ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Κατεβάστε τον Acrobat Reader

Λεξικό Τριανταφυλλίδης 

Λεξικό της κοινής νεοελληνικής 

 

Πίνακας Ρ2.3


Ρ2.3α Ενεργητική φωνή
ενεστ.οριστ. /υποτ.αγγίζωαγγίζειςαγγίζειαγγίζο(υ)μεαγγίζετεαγγίζουν
 προστ. άγγιζε  αγγίζετε 
 μτχ.αγγίζοντας     
πρτ.οριστ.άγγιζαάγγιζεςάγγιζεαγγίζαμεαγγίζατεάγγιζαν
αόρ.οριστ.άγγιξαάγγιξεςάγγιξεαγγίξαμεαγγίξατεάγγιξαν
  άγγισαάγγισεςάγγισεαγγίσαμεαγγίσατεάγγισαν
 υποτ.αγγίξωαγγίξειςαγγίξειαγγίξο(υ)μεαγγίξετεαγγίξουν
  αγγίσωαγγίσειςαγγίσειαγγίσουμεαγγίσετεαγγίσουν
 προστ. άγγιξε, άγγισε  αγγίξτε, αγγίστε 
 απαρέμφ.αγγίξει, αγγίσει     
πρκ.οριστ.έχω αγγίξει, έχω αγγίσει (ή έχω αγγιγμένο, έχω αγγισμένο)
 υποτ.να έχω αγγίξει, να έχω αγγίσει (ή να έχω αγγιγμένο, να έχω αγγισμένο)
εξακολ. μέλλ. θα αγγίζω
στιγμ. μέλλ. θα αγγίξω, θα αγγίσω
υπερσ. είχα αγγίξει, είχα αγγίσει (ή είχα αγγιγμένο, είχα αγγισμένο)
συντελ. μέλλ. θα έχω αγγίξει, θα έχω αγγίσει (ή θα έχω αγγιγμένο, θα έχω αγγισμένο)
Ρ2.3β Παθητική φωνή
ενεστ.οριστ. /υποτ.αγγίζομαιαγγίζεσαιαγγίζεταιαγγιζόμαστεαγγίζεστεαγγίζονται
 προστ. (αγγίζου)  (αγγίζεστε) 
πρτ.οριστ.αγγιζόμουναγγιζόσουναγγιζόταναγγιζόμασταναγγιζόσασταναγγίζονταν
αόρ.οριστ.αγγίχτηκααγγίχτηκεςαγγίχτηκεαγγιχτήκαμεαγγιχτήκατεαγγίχτηκαν
  αγγίστηκααγγίστηκεςαγγίστηκεαγγιστήκαμεαγγιστήκατεαγγίστηκαν
 υποτ.αγγιχτώαγγιχτείςαγγιχτείαγγιχτούμεαγγιχτείτεαγγιχτούν
  αγγιστώαγγιστείςαγγιστείαγγιστούμεαγγιστείτεαγγιστούν
 προστ. αγγίξου, αγγίσου  αγγιχτείτε, αγγιστείτε 
 απαρέμφ.αγγιχτεί, αγγιστεί     
πρκ.οριστ.έχω αγγιχτεί, έχω αγγιστεί (ή είμαι αγγιγμένος, είμαι αγγισμένος)
 υποτ.να έχω αγγιχτεί, να έχω αγγιστεί (ή να είμαι αγγιγμένος, να είμαι αγγισμένος)
 μτχ.αγγιγμένος, αγγισμένος
εξακολ. μέλλ. θα αγγίζομαι
στιγμ. μέλλ. θα αγγιχτώ, θα αγγιστώ
υπερσ. είχα αγγιχτεί, είχα αγγιστεί ( ή ήμουν αγγιγμένος, ήμουν αγγισμένος)
συντελ. μέλλ. θα έχω αγγιχτεί, θα έχω αγγιστεί (ή θα είμαι αγγιγμένος, θα είμαι αγγισμένος)
Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιαν 2007, 19:53