Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
Αναζήτηση για: "παρρησία"
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παρρησία
Α. η ελεύθερη έκφραση γνώμης, το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια, η παρρησία |η δοτ. ως επίρρημα παρρησίᾳ=με θάρρος έκφρασης, απροκάλυπτα, ανοιχτά Β. αθυροστομία, απρόσεκτη και αναιδής έκφραση γνώμης