ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Κατεβάστε τον Acrobat Reader

ΕΠΙΣΚΕΦΘΗΚΑΤΕ...

Λεξικό Τριανταφυλλίδης 

Λεξικό της κοινής νεοελληνικής 

 

Πίνακας Ρ11


Ρ11 Παθητική φωνή
ενεστ.οριστ./υποτ.εγγυώμαιεγγυάσαιεγγυάταιεγγυόμαστεεγγυάστεεγγυώνται
πρτ.οριστ.εγγυόμουνεγγυόσουνεγγυότανεγγυόμαστανεγγυόσαστανεγγυόνταν
αόρ.οριστ.εγγυήθηκαεγγυήθηκεςεγγυήθηκεεγγυηθήκαμεεγγυηθήκατεεγγυήθηκαν
 υποτ.εγγυηθώεγγυηθείςεγγυηθείεγγυηθούμεεγγυηθείτεεγγυηθούν
 προστ. εγγυήσου  εγγυηθείτε 
 απαρέμφ.εγγυηθεί     
πρκ.οριστ.έχω εγγυηθεί (ή είμαι εγγυημένος)
 υποτ.να έχω εγγυηθεί (ή να είμαι εγγυημένος)
 μτχ.εγγυημένος
εξακολ. μέλλ. θα εγγυώμαι
στιγμ. μέλλ. θα εγγυηθώ
υπερσ. είχα εγγυηθεί (ή ήμουν εγγυημένος)
συντελ. μέλλ. θα έχω εγγυηθεί (ή θα είμαι εγγυημένος)
Τελευταία Ενημέρωση: 17 Φεβ 2025, 8:51