Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • ἀρετή
    • ουσιαστικό
    • -ῆς
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. 1. ανδρεία, γενναιότητα |το αποτέλεσμα της ανδρείας, συχνά σε πληθ. αἱ ἀρεταί=οι γενναίες πράξεις |δόξα, φήμη 2. ηθική ιδιότητα, ηθικό χαρακτηριστικό, αρετή, ιδίως στον πληθ. αἱ ἀρεταί |καθήκον 3. τέλεια σωματική διάπλαση, ομορφιά |για άνθρωπο |ομορφιά, ικανότητα, εξέχουσα ιδιότητα |για πράγματα ή ζώα 4. ηθικοπνευματική ικανότητα |πολιτική ικανότητα Β.προκοπή, ευδοκίμηση |ευφορία, γονιμότητα

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α.
    • 1. ανδρεία, γενναιότητα
    • ΘΟΥΚ 2.36.1 τὴν γὰρ χώραν οἱ αὐτοὶ αἰεὶ οἰκοῦντες…ἐλευθέραν δι΄ ἀρετὴν παρέδοσαν
    • το αποτέλεσμα της ανδρείας, συχνά σε πληθ. αἱ ἀρεταί=οι γενναίες πράξεις
    • ΘΟΥΚ 2.42.2 ἃ γὰρ τὴν πόλιν ὕμνησα͵ αἱ τῶνδε καὶ τῶν τοιῶνδε ἀρεταὶ ἐκόσμησαν͵ καὶ οὐκ ἂν πολλοῖς τῶν Ἑλλήνων ἰσόρροπος ὥσπερ τῶνδε ὁ λόγος τῶν ἔργων φανείη
    • ΙΣΟΚΡ 6.100 τοιούτους αὑτοὺς παρασχόντες ὥστε τοὺς μετὰ τέχνης ἐγκωμιάζοντας μὴ δύνασθαι τοὺς ἐπαίνους ἐξισῶσαι ταῖς ἐκείνων ἀρεταῖς
    • δόξα, φήμη
    • ΣΟΦ Φιλ 1420 ὅσους πονήσας καὶ διεξελθὼν πόνους ἀθάνατον ἀρετὴν ἔσχον
    • 2. ηθική ιδιότητα, ηθικό χαρακτηριστικό, αρετή, ιδίως στον πληθ. αἱ ἀρεταί
    • ΑΡΙΣΤ Ρητ 1366a ἀρετὴ δ΄ ἐστὶ μὲν δύναμις ὡς δοκεῖ ποριστικὴ ἀγαθῶν καὶ φυλακτική͵ καὶ δύναμις εὐεργετικὴ πολλῶν καὶ μεγάλων͵ καὶ πάντων περὶ πάντα· μέρη δὲ ἀρετῆς δικαιοσύνη͵ ἀνδρεία͵ σωφροσύνη͵ μεγαλοπρέπεια͵ μεγαλοψυχία͵ ἐλευθεριότης͵ φρόνησις, σοφία
    • ΘΟΥΚ 1.37.5 ὅσῳ ἀληπτότεροι ἦσαν τοῖς πέλας͵ τόσῳ δὲ φανερωτέραν ἐξῆν αὐτοῖς τὴν ἀρετὴν διδοῦσι καὶ δεχομένοις τὰ δίκαια δεικνύναι { όσο λιγότερο ευπρόσβλητοι είναι, τόσο περισσότερο θα έπρεπε να φανερώνουν την αρετή τους και να δέχονται να εφαρμόζεται το δίκαιο }
    • καθήκον
    • ΠΛ Απολ 31b τὸ δὲ ὑμέτερον πράττειν ἀεί͵ ἰδίᾳ ἑκάστῳ προσιόντα ὥσπερ πατέρα ἢ ἀδελφὸν πρεσβύτερον πείθοντα ἐπιμελεῖσθαι ἀρετῆς
    • 3. τέλεια σωματική διάπλαση, ομορφιά
    • για άνθρωπο
    • ΟΜ Οδ 18.251 Εὐρύμαχ΄͵ ἦ τοι ἐμὴν ἀρετὴν εἶδός τε δέμας τε ὤλεσαν ἀθάνατοι
    • ΞΕΝ ΚΠαιδ 5.1.5 διήνεγκε δ΄ ἐνταῦθα πρῶτον μὲν τῷ μεγέθει͵ ἔπειτα δὲ καὶ τῇ ἀρετῇ καὶ τῇ εὐσχημοσύνῃ
    • ομορφιά, ικανότητα, εξέχουσα ιδιότητα
    • για πράγματα ή ζώα
    • ΞΕΝ Ιερ 2.2 κέκτησθε δὲ διαφέροντας μὲν ἀρετῇ ἵππους
    • ΞΕΝ Ιερ 11.5 νικᾶν δὲ πότερα δοκεῖς κάλλιον εἶναι ἅρματος ἀρετῇ ἢ πόλεως ἧς προστατεύεις εὐδαιμονίᾳ
    • ΑΡΙΣΤ ΗΝικ 1106a ἡ τοῦ ὀφθαλμοῦ ἀρετὴ τόν τε ὀφθαλμὸν σπουδαῖον ποιεῖ καὶ τὸ ἔργον αὐτοῦ
    • 4. ηθικοπνευματική ικανότητα
    • ΑΡΙΣΤ ΗΝικ 1103a διορίζεται δὲ καὶ ἡ ἀρετὴ κατὰ τὴν διαφορὰν ταύτην· λέγομεν γὰρ αὐτῶν τὰς μὲν διανοητικὰς τὰς δὲ ἠθικάς͵ σοφίαν μὲν καὶ σύνεσιν καὶ φρόνησιν διανοητικάς͵ ἐλευθεριότητα δὲ καὶ σωφροσύνην ἠθικάς
    • ΞΕΝ Απομν 2.6.39 ὅσαι δ΄ ἐν ἀνθρώποις ἀρεταὶ λέγονται͵ σκοπούμενος εὑρήσεις πάσας μαθήσει τε καὶ μελέτῃ αὐξανομένας
    • πολιτική ικανότητα
    • ΠΛ Μεν 71e αὕτη ἐστὶν ἀνδρὸς ἀρετή͵ ἱκανὸν εἶναι τὰ τῆς πόλεως πράττειν͵ καὶ πράττοντα τοὺς μὲν φίλους εὖ ποιεῖν͵ τοὺς δ΄ ἐχθροὺς κακῶς͵ καὶ αὐτὸν εὐλαβεῖσθαι μηδὲν τοιοῦτον παθεῖν
    • Β.προκοπή, ευδοκίμηση
    • ΟΜ Οδ 13.45 θεοὶ δ΄ ἀρετὴν ὀπάσειαν παντοίην͵ καὶ μή τι κακὸν μεταδήμιον εἴη { εύχομαι να σας χαρίζουν οι θεοί κάθε προκοπή και κανένα κακό να μην βρει τον λαό σας }
    • ευφορία, γονιμότητα
    • ΗΡ 7.5 ὡς ἡ Εὐρώπη περικαλλὴς εἴη χώρη καὶ δένδρεα παντοῖα φέρουσα ἥμερα ἀρετήν τε ἄκρη͵ βασιλέϊ τε μούνῳ θνητῶν ἀξίη ἐκτῆσθαι
    • ΘΟΥΚ 1.2.4 διὰ γὰρ ἀρετὴν γῆς αἵ τε δυνάμεις τισὶ μείζους ἐγγιγνόμεναι στάσεις ἐνεποίουν ἐξ ὧν ἐφθείροντο { σε όλα τα μέρη αυτά η ευφορία της γης δημιουργούσε τάξη πλουσίων και τούτο προκαλούσε καταστροφικές επαναστάσεις }
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΑΡΕΤΗ >
    • Η λ. πιθανώς να συνδέεται με το ρ. ἀραρίσκω (=συνδέω, συνταιριάζω, συνενώνω).
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ο3
    • δωρ. ἀρετά, λεσβ. ἀρέτα
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: αἰναρέτης 'πολύ γενναίος'
      • ρήματα: ἀρετάω 'προκόβω, ευτυχώ'
      • επίθετα: ἀρέταιχμος 'αυτός που επικρατεί με τη λόγχη', φιλάρετος
    • ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • δωρ. ἀρετά
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: ἀρετίδιον, ἀρεταλογία 'αστεϊσμός', αὐτοαρετή
      • ρήματα: ἀρετόομαι 'γίνομαι ενάρετος', ἀρεταίνω
      • επίθετα: ἀρετηφόρος 'ενάρετος', ἀρεταλόγος 'αυτός που φλυαρεί για την αρετή', ἐνάρετος, μισάρετος 'αυτός που μισεί την αρετή', πανάρετος
      • επιρρήματα: ἐναρέτως, παναρέτως
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Επιτομή Λεξικού Κριαρά %αρετ%
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • αρετοβριθής, αρετοφύλακες 'τα μεσοφόρια'
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Λεξικό Γεωργακά %αρετ%
      • Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής %αρετ%
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Τσακων. ενάρετε 'ενάρετος'