- Πρόλογος
- ΕΙΣΑΓΩΓΗ
- ΦΩΝΗΤΙΚΑ ΣΥΜΒΟΛΑ
- ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΑ
- ΠΙΝΑΚΕΣ ΚΛΙΤΙΚΩΝ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΩΝ
- Το Ρηματικό Σύστημα
- Τα ρήματα είμαι και έχω
- Πίνακας Ρ1
- Πίνακας Ρ2
- Πίνακας Ρ2.2
- Πίνακας Ρ2.3
- Πίνακας Ρ3
- Πίνακας Ρ4
- Πίνακας Ρ5
- Πίνακας Ρ5.2
- Πίνακας Ρ6
- Πίνακας Ρ7
- Πίνακας Ρ7.2
- Πίνακας Ρ7.3
- Πίνακας Ρ7.4
- Πίνακας Ρ8
- Πίνακας Ρ8.2
- Πίνακας Ρ9
- Πίνακας Ρ10
- Πίνακας Ρ10.2
- Πίνακας Ρ10.3
- Πίνακας Ρ10.4
- Πίνακας Ρ10.5
- Πίνακας Ρ10.6
- Πίνακας Ρ10.7
- Πίνακας Ρ10.8
- Πίνακας Ρ10.9
- Πίνακας Ρ10.10
- Πίνακας Ρ10.11
- Πίνακας Ρ11
- Πίνακας Ρ12
- Το Ονοματικό Σύστημα
- Το Ρηματικό Σύστημα
- ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑ
- ΟΜΑΔΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Λεξικό Τριανταφυλλίδης
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
Πίνακας Ρ2.3
Ρ2.3α Ενεργητική φωνή | ||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ενεστ. | οριστ. /υποτ. | αγγίζω | αγγίζεις | αγγίζει | αγγίζο(υ)με | αγγίζετε | αγγίζουν | |
προστ. | άγγιζε | αγγίζετε | ||||||
μτχ. | αγγίζοντας | |||||||
πρτ. | οριστ. | άγγιζα | άγγιζες | άγγιζε | αγγίζαμε | αγγίζατε | άγγιζαν | |
αόρ. | οριστ. | άγγιξα | άγγιξες | άγγιξε | αγγίξαμε | αγγίξατε | άγγιξαν | |
άγγισα | άγγισες | άγγισε | αγγίσαμε | αγγίσατε | άγγισαν | |||
υποτ. | αγγίξω | αγγίξεις | αγγίξει | αγγίξο(υ)με | αγγίξετε | αγγίξουν | ||
αγγίσω | αγγίσεις | αγγίσει | αγγίσουμε | αγγίσετε | αγγίσουν | |||
προστ. | άγγιξε, άγγισε | αγγίξτε, αγγίστε | ||||||
απαρέμφ. | αγγίξει, αγγίσει | |||||||
πρκ. | οριστ. | έχω αγγίξει, έχω αγγίσει (ή έχω αγγιγμένο, έχω αγγισμένο) | ||||||
υποτ. | να έχω αγγίξει, να έχω αγγίσει (ή να έχω αγγιγμένο, να έχω αγγισμένο) | |||||||
εξακολ. μέλλ. | θα αγγίζω | |||||||
στιγμ. μέλλ. | θα αγγίξω, θα αγγίσω | |||||||
υπερσ. | είχα αγγίξει, είχα αγγίσει (ή είχα αγγιγμένο, είχα αγγισμένο) | |||||||
συντελ. μέλλ. | θα έχω αγγίξει, θα έχω αγγίσει (ή θα έχω αγγιγμένο, θα έχω αγγισμένο) | |||||||
Ρ2.3β Παθητική φωνή | ||||||||
ενεστ. | οριστ. /υποτ. | αγγίζομαι | αγγίζεσαι | αγγίζεται | αγγιζόμαστε | αγγίζεστε | αγγίζονται | |
προστ. | (αγγίζου) | (αγγίζεστε) | ||||||
πρτ. | οριστ. | αγγιζόμουν | αγγιζόσουν | αγγιζόταν | αγγιζόμασταν | αγγιζόσασταν | αγγίζονταν | |
αόρ. | οριστ. | αγγίχτηκα | αγγίχτηκες | αγγίχτηκε | αγγιχτήκαμε | αγγιχτήκατε | αγγίχτηκαν | |
αγγίστηκα | αγγίστηκες | αγγίστηκε | αγγιστήκαμε | αγγιστήκατε | αγγίστηκαν | |||
υποτ. | αγγιχτώ | αγγιχτείς | αγγιχτεί | αγγιχτούμε | αγγιχτείτε | αγγιχτούν | ||
αγγιστώ | αγγιστείς | αγγιστεί | αγγιστούμε | αγγιστείτε | αγγιστούν | |||
προστ. | αγγίξου, αγγίσου | αγγιχτείτε, αγγιστείτε | ||||||
απαρέμφ. | αγγιχτεί, αγγιστεί | |||||||
πρκ. | οριστ. | έχω αγγιχτεί, έχω αγγιστεί (ή είμαι αγγιγμένος, είμαι αγγισμένος) | ||||||
υποτ. | να έχω αγγιχτεί, να έχω αγγιστεί (ή να είμαι αγγιγμένος, να είμαι αγγισμένος) | |||||||
μτχ. | αγγιγμένος, αγγισμένος | |||||||
εξακολ. μέλλ. | θα αγγίζομαι | |||||||
στιγμ. μέλλ. | θα αγγιχτώ, θα αγγιστώ | |||||||
υπερσ. | είχα αγγιχτεί, είχα αγγιστεί ( ή ήμουν αγγιγμένος, ήμουν αγγισμένος) | |||||||
συντελ. μέλλ. | θα έχω αγγιχτεί, θα έχω αγγιστεί (ή θα είμαι αγγιγμένος, θα είμαι αγγισμένος) |
Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιαν 2007, 19:53