Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • ἐλέγχω
    • ρήμα
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. διερευνώ, ερωτώ, επιπλήττω, ψέγω, κατηγορώ |επιπλήττω, ψέγω, κατηγορώ κπ. για μια ενέργεια |με αιτ. και απρφ. |εξετάζω, υποβάλλω σε έλεγχο, ελέγχω |με δευτερεύουσα πρόταση |αποδεικνύω, πείθω για κτ., δηλώνω |απόλ. |αντικρούω, ανασκευάζω, αποδεικνύω κτ. με τη μέθοδο της ''εις άτοπον απαγωγής'' |με αιτ. προσ. ή πράγμ. |αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω, φανερώνω κπ. ή κτ. 2. ολιγωρώ, περιφρονώ, ντροπιάζω |με αιτ. Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1. κηρύσσομαι ένοχος, καταδικάζομαι 2. ελέγχομαι, αποδεικνύομαι 3. αποκρούομαι, ανασκευάζομαι, απορρίπτομαι

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ
    • 1. διερευνώ, ερωτώ, επιπλήττω, ψέγω, κατηγορώ
    • ΗΡ 2.115 πλανωμένου δὲ τοῦ Ἀλεξάνδρου ἐν τῷ λόγῳ καὶ οὐ λέγοντος τὴν ἀληθείην, ἤλεγχον οἱ γενόμενοι ἱκέται
    • ΣΟΦ Ηλ 1353 μή μ᾽ ἔλεγχε πλείοσιν λόγοις
    • ΘΟΥΚ 1.131.2 καθίστησιν ἑαυτὸν ἐς κρίσιν τοῖς βουλομένοις περὶ αὐτῶν ἐλέγχειν
    • επιπλήττω, ψέγω, κατηγορώ κπ. για μια ενέργεια
    • με αιτ. και απρφ.
    • ΕΥΡ Αλκησ 1058 μή τίς μ᾽ ἐλέγξῃ τὴν ἐμὴν εὐεργέτιν προδόντ᾽ ἐν ἄλλης δεμνίοις πίτνειν νέας
    • εξετάζω, υποβάλλω σε έλεγχο, ελέγχω
    • ΒΑΚΧ υπορχ 7b.12 ἀνδρῶν δ᾽ ἀρετὰν σοφία τε παγκρατής τ᾽ ἐλέγχει ἀλάθεια
    • ΑΙΣΧ Αγ 1350 ἐμοὶ δ᾽ ὅπως τάχιστά γ᾽ ἐμπεσεῖν δοκεῖ καὶ πρᾶγμ᾽ ἐλέγχειν
    • ΞΕΝ Απομν 2.2.9 ἐπειδὴ οὐκ οἴονται τῶν λεγόντων οὔτε τὸν ἐλέγχοντα ἐλέγχειν ἵνα ζημιώσῃ οὔτε τὸν ἀπειλοῦντα ἀπειλεῖν ἵνα κακόν τι ποιήσῃ, ῥᾳδίως φέρουσι
    • με δευτερεύουσα πρόταση
    • ΑΡΙΣΤΟΦ Ιππ 1232 σ᾽ ἐλέγξαι βούλομαι τεκμηρίῳ, εἴ τι ξυνοίσεις τοῦ θεοῦ τοῖς θεσφάτοις
    • ΑΙΣΧ Χο 851 ἰδεῖν ἐλέγξαι τ᾽ εὖ θέλω τὸν ἄγγελον, εἴτ' αὐτὸς ἦν...εἴτ'...λέγει μαθὼν { να δω καλά τον αγγελιαφόρο θέλω κι απ' ὀλες τις μεριές να τον ρωτήσω... }
    • αποδεικνύω, πείθω για κτ., δηλώνω
    • ΠΛ Φαιδρ 273b τοῦτο μὲν ἐλέγχειν ὡς μόνω ἤστην { αυτός να αποδείξει ότι μόνο αυτοί οι δύο ήταν παρόντες }
    • απόλ.
    • ΗΡ 2.22 εἰ τοίνυν ἐχιόνιζε καὶ ὅσον ὦν ταύτην τὴν χώρην δι᾽ ἧς τε ῥέει καὶ ἐκ τῆς ἄρχεται ῥέων ὁ Νεῖλος, ἦν ἄν (τι) τούτων οὐδέν, ὡς ἡ ἀνάγκη ἐλέγχει
    • ΘΟΥΚ 6.86.1 ὅτῳ ταῦτα μὴ δοκεῖ, αὐτὸ τὸ ἔργον ἐλέγχει
    • αντικρούω, ανασκευάζω, αποδεικνύω κτ. με τη μέθοδο της ''εις άτοπον απαγωγής''
    • με αιτ. προσ. ή πράγμ.
    • ΔΗΜ 28.2 τοῦτ᾽ οὖν ἐλέγξαι πειράσομαι πρῶτον
    • ΑΡΙΣΤ Ψυχ 405b ἐλέγχει τοὺς αἷμα φάσκοντας τὴν ψυχήν { ο Ίππων επικρίνει αυτούς που ισχυρίζονται ότι η ψυχή είναι αίμα }
    • ΑΡΙΣΤ ΗΝικ 1146a διὰ γὰρ τὸ παράδοξα βούλεσθαι ἐλέγχειν…ὁ γενόμενος συλλογισμὸς ἀπορία γίνεται { θέλοντας να κάνουν τον ακροατή να παραδεχτεί τις αλλόκοτες γνώμες τους, οι σοφιστές καταλήγουν σε ένα συλλογισμό που δημιουργεί αμηχανία }
    • αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω, φανερώνω κπ. ή κτ.
    • ΘΟΥΚ 6.38.4 τοὺς δ᾽ αὖ ὀλίγους τὰ μὲν ἐλέγχων, τὰ δὲ φυλάσσων, τὰ δὲ καὶ διδάσκων
    • ΔΗΜ 2.5 τὸ δέ…ἐφ᾽ ἅπασι τούτοις ἐλέγχειν { το να τον ξεσκεπάσω για όλα αυτά }
    • 2. ολιγωρώ, περιφρονώ, ντροπιάζω
    • με αιτ.
    • ΟΜ Ιλ 9.522 μὴ σύ γε μῦθον ἐλέγξῃς { μη ντροπιάσεις τους λόγους }
    • Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ
    • 1. κηρύσσομαι ένοχος, καταδικάζομαι
    • ΗΡ 1.24.7 τοὺς ἐκπλαγέντας οὐκ ἔχειν ἔτι ἐλεγχομένους ἀρνέεσθαι
    • ΔΗΜ 35 36 ἐλεγχόμενοι εἴ τι περιγένοιτο τῶν χρημάτων
    • ΞΕΝ Απομν 1.2.47 ὑπὲρ ὧν ἡμάρτανον ἐλεγχόμενοι { ελέγχονταν για τα αμαρτήματα που είχαν διαπράξει }
    • 2. ελέγχομαι, αποδεικνύομαι
    • ΙΣΟΚΡ 15.146 οὐκ οἴει…νομιεῖν ἐλέγχεσθαι τὸν βίον τὸν αὑτῶν οὐ σπουδαῖον ὄντα;
    • ΞΕΝ Απομν 4.8.1 οἴεται αὐτὸν ἐλέγχεσθαι περὶ τοῦ δαιμονίου ψευδόμενον
    • ΔΗΜ 9.37 χαλεπώτατον ἦν τὸ δωροδοκοῦντ᾽ ἐλεγχθῆναι
    • 3. αποκρούομαι, ανασκευάζομαι, απορρίπτομαι
    • ΞΕΝ Συμπ 8.43 ἡ μὲν γὰρ ψευδὴς δόξα ταχὺ ἐλέγχεται ὑπὸ τῆς πείρας { η φήμη που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, διαψεύδεται στην πράξη }
    • ΠΛ Θεαιτ 162a οὐκ ἂν οὖν δεξαίμην δι᾽ ἐμοῦ ὁμολογοῦντος ἐλέγχεσθαι Πρωταγόραν
    • ΑΡΙΣΤ Πολιτικ 1330b περὶ δὲ τειχῶν, οἱ μὴ φάσκοντες δεῖν ἔχειν τὰς τῆς ἀρετῆς ἀντιποιουμένας πόλεις λίαν ἀρχαίως ὑπολαμβάνουσιν, καὶ ταῦθ᾽ ὁρῶντες ἐλεγχομένας ἔργῳ τὰς ἐκείνως καλλωπισαμένας
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΕΛΕΓΧΩ >
    • Προτάθηκε η συσχέτισή της με το επίθ. *ἐλαχύς (=μικρός, χαμηλός, ευτελής)· πβ. την αρχική σημασία του ἐλέγχω (=ολιγωρώ, περιφρονώ, ντροπιάζω). Σύμφωνα λοιπόν με τα παραπάνω: ἐλέγχω < *ἐλέμφω· το -χ- αναλογικά προς το ἐλαχύς, ἐλάχιστος. Πβ. ιε. *lengwh- (=ευκίνητος, ελαφρός).
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ρ7
    • ἐλέγχω, ἤλεγχον, ἐλέγξω, ἤλεγξα
    • ἐλέγχομαι, ἠλεγχόμην, -, -, ἐλήλεγμαι, (σύνθ. -ἐληλέγμην)
    • παθ. μέλλ. ἐλεγχθήσομαι, παθ. αόρ. ἠλέγχθην
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: ἡ ἐλεγχείη 'αισχύνη, όνειδος, μομφή', τά ἐλέγχεα 'καταισχύνη, ντροπή, (για πρόσωπα) αχρείοι, τιποτένιοι', ἔλεγχος, παρεξέλεγχος, ἐλεγκτήρ
      • ρήματα: ἐλέγχω 'ανακρίνω, ανασκευάζω, εξετάζω', ἐξελέγχω, ἀνελέγχομαι 'εξετάζω εκ νέου',
      • επίθετα: ἐλεγχής (πληθ. ἐλεγχέες) 'αξιοκατάκριτος, επονείδιστος', ἀνέλεγκτος, ἀνεξέλεγκτος, δυσέλεγκτος, εὐέλεγκτος, ἐλεγκτέος, εὐεξέλεγκτος, ἐλεγκτικός, ἐξελεγκτέος, ἐλεγχοειδής 'ομοιάζων προς έλεγχο'
      • επιρρήματα: ἐλεγκτικῶς, ἀνεξελέγκτως
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: ἀνέλεγχος 'εκ νέου εξέταση', ἐλεγκτής, ἐλεγμός, ἔλεγξις 'ανασκευή, καταδίκη'
      • ρήματα: ἀντελέγχω, ἀπελέγχω, διελέγχω, κατελέγχω, συνελέγχω
      • επίθετα: ἐλεγκτός, διελεγκτικός, δυσεξέλεγκτος
      • επιρρήματα: διελεγκτικῶς
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • ελεγκτήριον, ελεγκτικοδιδακτικόν, εξελεγκτής, εξελεγκτικός, εξελεγκτικώς
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Χίος έλεχος, Σάμ. έλιχους, Κύπ. ελέγχω, Χίος ελέχω, Χάλκη 'λέχ-χνω, Χίος 'λέχω, Ίμβρ. 'λέχου, Ήπ. 'ξελέχω, Ήπ. Σίφνος τα 'ξελέματα, Νάξος το 'ξελέχι, Λευκάς η 'ξέλιξη
      • Στην ομηρική διάλεκτο η έννοια του ρήματος ἐλέγχω είναι 'μεταχειρίζομαι με περιφρόνηση, καταισχύνω'. Η ίδια σημασία ενυπάρχει και στις υπόλοιπες λέξεις της ίδιας οικογένειας αυτής της περιόδου (ἡ ἐλεγχείη, τά ἐλέγχεα, ἐλεγχής). Στην ιωνική-αττική διάλεκτο η έννοια αυτής της οικογένειας λέξεων συνδέεται στενά με τη λειτουργία των δικαστηρίων, οπότε στις λέξεις ενυπάρχει η έννοια της ανάκρισης κατά την δικαστική διαδικασία, του ελέγχου, της ανασκευής και της αναίρεσης των επιχειρημάτων.