ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Κατεβάστε τον Acrobat Reader

Λεξικό Τριανταφυλλίδης 

Λεξικό της κοινής νεοελληνικής 

 

Πίνακας Ρ7.3


Ρ7.3α Ενεργητική φωνή
ενεστ.οριστ. / υποτ.λευκαίνωλευκαίνειςλευκαίνειλευκαίνο(υ )μελευκαίνετελευκαίνουν
 προστ. λεύκαινε  λευκαίνετε 
 μτχ.λευκαίνοντας     
πρτ.οριστ.λεύκαιναλεύκαινεςλεύκαινελευκαίναμελευκαίνατελεύκαιναν
αόρ.οριστ.λεύκαναλεύκανεςλεύκανελευκάναμελευκάνατελεύκαναν
 υποτ.λευκάνωλευκάνειςλευκάνειλευκάνο(υ)μελευκάνετελευκάνουν
 προστ. λεύκανε  λευκάνετε 
 απαρέμφ.λευκάνει     
πρκ.οριστ.έχω λευκάνει (ή έχω λευκασμένο, έχω λευκαμένο)
 υποτ.να έχω λευκάνει (ή να έχω λευκασμένο, να έχω λευκαμένο)
εξακολ. μέλλ. θα λευκαίνω
στιγμ. μέλλ. θα λευκάνω
υπερσ. είχα λευκάνει (ή είχα λευκασμένο, είχα λευκαμένο)
συντελ. μέλλ. θα έχω λευκάνει (ή θα έχω λευκασμένο, θα έχω λευκαμένο)
Ρ7.3β Παθητική φωνή
ενεστ.οριστ. / υποτ.λευκαίνομαιλευκαίνεσαιλευκαίνεταιλευκαινόμαστελευκαίνεστελευκαίνονται
 προστ. (λευκαίνου)  (λευκαίνεστε) 
πρτ.οριστ.λευκαινόμουνλευκαινόσουνλευκαινότανλευκαινόμαστανλευκαινόσαστανλευκαίνονταν
αόρ.οριστ.λευκάνθηκαλευκάνθηκεςλευκάνθηκελευκανθήκαμελευκανθήκατελευκάνθηκαν
 λευκάθηκαλευκάθηκεςλευκάθηκελευκαθήκαμελευκαθήκατελευκάθηκαν 
 υποτ.λευκανθώλευκανθείςλευκανθείλευκανθούμελευκανθείτελευκανθούν
  λευκαθώλευκαθείςλευκαθείλευκαθούμελευκαθείτελευκαθούν
 προστ.    λευκανθείτε, λευκαθείτε 
 απαρέμφ.λευκανθεί, λευκαθεί     
πρκ.οριστ.έχω λευκανθεί, έχω λευκαθεί (ή είμαι λευκασμένος, είμαι λευκαμένος)
 υποτ.να έχω λευκανθεί, να έχω λευκαθεί (ή να είμαι λευκασμένος, να είμαι λευκαμένος)
 μτχ.λευκασμένος, λευκαμένος
εξακολ. μέλλ. θα λευκαίνομαι
στιγμ. μέλλ. θα λευκανθώ, θα λευκαθώ
υπερσ. είχα λευκανθεί, είχα λευκαθεί ( ή ήμουν λευκασμένος, ήμουν λευκαμένος)
συντελ. μέλλ. θα έχω λευκανθεί, θα έχω λευκαθεί ( ή θα είμαι λευκασμένος, θα είμαι λευκαμένος)
Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιαν 2007, 19:53