Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "παρρησία"

1 εγγραφή
παρρησία
Α. η ελεύθερη έκφραση γνώμης, το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια, η παρρησία |η δοτ. ως επίρρημα παρρησίᾳ=με θάρρος έκφρασης, απροκάλυπτα, ανοιχτά Β. αθυροστομία, απρόσεκτη και αναιδής έκφραση γνώμης
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες