ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Κατεβάστε τον Acrobat Reader

Λεξικό Τριανταφυλλίδης 

Λεξικό της κοινής νεοελληνικής 

 

Πίνακας Ρ8.2


Ρ8.2α Ενεργητική φωνή
ενεστ.οριστ. /υποτ.μολύνωμολύνειςμολύνειμολύνο(υ)μεμολύνετεμολύνουν
 προστ.μόλυνεμολύνετε    
 μτχ.μολύνοντας     
πρτ.οριστ.μόλυναμόλυνεςμόλυνεμολύναμεμολύνατεμόλυναν
αόρ.οριστ.μόλυναμόλυνεςμόλυνεμολύναμεμολύνατεμόλυναν
 υποτ.μολύνωμολύνειςμολύνειμολύνο(υ)μεμολύνετεμολύνουν
 προστ. μόλυνε  μολύνετε 
 απαρέμφ.μολύνει     
πρκ.οριστ.έχω μολύνει (ή έχω μολυσμένο)
 υποτ.να έχω μολύνει (ή να έχω μολυσμένο)
εξακολ. μέλλ. θα μολύνω
στιγμ. μέλλ. θα μολύνω
υπερσ. είχα μολύνει (ή είχα μολυσμένο)
συντελ. μέλλ. θα έχω μολύνει (ή θα έχω μολυσμένο)
Ρ8.2β Παθητική φωνή
ενεστ.οριστ./υποτ.μολύνομαιμολύνεσαιμολύνεταιμολυνόμαστεμολύνεστεμολύνονται
 προστ. (μολύνου)  (μολύνεστε) 
πρτ.οριστ.μολυνόμουνμολυνόσουνμολυνότανμολυνόμαστανμολυνόσαστανμολύνονταν
αόρ.οριστ.μολύνθηκαμολύνθηκεςμολύνθηκεμολυνθήκαμεμολυνθήκατεμολύνθηκαν
 υποτ.μολυνθώμολυνθείςμολυνθείμολυνθούμεμολυνθείτεμολυνθούν
 προστ. μολύνσου  μολυνθείτε 
 απαρέμφ.μολυνθεί     
πρκ.οριστ.έχω μολυνθεί (ή είμαι μολυσμένος)
 υποτ.να έχω μολυνθεί (ή να είμαι μολυσμένος)
 μτχ.μολυσμένος
εξακολ. μέλλ. θα μολύνομαι
στιγμ. μέλλ. θα μολυνθώ
υπερσ. είχα μολυνθεί (ή ήμουν μολυσμένος)
συντελ. μέλλ. θα έχω μολυνθεί (ή θα είμαι μολυσμένος)
Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιαν 2007, 19:53