε γενική σφαγή. Περισσότεροι από 6.000 Θηβαίοι σκοτώθηκαν και 30.000 αιχμαλωτίστηκαν και υποδουλώθηκαν. Η Θήβα ισοπεδώθηκε, με εξαίρεση τα σπίτια στα οποία είχε κάποτε φιλοξενηθεί ο Φίλιππος καθώς και το σπίτι του Πινδάρου. Στη μεγάλη αυτή μάχη σκοτώθηκαν 500 Μακεδόνες.
Η είδηση της καταστροφής έφτασε στην Αθήνα καθώς τελούνταν τα Ελευσίνια μυστήρια. Οι Αθηναίοι τα διέκοψαν και άρχισαν να προετοιμάζουν για μια ακόμη φορά την άμυνά τους. Ωστόσο, ο Αλέξανδρος δεν τους επιτέθηκε και αρκέστηκε να ζητήσει την παράδοση των δέκα ρητόρων που τους παρακινούσαν εναντίον του. Επιφανέστεροι ανάμεσά τους ήταν ο Δημοσθένης, ο Λυκούργος και ο Υπερείδης. Οι Αθηναίοι, με όση διπλωματία διέθεταν, ζήτησαν συγνώμη, στέλνοντας ως μεσολαβητές τον Δημάδη και τον Φωκίωνα, αλλά αρνήθηκαν να παραδώσουν τους πολιτικούς τους. Το αίτημά τους έγινε (ανέλπιστα) δεκτό. Ο Αλέξανδρος δεν είχε πρόθεση να καταστρέψει την Αθήνα. Βιαζόταν άλλωστε να ξεκινήσει την εκστρατεία του.
Καθώς ο Αλέξανδρος διαδεχόταν τον πατέρα του Φίλιππο, τον Πέρση βασιλιά Αρσή διαδεχόταν ένας εξάδελφός του. Ονομαζόταν Αρτασάτα ή, σύμφωνα με λιγότερο ασφαλείς μαρτυρίες, που έχουν ωστόσο καθιερωθεί, Κοδομαννός. Ως βασιλιάς έλαβε το δυναστικό όνομα Δαρείος Γ' (335-330). Πρώτο του μέλημα ήταν να υποτάξει και πάλι την Αίγυπτο, μια επιχείρηση που έφερε σε πέρας με επιτυχία. Αμέσως μετά άρχισε να αναζητά συμμάχους στην Ελλάδα εναντίον των Μακεδόνων. Ο Δαρείος, που εικονίζεται σε ρωμαϊκό ψηφιδωτό πολεμώντας, έμελλε να είναι ο τελευταίος Πέρσης βασιλιάς της δυναστείας των Αχαιμενιδών.
Δημήτρης I. Κυρτάτας