ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Κατεβάστε τον Acrobat Reader

Λεξικό Τριανταφυλλίδης 

Λεξικό της κοινής νεοελληνικής 

 

Πίνακας Ρ10.11


Ρ10.11α Eνεργητική φωνή
ενεστ.οριστ./ υποτ.μιλώ,-άωμιλάςμιλά(ει)μιλούμε, -άμεμιλάτεμιλούν, -άν
   μιλείςμιλεί μιλείτε 
 προστ.μίλα   μιλάτε, μιλείτε 
 μτχ.μιλώντας     
πρτ.οριστ.μιλούσαμιλούσεςμιλούσεμιλούσαμεμιλούσατεμιλούσαν
αόρ.οριστ.μίλησαμίλησεςμίλησεμιλήσαμεμιλήσατεμίλησαν
 υποτ.μιλήσωμιλήσειςμιλήσειμιλήσο(υ)μεμιλήσετεμιλήσουν
 προστ. μίλησε  μιλήστε 
 απαρέμφ.μιλήσει     
πρκ.οριστ.έχω μιλήσει (ή έχω μιλημένο)
 υποτ.να έχω μιλήσει (ή να έχω μιλημένο)
εξακολ. μέλλ. θα μιλώ, θα μιλάω
στιγμ. μέλλ. θα μιλήσω
υπερσ. είχα μιλήσει (ή είχα μιλημένο)
συντελ. μέλλ. θα έχω μιλήσει (ή θα έχω μιλημένο)
Ρ10.11β Παθητική φωνή
ενεστ.οριστ./ υποτ.μιλιέμαιμιλιέσαιμιλιέταιμιλιόμαστεμιλιέστεμιλιούνται
πρτ.οριστ.μιλιόμουνμιλιόσουνμιλιότανμιλιόμαστανμιλιόσαστανμιλιόνταν
αόρ.οριστ.μιλήθηκαμιλήθηκεςμιλήθηκεμιληθήκαμεμιληθήκατεμιλήθηκαν
 υποτ.μιληθώμιληθείςμιληθείμιληθούμεμιληθείτεμιληθούν
 προστ. μιλήσου  μιληθείτε 
 απαρέμφ.μιληθεί     
πρκ.οριστ.έχω μιληθεί (ή είμαι μιλημένος)
 υποτ.να έχω μιληθεί (ή να είμαι μιλημένος)
 μτχ.μιλημένος
εξακολ. μέλλ. θα μιλιέμαι
στιγμ. μέλλ. θα μιληθώ
υπερσ. είχα μιληθεί (ή ήμουν μιλημένος)
συντελ. μέλλ. θα έχω μιληθεί (ή θα είμαι μιλημένος)
Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιαν 2007, 19:53