- Πρόλογος
- ΕΙΣΑΓΩΓΗ
- ΦΩΝΗΤΙΚΑ ΣΥΜΒΟΛΑ
- ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΑ
- ΠΙΝΑΚΕΣ ΚΛΙΤΙΚΩΝ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΩΝ
- Το Ρηματικό Σύστημα
- Τα ρήματα είμαι και έχω
- Πίνακας Ρ1
- Πίνακας Ρ2
- Πίνακας Ρ2.2
- Πίνακας Ρ2.3
- Πίνακας Ρ3
- Πίνακας Ρ4
- Πίνακας Ρ5
- Πίνακας Ρ5.2
- Πίνακας Ρ6
- Πίνακας Ρ7
- Πίνακας Ρ7.2
- Πίνακας Ρ7.3
- Πίνακας Ρ7.4
- Πίνακας Ρ8
- Πίνακας Ρ8.2
- Πίνακας Ρ9
- Πίνακας Ρ10
- Πίνακας Ρ10.2
- Πίνακας Ρ10.3
- Πίνακας Ρ10.4
- Πίνακας Ρ10.5
- Πίνακας Ρ10.6
- Πίνακας Ρ10.7
- Πίνακας Ρ10.8
- Πίνακας Ρ10.9
- Πίνακας Ρ10.10
- Πίνακας Ρ10.11
- Πίνακας Ρ11
- Πίνακας Ρ12
- Το Ονοματικό Σύστημα
- Το Ρηματικό Σύστημα
- ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑ
- ΟΜΑΔΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Λεξικό Τριανταφυλλίδης
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
Πίνακας Ρ1
Ρ1α Ενεργητική φωνή | |||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
ενεστ. | οριστ./υποτ. | κλειδώνω | κλειδώνεις | κλειδώνει | κλειδώνο(υ)με | κλειδώνετε | κλειδώνουν |
προστ. | κλείδωνε | κλειδώνετε | |||||
μτχ. | κλειδώνοντας | ||||||
πρτ. | οριστ. | κλείδωνα | κλείδωνες | κλείδωνε | κλειδώναμε | κλειδώνατε | κλείδωναν |
αόρ. | οριστ. | κλείδωσα | κλείδωσες | κλείδωσε | κλειδώσαμε | κλειδώσατε | κλείδωσαν |
υποτ. | κλειδώσω | κλειδώσεις | κλειδώσει | κλειδώσο(υ)με | κλειδώσετε | κλειδώσουν | |
προστ. | κλείδωσε | κλειδώστε | |||||
απαρέμφ. | κλειδώσει | ||||||
πρκ. | οριστ. | έχω κλειδώσει (ή έχω κλειδωμένο) | |||||
υποτ. | να έχω κλειδώσει (ή να έχω κλειδωμένο) | ||||||
εξακολ. μέλλ. | θα κλειδώνω | ||||||
στιγμ. μέλλ. | θα κλειδώσω | ||||||
υπερσ. | είχα κλειδώσει ( ή είχα κλειδωμένο ) | ||||||
συντελ. μέλλ. | θα έχω κλειδώσει (ή θα έχω κλειδωμένο) | ||||||
P1β Παθητική φωνή | |||||||
ενεστ. | οριστ./υποτ. | κλειδώνομαι | κλειδώνεσαι | κλειδώνεται | κλειδωνόμαστε | κλειδώνεστε | κλειδώνονται |
προστ. | (κλειδώνου) | (κλειδώνεστε) | |||||
πρτ. | οριστ. | κλειδωνόμουν | κλειδωνόσουν | κλειδωνόταν | κλειδωνόμασταν | κλειδωνόσασταν | κλειδώνονταν |
αόρ. | οριστ. | κλειδώθηκα | κλειδώθηκες | κλειδώθηκε | κλειδωθήκαμε | κλειδωθήκατε | κλειδώθηκαν |
υποτ. | κλειδωθώ | κλειδωθείς | κλειδωθεί | κλειδωθούμε | κλειδωθείτε | κλειδωθούν | |
προστ. | κλειδώσου | κλειδωθείτε | |||||
απαρέμφ. | κλειδωθεί | ||||||
πρκ. | οριστ. | έχω κλειδωθεί (ή είμαι κλειδωμένος) | |||||
υποτ. | να έχω κλειδωθεί (ή να είμαι κλειδωμένος) | ||||||
μτχ. | κλειδωμένος | ||||||
εξακολ. μέλλ. | θα κλειδώνομαι | ||||||
στιγμ. μέλλ. | θα κλειδωθώ | ||||||
υπερσ. | είχα κλειδωθεί (ή ήμουν κλειδωμένος) | ||||||
συντελ. μέλλ. | θα έχω κλειδωθεί ( ή θα είμαι κλειδωμένος) |
Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιαν 2007, 19:53