ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Κατεβάστε τον Acrobat Reader

Λεξικό Τριανταφυλλίδης 

Λεξικό της κοινής νεοελληνικής 

 

Πίνακας Ρ10.10


Ρ10.10α Eνεργητική φωνή
ενεστ.οριστ. / υποτ.αποτελώαποτελείςαποτελείαποτελούμεαποτελείτεαποτελούν
 προστ. (αποτέλει)  (αποτελείτε) 
 μτχ.αποτελώντας     
πρτ.οριστ.αποτελούσααποτελούσεςαποτελούσεαποτελούσαμεαποτελούσατεαποτελούσάν
αόρ.οριστ.αποτέλεσααποτέλεσεςαποτέλεσεαποτελέσαμεαποτελέσατεαποτέλεσαν
 υποτ.αποτελέσωαποτελέσειςαποτελέσειαποτελέσο(υ)μεαποτελέσετεαποτελέσουν
 προστ. αποτέλεσε  αποτελέστε 
 απαρέμφ.αποτελέσει     
πρκ.οριστ.έχω αποτελέσει (ή έχω αποτελεσμένο)
 υποτ.να έχω αποτελέσει (ή να έχω αποτελεσμένο)
εξακολ. μέλλ. θα αποτελώ
στιγμ. μέλλ. θα αποτελέσω
υπερσ. είχα αποτελέσει (ή είχα αποτελεσμένο)
συντελ. μέλλ. θα έχω αποτελέσει (ή θα έχω αποτελεσμένο)
Ρ10.10β Παθητική φωνή
ενεστ.οριστ. / υποτ.αποτελούμαιαποτελείσαιαποτελείταιαποτελούμαστεαποτελείστεαποτελούνται
πρτ.οριστ.αποτελούμουναποτελούσουναποτελούνταναποτελούμασταναποτελούσασταναποτελούνταν
αόρ.οριστ.αποτελέστηκααποτελέστηκεςαποτελέστηκεαποτελεστήκαμεαποτελεστήκατεαποτελέστηκαν
 υποτ.αποτελεστώαποτελεστείςαποτελεστείαποτελεστούμεαποτελεστείτεαποτελεστούν
 προστ. αποτελέσου  αποτελεστείτε 
 απαρέμφ.αποτελεστεί     
πρκ.οριστ.έχω αποτελεστεί (ή είμαι αποτελεσμένος)
 υποτ.να έχω αποτελεστεί ( ή να είμαι αποτελεσμένος)
 μτχ.αποτελεσμένος
εξακολ. μέλλ. θα αποτελούμαι
στιγμ. μέλλ. θα αποτελεστώ
υπερσ. είχα αποτελεστεί (ή ήμουν αποτελεσμένος)
συντελ. μέλλ. θα έχω αποτελεστεί ( ή θα είμαι αποτελεσμένος)
Τελευταία Ενημέρωση: 30 Νοέ 2023, 10:52