Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός
Αρχαϊκή Λυρική Ποίηση
του Ι. Ν. Καζάζη (με τη συνεργασία της Μαργαρίτας Σωτηρίου)
Α1. Οι Αρχαϊκοί Χρόνοι
Α1.1. Η εποχή των πειραματισμών
Γράφει ο Robin Osborn, σύγχρονός μας ιστορικός: «Το 800 π.Χ. ο ελληνικός κόσμος ήταν φτωχός, μικρός και ανοργάνωτος. Οι κοινότητές του ήταν μικρές, και φοβερά πιεσμένες για την επιβίωσή τους σε ένα φυσικό περιβάλλον εχθρικό. Οι Έλληνες ελάχιστες επαφές είχαν με τον εξωτερικό κόσμο και κανένα ιδιαίτερο κεφάλαιο, εκτός αν ως τέτοιο λογαριάσουμε έναν θησαυρό από παραδοσιακές ιστορίες και τις ισχυρές συντεχνίες που τις αφηγούνταν και τις διέδιδαν. Το 479 π.Χ., μετά την απόκρουση της εισβολής της Περσικής αυτοκρατορίας στη μητροπολιτική Ελλάδα, ο ελληνικός κόσμος εμφανίζεται εκτεταμένος και δυναμικός, με περίπλοκη οργάνωση, με διαρκώς αυξανόμενο πληθυσμό, και απείρως δημιουργικός.»
Αυτό που μεσολάβησε ήταν η λεγόμενη αρχαϊκή εποχή. «Αρχαϊκή» ονομάστηκε (με όρο δάνειον από την ιστορία της αρχαίας τέχνης) η ιστορική εποχή από τη λήξη των «σκοτεινών αιώνων» (8ος αι.) ως την έναρξη της κλασικής εποχής (μέσα 5ου αι.). Χαρακτηριστικό της: οι θεαματικές αλλαγές που διαμόρφωσαν σε όλο τον ελληνικό χώρο ένα μικτό σκηνικό, έντονης κρίσης αλλά και μεγάλης δημιουργικότητας σε όλα τα μέτωπα.
Με την έναρξη των αρχαϊκών χρόνων, ο ελληνικός κόσμος εισέρχεται στη σκηνή πολιτικά πλήρως διασπασμένος: οι προηγούμενοι ευρύτεροι σχηματισμοί των «σκοτεινών αιώνων» (1200-800 π.Χ.), ένας περιορισμένος αριθμός «φυλετικών κρατών» (μια σκιά των ακόμη ολιγάριθμων αλλά πολύ ισχυρότερων βασιλείων της μυκηναϊκής εποχής) είτε έχουν καταρρεύσει είτε έχουν χάσει την πρακτική πολιτική σημασία τους. Αρχίζει η μακρά περίοδος αντικατάστασής τους από ένα πλήθος μικροσκοπικών «κρατών-πόλεων» (πόλεων).
Η πόλις, η νέα μικρομονάδα κρατικής οργάνωσης αποτελείται από την «πόλη» και τη συνανήκουσα «χώρα» της: η πόλη αποτελεί έναν αστικό οικισμό, χτισμένο πάνω σε οχυρωμένο ύψωμα όπου κατοικούσε μεγάλο μέρος του πληθυσμού και η αριστοκρατία· ο υπόλοιπος πληθυσμός διέμενε στην ύπαιθρο, τον χώρο της αγροτικής παραγωγής, που τροφοδοτούσε και στήριζε την πόλη, για να μπορέσει η δεύτερη να λειτουργήσει θεσμικά, δηλαδή ως χώρος συνάθροισης των «πολιτών», διοίκησης και πολιτικών αποφάσεων. Κράτη τύπου «πόλεως» δημιουργήθηκαν στη διάρκεια πολλών αιώνων: η αρχαιότερη πόλις ιδρύθηκε τον 10ο αι. στην Αττική και οι τελευταίες στα μέσα του 4ου αι. π.Χ. στην Αχαΐα. Για πέντε αιώνες, στο μεγαλύτερο μέρος της μητροπολιτικής Ελλάδας και των αποικιών της στη Μεσόγειο, δεν υπάρχει μορφή κρατικής οργάνωσης ανώτερη από την πόλη.
Μια τόσο εκτεταμένη και τόσο ριζική μεταβολή του πολιτικού χάρτη δεν θα μπορούσε να γίνει ειρηνικά, ιδιαίτερα όταν την παρακολουθούσε ένας συνδυασμός πολιτικής αστάθειας και οικονομική δυσπραγίας. Πράγματι, όλα αυτά τα χρόνια δεν έπαψαν οι σοβαρές ταραχές να ακολουθούν η μια μετά την άλλη, από την έλλειψη αγροτικών κλήρων, τις ξηρασίες, την αγροτική υποπαραγωγή και την ανθρώπινη υπεργεννητικότητα. Στο κενό ισχυρής κεντρικής εξουσίας, την κατά τόπους πολιτική ομαλότητα την υπονομεύουν οι τύραννοι, ισχυρές προσωπικότητες χωρίς νόμιμα κληρονομικά δικαιώματα επί της εξουσίας, και την κλονίζουν οι διεκδικήσεις των μεγάλων μαζών του πληθυσμού, τις οποίες τώρα θωρακίζει η μυστηριακή διονυσιακή λατρεία, ένα σαρωτικό κίνημα θρησκευτικού ριζοσπαστισμού. Οι πολιτικές στάσεις και οι διασυνοριακοί πόλεμοι γίνονται ο κανόνας.
Η ισορροπία επέρχεται σταδιακά και με διαδικασίες, που διαφέρουν από τόπο σε τόπο: η διέξοδος από τις δυσμενείς οικονομικές συνθήκες και τις στάσεις ταυτίζεται με τη μεγαλειώδη αποικιακή εξάπλωση του ελληνισμού. Με πρωτοβουλία των καθέκαστα πόλεων, πέντε περίπου αιώνες μετά τον προηγούμενο αχαϊκό αποικισμό, τα όρια του «ελληνικού χώρου» διευρύνονται για άλλη μια φορά. Στον απέραντο χώρο, από την Ισπανία ως τον Καύκασο, και από τη νότια Ρωσία ως την Αίγυπτο, όπου εγκατασπείρονται αντίτυπα των ελληνικών πόλεων, αλλά και στην αναζωογονημένη μητρόπολη όλα πλέον αρχίζουν να είναι μεγάλα: η αρχιτεκτονική μνημειώδης (ποτέ δεν χτίστηκαν στον ελληνικό χώρο τόσο πολλοί και επιβλητικοί ναοί και ιερά σε τόσο μικρό διάστημα)· η τέχνη μεγαλουργεί στην αγγειογραφία, στη γλυπτική, στη μικροτεχνία· καίριες καινοτομίες εισάγονται, όπως το νόμισμα και η γραφή, και θεμελιώνονται η ιστορία, η φιλοσοφία, οι επιστήμες.
Αλλά ο αποικισμός συνεπάγεται και μαζική εισβολή ανατολικών επιδράσεων σε όλους τους τομείς· εμφανέστερα από οτιδήποτε άλλο «ανατολίζουν» οι εικαστικές τέχνες και η μουσική. Παραταύτα, οι Έλληνες κατάφεραν και αφομοίωσαν τις ξένες επιδράσεις· και, στη διαδικασία αυτήν, όχι μόνον δεν έχασαν τον εαυτό τους, αλλά αντίθετα τον βρήκαν. Γιατί από την τριβή με τους μη Έλληνες (τους αλλόγλωσσους, «βάρβαρους») διαμορφώνεται τώρα για πρώτη φορά όχι μόνον η ελληνική «ιδιοφυΐα» (και παίρνει τα οριστικά χαρακτηριστικά της), αλλά και η συνείδησή της, από την παρατήρηση ότι όλοι όσοι μιλούν την ίδια γλώσσα, ασπάζονται τους ίδιους θεούς και διατηρούν τα ίδια ήθη και έθιμα πρέπει δίχως άλλο να ανήκουν στην ίδια εθνότητα.
Συμβολικό σημείο αναφοράς της συνείδησης του ελληνισμού και της εθνικής ενότητας αναδεικνύεται ο Όμηρος. Εξ ορισμού το έπος αναπαράγει μια συνολική και πλήρη εικόνα του κόσμου. Και η ιδεολογία του πλήρους κόσμου των επών προβάλλει ως πρώτη αρετή την ακατάβλητη αγωνιστικότητα (το αἰὲν ἀριστεύειν), που την ενσαρκώνουν εμβληματικές μορφές σαν τους ήρωες της Ιλιάδας και τον Οδυσσέα. Αυτή η πολεμική-αθλητική εκδοχή της αγωνιστικότητας που διαποτίζει κάθε μορφή συλλογικής και ατομικής συμπεριφοράς -μηδέ της πολιτικής εξαιρουμένης- είχε έλξη ικανή να οδηγήσει τις νέες γενιές του ελληνισμού στη μεγαλειώδη εξόρμησή τους. Γι' αυτό δεν είναι διόλου τυχαίο ότι την καταγραφή των ομηρικών επών (που ως τότε κυκλοφορούσαν και διαδίδονταν προφορικά από τις συντεχνίες των ραψωδών) την οφείλουμε στον τυραννικό οίκο των Πεισιστρατιδών, ο οποίος ακόμη δίνει την εντολή η Ιλιάδα και η Οδύσσεια να εκτελούνται εφ' εξής δι' εκφραστικής απαγγελίας στους παναθηναϊκούς αγώνες.
Σαν αντιστάθμισμα, επομένως, προς τον πολιτικό κατακερματισμό του ελληνικού κόσμου, επέρχεται τελικά η προσπάθεια συνένωσής του στην πολιτιστική σφαίρα. Κορυφαία σήματά της αποτελούν η καθιέρωση των πανελληνίων αγώνων, η ίδρυση των αμφικτυονιών και το μέγα θρησκευτικό-πολιτικό κύρος του Μαντείου των Δελφών. Μέσα σ' αυτά τα συμφραζόμενα πρέπει να εγγραφεί, για να κατανοηθεί, και το φαινόμενο της λυρικής ποίησης, οι μεγάλοι εκπρόσωποι της οποίας ανέλαβαν να ανταποκριθούν στην συντελούμενη γύρω τους κοσμογονία με τη δική τους εμπνοή -μη διστάζοντας και να διαφοροποιηθούν ή και να συγκρουστούν, όταν χρειαζόταν, με την κυρίαρχη ομηρική ιδεολογία. Χάρη στη στάση τους ο παραδοσιακός ρόλος της ποίησης ως κοινωνικής και ιδεολογικής κριτικής απέκτησε πλέον πολυφωνικά χαρακτηριστικά, πράγμα που ευνόησε τη φιλοσοφική αναζήτηση και άνοιξε τον δρόμο προς τη δημοκρατία, το κορυφαίο επίτευγμα της επόμενης, της κλασικής, εποχής του ελληνισμού.