Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
Αναζήτηση για: "χά"
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χαρίεις
ΕΠΙΘΕΤΟ Α. χαριτωμένος, κομψός, όμορφος, τέλειος |σε σχέση με την εξωτερική εμφάνιση |σε σχέση με ανθρώπινα έργα, πράξεις |σε σχέση με τις αρετές του πνεύματος |ο ευγενούς καταγωγής και ανατροφής, ο ευγενής, αντ. οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι |φρ. οἱ χαριέστατοι=οι καλόγουστοι άνθρωποι Β. χαριτωμένος, κομψός |για πράγματα |για φυσικά στοιχεία ή πράγματα |ΕΠΙΡΡΗΜΑ με χάρη, με κομψότητα