ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Κατεβάστε τον Acrobat Reader

Λεξικό Τριανταφυλλίδης 

Λεξικό της κοινής νεοελληνικής 

 

Πίνακας Ρ10.7


Ρ10.7α Ενεργητική φωνή
ενεστ.οριστ. / υποτ.τραβώ, -άωτραβάςτραβά(ει)τραβούμε, -άμετραβάτετραβούν, -άν
 προστ. τράβα  τραβάτε 
 μτχ.τραβώντας     
πρτ.οριστ.τραβούσατραβούσεςτραβούσετραβούσαμετραβούσατετραβούσαν
αόρ.οριστ.τράβηξατράβηξεςτράβηξετραβήξαμετραβήξατετράβηξαν
 υποτ.τραβήξωτραβήξειςτραβήξειτραβήξο(υ)μετραβήξετετραβήξουν
 προστ. τράβηξε  τραβήξτε 
 απαρέμφ.τραβήξει     
πρκ.οριστ.έχω τραβήξει (ή έχω τραβηγμένο)
 υποτ.να έχω τραβήξει ( ή να έχω τραβηγμένο )
εξακολ. μέλλ. θα τραβώ, θα τραβάω
στιγμ. μέλλ. θα τραβήξω
υπερσ. είχα τραβήξει (ή είχα τραβηγμένο)
συντελ. μέλλ. θα έχω τραβήξει ( ή θα έχω τραβηγμένο )
Ρ10.7β Παθητική φωνή
ενεστ.οριστ. / υποτ.τραβιέμαιτραβιέσαιτραβιέταιτραβιόμαστετραβιέστετραβιούνται
πρτ.οριστ.τραβιόμουντραβιόσουντραβιόταντραβιόμασταντραβιόσασταντραβιόνταν
αόρ.οριστ.τραβήχτηκατραβήχτηκεςτραβήχτηκετραβηχτήκαμετραβηχτήκατετραβήχτηκαν
 υποτ.τραβηχτώτραβηχτείςτραβηχτείτραβηχτούμετραβηχτείτετραβηχτούν
 προστ. τραβήξου  τραβηχτείτε 
 απαρέμφ.τραβηχτεί     
πρκ.οριστ.έχω τραβηχτεί (ή είμαι τραβηγμένος)
 υποτ.να έχω τραβηχτεί ( ή να είμαι τραβηγμένος)
 μτχ.τραβηγμένος
εξακολ. μέλλ. θα τραβιέμαι
στιγμ. μέλλ. θα τραβηχτώ
υπερσ. είχα τραβηχτεί (ή ήμουν τραβηγμένος)
συντελ. μέλλ. θα έχω τραβηχτεί ( ή θα είμαι τραβηγμένος)
Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιαν 2007, 19:53