Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
Αναζήτηση για: "αρετή"
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ἀρετή
Α. 1. ανδρεία, γενναιότητα |το αποτέλεσμα της ανδρείας, συχνά σε πληθ. αἱ ἀρεταί=οι γενναίες πράξεις |δόξα, φήμη 2. ηθική ιδιότητα, ηθικό χαρακτηριστικό, αρετή, ιδίως στον πληθ. αἱ ἀρεταί |καθήκον 3. τέλεια σωματική διάπλαση, ομορφιά |για άνθρωπο |ομορφιά, ικανότητα, εξέχουσα ιδιότητα |για πράγματα ή ζώα 4. ηθικοπνευματική ικανότητα |πολιτική ικανότητα Β.προκοπή, ευδοκίμηση |ευφορία, γονιμότητα