Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- ἐμφανής
- επίθετο
- -ής, -ές
- ἐμφανῶς
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
ΕΠΙΘΕΤΟ 1. αυτός που αντανακλά, αυτός που καθρεφτίζει |για κάτοπτρα 2. ορατός, φανερός, προφανής, έκδηλος, σαφής |για πρόσωπα,για πράγματα, για λόγους |γνωστός, πασίγνωστος |ολοφάνερος |για θεούς |ως ουσ. τό ἐμφανές |φρ. ἐμφανῆ παρέχειν τινά, καθιστάναι εἰς ἐμφανές, εἰς ἐμφανῶν κατάστασιν=προσάγω στο δικαστήριο κπ. ή κτ., αποδεικνύω στο δικαστήριο τη νομιμότητα της κατοχής κπ. πράγματος |ΕΠΙΡΡΗΜΑ φανερά, με έκδηλο τρόπο, καθαρά, δημόσια
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- ΕΠΙΘΕΤΟ 1. αυτός που αντανακλά, αυτός που καθρεφτίζει
- για κάτοπτρα
- ΠΛ Τιμ 46a τὸ δὲ περὶ τὴν τῶν κατόπτρων εἰδωλοποιίαν καὶ πάντα ὅσα ἐμφανῆ καὶ λεῖα
- 2. ορατός, φανερός, προφανής, έκδηλος, σαφής
- για πρόσωπα,για πράγματα, για λόγους
- ΘΟΥΚ 4.86.6 ἀπάτῃ γὰρ εὐπρεπεῖ αἴσχιον...ἢ βίᾳ ἐμφανεῖ
- ΣΟΦ Τραχ 199 ὄψει δ΄ αὐτὸν αὐτίκ΄ ἐμφανῆ { θα τον δεις αμέσως να εμφανίζεται }
- ΠΛ Θεαιτ 206d τὸ τὴν αὑτοῦ διάνοιαν ἐμφανῆ ποιεῖν διὰ φωνῆς { κάνει φανερή τη σκέψη του με τη φωνή }
- ΣΟΦ Ηλ 1109 φήμης φέροντες ἐμφανῆ τεκμήρια
- γνωστός, πασίγνωστος
- ΞΕΝ Ελλ 5.2 καὶ ἐκείνοις μὲν ἀποδοῦναι τὰ ἐμφανῆ κτήματα
- ΣΟΦ Αντ 448 ᾔδη· τί δ᾽ οὐκ ἔμελλον; ἐμφανῆ γὰρ ἦν
- ολοφάνερος
- για θεούς
- ΕΥΡ Βακ 22 ἵν΄ εἴην ἐμφανὴς δαίμων βροτοῖς
- ΠΛ Αλκ2 141a εἴ σοι ἐμφανὴς γενόμενος ὁ θεὸς
- ως ουσ. τό ἐμφανές
- ΗΡ 1.205 ἐποιέετο ἐκ τοῦ ἐμφανέος ἐπὶ τοὺς Μασσαγέτας στρατηίην
- ΞΕΝ Απομν 4.3.13 εἰς τὸ ἐμφανὲς ἰόντες
- φρ. ἐμφανῆ παρέχειν τινά, καθιστάναι εἰς ἐμφανές, εἰς ἐμφανῶν κατάστασιν=προσάγω στο δικαστήριο κπ. ή κτ., αποδεικνύω στο δικαστήριο τη νομιμότητα της κατοχής κπ. πράγματος
- ΑΙΣΧΙΝ 1.99 τὰ σώματα τῶν οἰκετῶν ἐμφανῆ παρασχέτω
- ΙΣΑΙΟΣ 6 31 καὶ προσεκαλέσατο εἰς ἐμφανῶν κατάστασιν
- ΔΗΜ 56 4 νῦν οὔτε τὰ χρήματα ἀποδίδωσιν οὔτε τὸ ἐνέχυρον καθίστησιν εἰς τὸ ἐμφανές
- ΕΠΙΡΡΗΜΑ φανερά, με έκδηλο τρόπο, καθαρά, δημόσια
- ΗΡ 1.140 ἐμφανέως γὰρ δὴ ποιεῦσι
- ΣΟΦ Αντ 655 ἐπεὶ γὰρ αὐτὴν εἷλον ἐμφανῶς
- ΘΟΥΚ 7.48.1 οὐδ΄ ἐμφανῶς σφᾶς ψηφιζομένους
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- < ΕΜΦΑΙΝΩ >
- Από: ἐμφαν- + -ής.
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- Ε18
- επίθετο συγκρ. ἐμφανέστερος, υπερθ. ἐμφανέστατος
- επίρρημα συγκρ. ἐμφανέστερον, υπερθ. ἐμφανέστατα
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: ἐμφάνισις, ἐμφανισμός 'εκδήλωση, φανέρωση, καταγγελία', ἔμφασις 'αντανάκλαση σε λεία επιφάνεια, η εξωτερική όψη'
- ρήματα: ἐμφαίνω, ἐμφανίζω 'παρουσιάζω, φανερώνω'
- επίθετα: ἐμφανιστέος, ἐμφανιστικός 'ενδεικτικός, δηλωτικός'
- επιρρήματα: ἐμφανῶς
- ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- ιων. ἐμφανέως
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: ἐμφάνεια 'εμφάνιση, φανέρωση', ἐμφανιστής 'αυτός που εμφανίζει, που καταγγέλλει, ο κατήγορος', ἐμφανίσιμα (ουδ.) 'ποσό που καταβάλλει στο δημόσιο όποιος διορίζεται σε κάποιο αξίωμα'
- ρήματα: ἐμφανίσκω, ἀντεμφαίνω, ἀντεμφανίζω 'αντιλέγω', διεμφανίζω 'παρουσιάζω διαμέσου', περιεμφανίζω 'αποδεικνύω', προεμφανίζω, προσεμφανίζω, συνεμφανίζω
- επίθετα: ἐμφαντικός 'δηλωτικός, εκφραστικός', ἐμφάνερος 'ολοφάνερος', ἀνεμφάνιστος 'αυτός που δεν εμφανίζεται', ἀνέμφαντος 'αυτός που δεν είναι δηλωτικός, εκφραστικός'
- επιρρήματα: ἐμφαντικῶς
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- εμφανιστήριον, εμφαντικότης
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- Κρ. ᾽φανειά 'εμφάνιση, παρουσία', Θήρα ᾽φανίζομαι 'εμφανίζομαι', Πόντ. ᾽φάνιση 'εμφάνιση'
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ