Εξώφυλλο

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση

Η Ελληνική Αρχαιότητα: Πόλεμος - Πολιτική - Πολιτισμός

των Δ. Ι. Κυρτάτα και Σπ. Ι. Ράγκου
Ίδρυμα ΣΤΑΥΡΟΣ ΝΙΑΡΧΟΣ & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

Πρόλογοι (στην έντυπη έκδοση)

Πρόλογος του συντονιστή της σειράς

Συντελέστηκε και κυκλοφορεί το έκτο πειραματικό εγχειρίδιο της σειράς «Αρχαιογνωσία και αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση» - ακολουθεί σε λίγο και το έβδομο, με το οποίο η σειρά συμπληρώνεται. Φαίνεται, για τα νεοελληνικά τουλάχιστον δεδομένα, σχεδόν απίστευτο ότι μέσα σε οκτώ χρόνια σχεδιάστηκαν, συντάχθηκαν και δημοσιεύτηκαν επτά συνεργατικά εγχειρίδια, τα οποία ελπίζω και εύχομαι να μην αγνοηθούν από το Υπουργείο Παιδείας της νεοσύστατης κυβέρνησης.

Το προκείμενο έκτο εγχειρίδιο τιτλοφορείται Ελληνική αρχαιότητα με υπότιτλο το τρίπτυχο Πόλεμος - πολιτική - πολιτισμός. Τίτλος και υπότιτλος παραπέμπουν στο πολύτροπο και ατίθασο κεφάλαιο της αρχαίας ελληνικής ιστορίας, ασκώντας επιλεκτική μέθοδο, η οποία δικαιώνει τον πειραματικό χαρακτήρα του εγχειριδίου, καθιστώντας τη σχολική του χρήση ωφέλιμη και ερεθιστική για διδάσκοντες και μαθητές.

Πρόκειται για συνεργατικό πόνημα, με το οποίο συστήνεται η ελληνική αρχαιότητα από τον 8ο προχριστιανικό αιώνα έως τον 4ο μεταχριστιανικό, μοιρασμένη σε τέσσερις συμβατικές εποχές: αρχαϊκή, κλασική, ελληνιστική, ελληνορωμαϊκή. Κάθε εποχή ταξινομείται σε επιμέρους ενεπίγραφα κεφάλαια και υποκεφάλαια, στα οποία συντάσσονται στοιχεία που αφορούν δρώμενα πολεμικά, πολιτικά και πολιτιστικά. Επιβάλλονται: επιλεγόμενα, χρονολόγιο, χάρτες και ευρετήριο.

Η γραμμή πλεύσεως ομολογείται ευθαρσώς στον πρόλογο των δύο συγγραφέων. Παραφράζω συντέμνοντας: «Το παρελθόν έχει πολλές όψεις: φανερές, κρυφές και λανθάνουσες. Όλα τα έργα και τα πάθη των ανθρώπων μιας συγκεκριμένης περιόδου αποτελούν πεδίο έρευνας και πραγμάτευσης. Από το πλήθος αυτών των στοιχείων ο ιστορικός επιλέγει ορισμένα που τα θεωρεί ενδεικτικά, ενώ άλλα τα αποσιωπά. Ο αποκλεισμός δεν περιορίζεται μόνο σε επιμέρους συμβάντα, που μπορεί να θεωρηθούν δευτερεύοντα και επουσιώδη· αφορά κάποτε και ολόκληρους τομείς του παρελθόντος.»

Η οικονομική αυτή αρχή, που τηρείται με ελεγχόμενη φρόνηση, επιμένει ιδιαίτερα: (α) σε κομβικά σημεία, όπου σαφέστερα διασταυρώνονται ή και συγκρούονται οι τρεις συντελεστές του υπότιτλου· (β) σε κεφάλαια της αρχαίας ελληνικής ιστορίας, που η νεοελληνική τουλάχιστον ιστοριογραφία τα έχει υποτιμήσει ή και αγνοήσει (όπως είναι η ελληνορωμαϊκή εποχή)· (γ) σε θέματα που συστήνουν αμφίβολες ή και γκρίζες ζώνες της ελληνικής αρχαιότητας (λ.χ. την εύπορη πολυτέλεια των Περσών, που δελέασε μεγάλες μορφές της ελληνικής αρχαιότητας, ή την υποτακτική κάποτε κολακεία των Αθηναίων προς διαβόητους στρατηγούς της ρωμαϊκής εξουσίας).

Η σύνταξη του εγχειριδίου προκρίνει και εφαρμόζει προπάντων την αφηγηματική μέθοδο, περιορίζοντας στο ελάχιστο τα εικονογραφικά στοιχεία και αποφεύγοντας γενικότερα την παραστατική διακόσμηση, συνδυασμένη συνήθως με αφόρητο κατακερματισμό της ύλης. Από την άποψη αυτή το ύφος του εγχειριδίου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ηροδότειο, συνδυάζοντας την αναγνωστική μάθηση με την αναγνωστική τέρψη.

Μίλησα για συνεργατικό πόνημα, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση γίνεται κυριολεκτικά διαλογικό. Στον βαθμό που οι δύο συγγραφείς (ο Δημήτρης Κυρτάτας και ο Σπύρος Ράγκος, πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, δόκιμοι ιστορικοί, θεωρητικότερος ο δεύτερος, πρακτικότερος ο πρώτος) συνομιλούν και συγγράφουν στο εσωτερικό των διαδοχικών κεφαλαίων. Συμπλέκουν δηλαδή τις συνεισφορές τους, υπογράφοντας κάθε φορά, με το αρκτικό του ονόματος του ο καθένας, το συμβαλλόμενο κείμενο του. Με τον τρόπο αυτό η εταιρική συνεργασία φτάνει στο αλτρουιστικό της όριο, σε μια εποχή που κυριαρχεί ο εγωιστικός ανταγωνισμός.

Δ. Ν. Μαρωνίτης

Πρόλογος των συγγραφέων

Το παρελθόν έχει πολλές όψεις. Όλα τα έργα και τα πάθη των ανθρώπων μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου (οι θεσμοί της κοινωνίας τους, οι οικονομικές τους δραστηριότητες, οι πεποιθήσεις και τα έθιμά τους, η ένδυση και η ομιλία τους, τα έργα τέχνης και η ποίηση τους) αποτελούν θέματα για έρευνα. Από το πλήθος των στοιχείων αυτών ο ιστορικός επιλέγει να ασχοληθεί με ορισμένα που θεωρεί ενδεικτικά, ενώ αποσιωπά άλλα. Ο αποκλεισμός δεν αφορά μόνο επιμέρους συμβάντα, που μπορούν να θεωρηθούν δευτερεύοντα ή επουσιώδη· αφορά και ολόκληρους τομείς του παρελθόντος.

Συνεχίζοντας τη σειρά «Αρχαιογνωσία και αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση», το εγχειρίδιό μας παρουσιάζει την ελληνική αρχαιότητα από τον 8ο αιώνα π.Χ. έως τον 4ο αιώνα μ.Χ., μέσα από τη συγκεκριμένη οπτική γωνία που δηλώνεται στο τρίπτυχο του υπότιτλου: Πόλεμος - Πολιτική - Πολιτισμός. Οι δύο πρώτοι όροι του τριπτύχου είναι αρχαιοελληνικοί, ενώ ο τρίτος αποτελεί σημασιολογικό δάνειο της νέας ελληνικής από τον γαλλικό όρο civilisation. Η σύνθεσή τους δείχνει έμμεσα ότι ο θεματικός πυρήνας του εγχειριδίου συμπλέκεται αναγκαστικά με τη σύγχρονη συζήτηση περί ιστοριογραφίας.

Ο πόλεμος ήταν πανταχού παρών σε όλες τις κοινωνίες του παρελθόντος, αλλά ειδικά στην ελληνική αρχαιότητα απέκτησε τεράστιες ιδεολογικές διαστάσεις. Εκεί, η ίδια η ανθρώπινη ζωή παρομοιάστηκε με αγώνα, και ο πόλεμος έφτασε να αναγορευτεί «βασιλιάς και πατέρας των πάντων». Η πρακτική και θεωρητική σημασία του πολέμου στην αρχαιοελληνική κοινωνία δείχνει γιατί η ιστορία των μαχών και των πολεμικών (με έργα και με λόγια) διενέξεων αποτελεί κατάλληλο δρόμο για την επίτευξη μιας συνάντησης με το συγκεκριμένο ιστορικό παρελθόν.

Ως ουσιαστικοποιημένο επίθετο, πολιτική στα αρχαία ελληνικά σήμαινε τη γνώση των δημόσιων πραγμάτων, των ζητημάτων που αφορούν την κοινωνία συνολικά. Η λέξη προήλθε από μια συγκεκριμένη κοινωνική οργάνωση: το ιδιότυπο ιστορικό μόρφωμα της αυτόνομης (ιδεωδώς οικονομικά ανεξάρτητης και διοικητικά ελεύθερης) πόλεως. Αυτή ήταν η πολιτική κοινωνία. Σε αυτή ειδικά την κοινωνική μορφή, και όχι αδιακρίτως σε κάθε μορφή κοινωνίας, πίστευαν ορισμένοι αρχαίοι φιλόσοφοι ότι ο άνθρωπος εκπληρώνει την ουσία του.

Ένα μεγάλο μέρος της πολιτικής δραστηριότητας των αρχαίων πόλεων αφορούσε ζητήματα πολέμου και ειρήνης. Και ένα μεγάλο μέρος των πολέμων που διεξήγαγαν οι πολίτες αφορούσε οργανωμένες συγκρούσεις που συνέβαιναν ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις ή τα ελληνιστικά βασίλεια. Η αρχαία ελληνική πολιτική νοοτροπία, με τη μεγάλη έμφαση που έδινε στην αυτονομία των πολιτικών επικρατειών, συνδεόταν με τον πόλεμο εγγενώς και εσωτερικά, όχι απλώς επιφανειακά ή εξωτερικά.

Στην αρχαία ελληνική γλώσσα -και την πνευματική παράδοση που διαμορφώθηκε μέσα της- δεν υπήρχε ειδική λέξη για τον πολιτισμό. Με τον τελευταίο από τους τρεις όρους του τριπτύχου εισάγεται μια ιδέα σχεδόν άγνωστη στην αρχαιότητα. Η έννοια του πολιτισμού, αντίθετα με τις ιδέες του πολέμου και της πολιτικής, είναι έννοια της νεότερης ευρωπαϊκής ιστορίας. Ως πολιτισμός νοείται άλλοτε το σύνολο των στοιχείων που απαρτίζουν τη ζωή ενός λαού σε μια συγκεκριμένη περίοδο και σε αντιδιαστολή με τον τρόπο ζωής άλλων λαών, και άλλοτε μόνο τα ανώτερα επιτεύγματα του πνεύματος στον χώρο των γραμμάτων, των επιστημών και των τεχνών.

Στο τρίπτυχο του εγχειριδίου μας ο πολιτισμός εκλαμβάνεται αρχικά με την ευρεία έννοια, για να δηλώσει την αρχαιοελληνική νοοτροπία, το κοσμοείδωλο, τη στάση ζωής των περισσότερων ανθρώπων - κυρίως των ανθρώπων που επικράτησαν, με τα έργα ή τα λόγια τους, και σημάδεψαν τις αντιλήψεις συγχρόνων και μεταγενεστέρων. Ωστόσο, στην αρχαία ελληνική κοινωνία, η ποίηση, η φιλοσοφία και οι τέχνες, αν και ανώτερα επιτεύγματα διακεκριμένων ποιητών, στοχαστών και καλλιτεχνών, διέπνεαν σε μεγάλο βαθμό την κοινωνία και καθόριζαν τάσεις και στάσεις. Επίσης, η ελληνική αρχαιότητα έχει μείνει στην ιστορία ως η εποχή που ενέπνευσε κατ᾽ επανάληψη αναγεννήσεις σε μεταγενέστερους πολιτισμούς. Για τους δύο αυτούς λόγους, στην αφήγησή μας περιλάβαμε τη μνημόνευση εκείνων των επιτευγμάτων του πνεύματος (γραμματειακών ειδών, καλλιτεχνικών μορφών, φιλοσοφικών δοξασιών, επιστημονικών ανακαλύψεων) τα οποία απέκτησαν μεγάλη αξία από τις χρήσεις και επαναχρήσεις που τους επιφύλασσε το μέλλον, είτε είχαν αρχικά πάνδημο χαρακτήρα είτε δεν εξέφραζαν παρά λίγους. Μέριμνά μας, πάντως, ήταν να δείξουμε επίσης τη σχέση αυτών των επιτευγμάτων, αν υπήρχε ή μπορούσε να διαφανεί, με τις πολιτικές συνθήκες και τα πολεμικά συμβάντα της εποχής τους. Στη νεωτερική σφαίρα του πολιτισμού αυτό που μας καθοδηγούσε ήταν το αρχαιοελληνικό δίπολο του πολέμου και της πολιτικής.

Οι Έλληνες της αρχαιότητας βρίσκονταν διεσπαρμένοι σε όλη τη Μεσόγειο και τον Εύξεινο Πόντο. Προτιμούσαν τοποθεσίες κοντά στη θάλασσα, αλλά βρέθηκαν κάποτε να κατοικούν και σε μεγάλη απόσταση από αυτήν. Μιλούσαν διακριτές διαλέκτους και ισχυρίζονταν ότι κατάγονταν από διαφορετικές φυλές. Προσάρμοζαν με σχετική ευκολία τα έθιμά τους στα ήθη των γειτονικών τους λαών και δανείζονταν από αυτούς αντιλήψεις για τους θεούς και τον κόσμο. Πολύ συχνά βρίσκονταν σε πόλεμο μεταξύ τους και αναζητούσαν συμμάχους οπουδήποτε μπορούσαν να τους βρουν. Ουδέποτε ωστόσο λησμόνησαν ότι όλοι ανήκουν σε ένα κοινό ἔθνος ή γένος, το οποίο αποκαλούσαν ἑλληνικόν. Παρά τις εσωτερικές τους διαφορές, πίστευαν ότι το ἑλληνικόν ξεχώριζε από τους υπόλοιπους λαούς και αναγνώριζαν ότι οι πόλεμοι στο εσωτερικό του ήταν εμφύλιοι - μολονότι αντιλαμβάνονταν ως χειρότερες εμφύλιες διαμάχες τις συγκρούσεις (στάσεις) που ξεσπούσαν στο εσωτερικό μιας πόλεως.

Οι Έλληνες της πρώιμης αρχαιότητας δεν σκέφτηκαν ποτέ το ενδεχόμενο πολιτικής συνένωσής τους σε ενιαίο κρατικό οργανισμό. Υπέρτατη αξία παρέμενε η πολιτική αυτονομία των πόλεων. Πολλές φορές όμως αισθάνθηκαν την ανάγκη να συνεργαστούν στρατιωτικά μεταξύ τους για να αντιμετωπίσουν εξωτερικούς εχθρούς. Στις περιπτώσεις αυτές αναζητούσαν τα σημάδια που τους ξεχώριζαν από τους αλλόφυλους: την κοινή καταγωγή, τις κοινές θρησκευτικές πρακτικές, τα ομότροπα ήθη και κυρίως την κοινή γλώσσα.

Η αρχαία ελληνική γλώσσα, παρ᾽ όλη τη διαλεκτική πολυμορφία της, παρήγαγε μέσα στους αιώνες στοιχεία μιας κοινής και αναγνωρίσιμης παιδείας, την οποία αξιώνονταν (σε διαφορετικό βαθμό κάθε φορά) οι πάντες. Η ελληνική παίδευσις, στοιχεία της οποίας διαχύθηκαν σε όλα τα μήκη και πλάτη του γνωστού κόσμου, ήταν το πλησιέστερο που διέθεταν οι αρχαίοι σε ό,τι εμείς σήμερα ονομάζουμε πολιτισμό. Στο εγχειρίδιό μας, μαζί με τις μάχες και την πολιτική, προσπαθούμε να παρακολουθήσουμε επίσης την ιστορική εξέλιξη της κοινής αυτής παιδείας. Μολονότι η γλώσσα διατηρήθηκε ενιαία, ορισμένες βασικές αντιλήψεις καθώς και οι αποδεκτοί τρόποι λατρείας άλλαξαν ριζικά με την επικράτηση του χριστιανισμού. Αυτές οι εξελίξεις καθόρισαν το χρονικό πέρας της ιστορίας μας.

Κάθε ματιά στο παρελθόν γίνεται από ορισμένη προοπτική θέασης που διανοίγεται στο παρόν. Απροϋπόθετη θέαση (ή αλλιώς: ματιά από το πουθενά) δεν υπάρχει. Τη δική μας στάση καθόρισαν τρεις παράγοντες: η νεοελληνική πραγματικότητα γενικά και το νεανικό κοινό στο οποίο απευθύνεται το βιβλίο ειδικότερα· τα οπωσδήποτε επιστημονικά αλλά ποτέ αναντίρρητα ή απόλυτα δεδομένα της σύγχρονης έρευνας και της σχετικής βιβλιογραφίας· και η βιωματική ματιά των αρχαίων συγγραφέων, ιστορικών ή άλλων, στους οποίους βασιζόμαστε.

Η νεοελληνική κοινωνία βρίσκεται σε μια ιδιότυπη σχέση με το αρχαιοελληνικό παρελθόν. Σε σύγκριση με άλλες κοινωνίες, δυτικές ή μη, η γνώση που διαθέτει ο μέσος Νεοέλληνας για την αρχαία Ελλάδα είναι αυξημένη. Το γεγονός αυτό καθιστά αναγκαία τη συμπερίληψη γεγονότων με συμβολική σημασία, τα οποία, εξεταζόμενα από καθαρά ιστορική άποψη, θα μπορούσαν να θεωρηθούν δευτερεύοντα και να λείπουν από ένα εγχειρίδιο. Από την άλλη, η ιδεολογική οικειοποίηση του αρχαιοελληνικού παρελθόντος από τη νεοελληνική κοινωνία είχε ως συνέπεια τον περιορισμό των γενικών γνώσεων αρχαίας ιστορίας στους τομείς εκείνους που δεν συγκρούονταν με άλλα δεδομένα της -υπό συγκρότηση ή μερικώς συγκροτημένης- νεοελληνικής ταυτότητας. Από το μεγαλείο της αρχαίας Ελλάδας που προσφέρεται στον μαθητή ή τον φοιτητή λείπουν κάποτε οι αρνητικές όψεις του αρχαίου κόσμου, κυρίως όσες είναι λιγότερο συμβατές ή συμβιβάσιμες με τα ισχύοντα ιδανικά. Λείπουν επίσης γνώσεις για εποχές υποτιθέμενης παρακμής, όπως η ύστερη ελληνιστική περίοδος και η εποχή της ρωμαϊκής κυριαρχίας. Αυτές όμως οι όψεις και οι εποχές αποτελούν οργανικό τμήμα της αρχαίας ελληνικής ιστορίας και ταυτόχρονα μπορούν να λειτουργήσουν ως φωτοσκίαση, καθιστώντας το παρελθόν ανάγλυφο, ζωντανό και διδακτικό. Μολονότι δεν είχαμε την ευχέρεια να καλύψουμε με τρόπο εξίσου συστηματικό όλες τις περιόδους της ελληνικής αρχαιότητας, επιλέξαμε να φέρουμε στο προσκήνιο, άλλοτε υπαινικτικότερα και άλλοτε με πιο άμεσο τρόπο, ορισμένες παραμελημένες πλευρές της.

Η σύγχρονη έρευνα στα θέματα του πολέμου (οπλισμός, αρχαίες τακτικές μάχης, πολεμικές εφευρέσεις κτλ.) και της πολιτικής (θεσμοί, νόμοι, ψηφίσματα, πολιτειακές αλλαγές κτλ.) έχει πραγματοποιήσει άλματα. Σήμερα γνωρίζουμε καλύτερα τι συνέβαινε στη Σπάρτη τον 6ο και στην Αθήνα τον 4ο αιώνα, πώς πολεμούσε ένας Μακεδόνας στρατιώτης και πώς διεκπεραιωνόταν η διοικητική αλληλογραφία στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο από όσα γνώριζαν οι ευρυμαθείς λόγιοι σε παλαιότερες εποχές. Η γνώση μας έχει αυξηθεί αφενός χάρη στα αρχαιολογικά δεδομένα και αφετέρου λόγω της χρήσης επιστημονικών μεθόδων σύγκρισης και χρονολόγησης των στοιχείων, υλικών ή άλλων. Οι αρχαίες πηγές αποδείχθηκαν αρκετές φορές ανακριβείς ή υπερβολικές. Προέκυψε έτσι ένα κλίμα γενικής δυσπιστίας σε σχέση με πολλές από τις πληροφορίες που ενσωματώθηκαν στην αρχαία παράδοση.

Δεν υιοθετήσαμε πλήρως την υπερκριτική στάση της σύγχρονης έρευνας. Ενδιαφερθήκαμε συχνά να αποδώσουμε τι παραδίδουν οι αρχαίοι συγγραφείς, πώς και γιατί το ισχυρίζονται, χωρίς να συσχετίζουμε πάντοτε τα λεγόμενά τους με τα πορίσματα της νεότερης ακαδημαϊκής ορθοδοξίας. Ένα από τα μελήματά μας ήταν οι τρόποι πρόσληψης του παρόντος και του παρελθόντος (αμεσότερου ή μακρινότερου) από τους ίδιους τους Έλληνες. Επινοημένοι θρύλοι και μεταγενέστερα ανέκδοτα εκτίθενται ενίοτε ως στοιχεία ενδεικτικά του αρχαίου τρόπου σκέψης. Παραθέματα από τις αρχαίες πηγές φωτίζουν, σε αρκετές περιπτώσεις, το θέμα ή το κλίμα μιας εποχής με τρόπο άμεσο. Ειδικά οι αρχαίοι ιστορικοί βρίσκονται στο επίκεντρο της αφήγησής μας και μνημονεύονται τακτικά για να υπενθυμίζουν στον αναγνώστη το αυτονόητο: ότι η ιστορία βασίζεται σε πηγές.

Διαφοροποιηθήκαμε ωστόσο από την οπτική των αρχαίων Ελλήνων σε ένα σημαντικό θέμα. Όλοι, μορφωμένοι και αμόρφωτοι, πίστευαν ότι η ιστορία τους συνεχιζόταν αδιάσπαστη από την εποχή της Αργοναυτικής Εκστρατείας, του Οιδίποδα και των Τρωικών. Παρ᾽ όλα αυτά, οι μεγάλες αρχαιολογικές ανακαλύψεις που άρχισαν στο τέλος του 19ου αιώνα και συνεχίζονται αδιάλειπτα έως σήμερα αποκαλύπτουν ότι ανάμεσα στην Εποχή του Χαλκού, όταν η Θήβα, οι Μυκήνες και η Τροία βρίσκονταν σε μεγάλη ακμή, και τον 8ο ή τον 7ο αιώνα, όταν οι ελληνικοί μύθοι άρχισαν να λαμβάνουν την επεξεργασία με την οποία μας είναι σήμερα γνωστοί, μεσολαβεί μια μακρά περίοδος ριζικών ανακατατάξεων. Για όσα συνέβησαν κατά τη 2η χιλιετία και στην αρχή της 1ης, οδηγός είναι πλέον τα αρχαιολογικά ευρήματα και τα κατάλοιπα της λεγόμενης γραμμικής Β γραφής, όχι τα ομηρικά έπη - ακόμη λιγότερο οι θρύλοι που σώθηκαν σε μεταγενέστερες παραλλαγές.

Όπως γίνεται σήμερα κοινά αποδεκτό, ο λεγόμενος μυκηναϊκός κόσμος μιλούσε ελληνικά. Ωστόσο, οι πόλεμοί του, η πολιτική του διάρθρωση και οι πολιτισμικές του αξίες είναι αντικείμενα επιστημονικών εικασιών. Καμία γραπτή πηγή δεν παρέχει ακριβείς πληροφορίες. Ακόμη και οι πινακίδες της γραμμικής Β (δηλαδή τα οικονομικά αρχεία των ανακτόρων) ελάχιστα διαφωτίζουν την καθημερινή ζωή της εποχής. Η δική μας ιστορία αρχίζει με τον Όμηρο και τον Ησίοδο, τους οποίους αξιοποιούμε για τις πληροφορίες που δίνουν σχετικά με τον κόσμο στον οποίο έζησαν οι ίδιοι. Ήδη κάποιοι αρχαίοι συγγραφείς πίστευαν ότι οι κοινές πεποιθήσεις για τη γέννηση και τη δράση των θεών, ένα διακριτικό χαρακτηριστικό της ελληνικής κοσμοαντίληψης, ήταν επίτευγμα των δύο αυτών ποιητών. Όπως λοιπόν αποφασίσαμε να διακόψουμε την αφήγηση της άτμητης ιστορικής ροής στο σημείο όπου οι θρησκευτικές αυτές πεποιθήσεις, χωρίς να απαλειφθούν εντελώς, έπαψαν να είναι κυρίαρχες, έτσι πήραμε και την πρωτοβουλία να παραλείψουμε τις αναντίρρητες μυκηναϊκές απαρχές.

Σε αντίθεση με τον συρμό των διδακτικών εγχειριδίων, όπου φωτογραφίες, σχέδια, έγχρωμα πλαίσια και λεζάντες προσφέρονται για να διαφωτίσουν τον αναγνώστη, αλλά δρουν επίσης ανταγωνιστικά προς το κυρίως κείμενο και διασπούν την ενότητα της ανάγνωσης, ακολουθήσαμε τον παραδοσιακότερο δρόμο της συνεχούς αφήγησης, που διακόπτεται μόνο στις αρθρώσεις και τους αρμούς της για να διευκολυνθεί η μελέτη.

Στην περιοδολόγηση της αρχαίας ιστορίας ακολουθήσαμε την καθιερωμένη πλέον διάκριση σε τέσσερις βασικές εποχές (αρχαϊκή, κλασική, ελληνιστική, ρωμαϊκή). Θελήσαμε όμως να υπογραμμίσουμε τη συνέχεια μέσα στις σχηματικές διαφοροποιήσεις των περιόδων. Μέλημά μας ήταν η ανάδειξη της βασικής ενότητας που παρουσιάζει η ελληνική αρχαιότητα, παρ᾽ όλες τις συνεχείς αλλαγές και μεταβάσεις. Για να επισημανθεί η ενότητα μέσα στη διαφορά, άλλοτε παρουσιάζουμε πρωθύστερα την εξέλιξη ενός πολιτικού θεσμού από τις απαρχές του έως την ολοκληρωμένη του μορφή, και άλλοτε εκθέτουμε μια προγενέστερη ιδέα με καθυστέρηση, όταν ακριβώς φαίνεται ότι κατόρθωσε να ριζώσει στη συνείδηση πολλών ανθρώπων. Ενώ από την άποψη της δημιουργικής πρωτοτυπίας και του «πρώτου ευρετή», η χρονολογική σειρά είναι αναγκαία τόσο στα πολιτικά και στρατιωτικά όσο και στα πολιτιστικά γεγονότα, όταν το ενδιαφέρον μετατοπιστεί στην απήχηση και τις επιδράσεις που είχε μια πρωτοπόρα ιδέα, η χρονολογική διαδοχή καθίσταται παραπλανητική. Γενικά, οι πολιτιστικές εξελίξεις είτε αποτελούν συνέπειες προγενέστερων κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών είτε δείχνουν προς το μέλλον. Ο συγχρονισμός τους με το εκάστοτε παρόν δεν είναι πάντοτε ο ασφαλέστερος τρόπος για να φανεί η σημασία τους. Πάντως, αντί να αναφερόμαστε γενικά σε εποχές, προτιμήσαμε να αναφέρουμε, όπου ήταν εφικτό, συγκεκριμένους αιώνες ή χρονιές, ιδίως όταν αυτές αποτελούν δείκτες και επισημαίνουν σταθμούς. Οι εποχές είναι επινοήσεις του ανθρώπινου μυαλού, τα έτη και οι εκατονταετίες αντικειμενικά δεδομένα της χρονικής ροής.

Κατά τη συγγραφή του εγχειριδίου μας διασταυρωθήκαμε με τους άλλους πέντε τόμους της σειράς σε πολλά σημεία. Τα σημαντικότερα σταυροδρόμια δηλώνονται παρενθετικά μέσα στο κείμενό μας, για να μπορεί ο αναγνώστης να ανατρέχει, να συγκρίνει και να συμπληρώνει. Με την Ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας του Α.-Φ. Χριστίδη συμπέσαμε εκεί όπου η γλώσσα, πέρα από εξελισσόμενο όργανο επικοινωνίας, αποτελεί επίσης δείκτη της νόησης, στοιχείο ταυτότητας, εργαλείο της σκέψης και μέσο για τη διαμόρφωση συνειδήσεων και αξιών. Την Αρχαία ελληνική γραμματολογία του Φ. I. Κακριδή τη χρησιμοποιήσαμε ως σταθερό υπόβαθρο για να αναδείξουμε τη σχέση εγγράμματου λόγου και πολιτικής ή πολέμου. Η Ρώμη και ο κόσμος της του Θ. Παπαγγελή μάς βοήθησε να εξάρουμε τα ελληνικά ή ελληνόφωνα χαρακτηριστικά των τελευταίων δύο φάσεων της αρχαιότητας στο πλαίσιο των ρωμαϊκών δομών και θεσμών. Στο εγχειρίδιο Αρχαίοι έλληνες φιλόσοφοι των Β. Κάλφα και Γ. Ζωγραφίδη αναφερθήκαμε συχνά, διότι οι πολιτικές (καθώς και οι εχθρικές προς την πολιτική) αντιλήψεις των αρχαίων σοφών έχουν διαρθρωθεί σε φιλοσοφικά συγγράμματα, αλλά και γιατί ο πόλεμος στην αρχαιότητα δεν διεξαγόταν μόνο στο πεδίο των μαχών αλλά και στον χώρο των ιδεών.

Οι ιδέες καθοδηγούν συχνά τη δράση των ανθρώπων σε βαθμό μεγαλύτερο από όσο οι ίδιοι θα δέχονταν. Ορισμένες μάλιστα αποδεικνύονται εξαιρετικά ανθεκτικές στις αλλαγές και θα μπορούσαν να ονομαστούν καταστατικές. Τις καταστατικές ιδέες του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού τις βρίσκουμε ήδη στα ομηρικά έπη. Εκεί διασταυρωθήκαμε με το εγχειρίδιο Αρχαϊκή επική ποίηση των Δ. Ν. Μαρωνίτη και Λ. Πόλκα.

Λόγω της επικείμενης έκδοσης του εγχειριδίου Αρχαία ελληνική τέχνη της Αλεξάνδρας και του Μανόλη Βουτυρά περιορίσαμε την έκθεση επιτευγμάτων των εικαστικών τεχνών στα παραδείγματα εκείνα που δείχνουν όψεις της ελληνικής νοοτροπίας και αναδεικνύουν τη σχέση πολιτικής και πολιτισμού (όπως χαρακτηριστικά στη μνημειώδη αρχιτεκτονική) ή πολιτισμού και πολέμου (όπως στην έγερση επινίκιων μνημείων), αλλά δεν είχαμε τη δυνατότητα να γίνουμε σαφέστεροι με ακριβείς παραπομπές.

Όπου δεν αναγράφεται το όνομα άλλου μεταφραστή, η απόδοση στη νέα ελληνική των αποσπασμάτων που παρατίθενται στο κείμενο έγινε από τους συντάκτες του τόμου και αποσκοπεί περισσότερο στη μεταφορά του πνεύματος του πρωτοτύπου παρά στην πιστότητα του γράμματος. Όταν, για την ενημέρωση του αναγνώστη, αναφέρουμε σημαντικούς αρχαιοελληνικούς όρους (είτε εντός είτε εκτός παρενθέσεων), χρησιμοποιούμε, όπως συνηθίζεται, πλάγια στοιχεία και το κοινά αποδεκτό πολυτονικό σύστημα. Εξαίρεση αποτελούν οι τίτλοι έργων που έχουν ήδη ενσωματωθεί στη νέα ελληνική (π.χ. Ιλιάδα αντί Ἰλιάς, Πέρσες αντί Πέρσαι). Ωστόσο, οι αναγραφόμενοι αρχαίοι όροι είναι από γραμματική και συντακτική άποψη προσαρμοσμένοι στη δομή της πρότασης που τους δεξιώνεται. Το αντίθετο θα σήμαινε κατάφωρη απαξίωση του κλιτικού συστήματος της γλώσσας μας και θα προκαλούσε την απολίθωση των αρχαίων λέξεων στην ονομαστική πτώση (αν πρόκειται για ονόματα) και στο πρώτο πρόσωπο της οριστικής του ενεστώτα (αν πρόκειται για ρήματα).

Στην κατάτμηση και τους τίτλους των κεφαλαίων ακολουθήσαμε τη χρονολογική διάταξη των τεσσάρων περιόδων. Όμως, μέσα σε κάθε κεφάλαιο πήραμε την πρωτοβουλία να χρησιμοποιήσουμε ως τίτλους ενοτήτων παραθέματα από τις αρχαίες πηγές, τα οποία δεν αγκαλιάζουν όλα τα θέματα που εξετάζονται σε κάθε ενότητα και δεν προέρχονται πάντοτε από σύγχρονους με τα θέματα αυτά συγγραφείς. Πιστεύουμε ότι αναδείξαμε έτσι καλύτερα τις εντυπώσεις που προκάλεσαν ορισμένα από τα «μεγάλα και θαυμαστά» έργα των αρχαίων Ελλήνων και των λαών με τους οποίους συνδιαλέχθηκαν και συγκρούστηκαν. Η ροή της αφήγησης καθιστά σαφές ποιες από τις χρονολογίες είναι προ Χριστού και ποιες μετά Χριστόν. Όπου υπάρχουν αμφιβολίες, το χρονολόγιο στο τέλος του βιβλίου μπορεί να ξεκαθαρίσει το ζήτημα. Οι ενδείξεις Κ (= Κυρτάτας) και Ρ (= Ράγκος) υποδηλώνουν τον συγγραφέα κάθε υποκεφαλαίου.

Θερμές ευχαριστίες οφείλουμε στους συναδέλφους Ναννώ Μαρινάτου και Κώστα Βλασόπουλο για τις χρήσιμες υποδείξεις και την ενθάρρυνσή τους. Από τον αρχικό σχεδιασμό έως την τελική διόρθωση είχαμε τη μεγάλη χαρά και την τύχη να συζητούμε διαρκώς και για όλα τα θέματα με τον Δημήτρη Μαρωνίτη. Εντέλει, πολλές ιδέες του τις αφομοιώσαμε σε τέτοιο βαθμό, ώστε τις καταγράψαμε ως δικές μας - με πρώτη και καλύτερη την ίδια την ιδέα του τριπτύχου. Το εγχειρίδιό μας θα ήταν αναντίρρητα πεζότερο χωρίς τη συνδρομή του.

Δημήτρης I. Κυρτάτας & Σπύρος I. Ράγκος