Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- ἑκών
- επίθετο
- -οῦσα, -όν
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
|αυτός που ενεργεί με τη θέλησή του, πρόθυμα, με ευχαρίστηση |αυτός που κάνει κτ. σκόπιμα, επίτηδες |φρ. ἑκὼν εἶναι=όσο εξαρτάται από μένα |φρ. ἑκὼν ἑκόντι, ἑκὼν παρ'ἑκόντος, ἑκὼν πρὸς ἑκόντα=με αμοιβαία συμφωνία |φρ. ἄκων ἢ ἑκών |φρ. βίᾳ οὐχ ἑκών=με βία και χωρίς τη θέληση κπ., ἑκὼν οὐ βίᾳ=με τη θέληση κάποιου και χωρίς βία
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- αυτός που ενεργεί με τη θέλησή του, πρόθυμα, με ευχαρίστηση
- ΘΟΥΚ 3.47.3 ἑκὼν παρέδωκε τὴν πόλιν
- ΠΛ Πρωτ 345d ὃς ἂν ἑκὼν μηδὲν κακὸν ποιῇ
- ΑΡΙΣΤ ΗΕυδ 1223b ἅπαν γὰρ ὃ ἑκών τις πράττει͵ βουλόμενος πράττει͵ καὶ ὃ βούλεται͵ ἑκών
- αυτός που κάνει κτ. σκόπιμα, επίτηδες
- ΔΗΜ 29.13 σφόδρ΄ ἑκὼν τὰ δίκαι΄ ἀγνοεῖν προσποιούμενος
- φρ. ἑκὼν εἶναι=όσο εξαρτάται από μένα
- ΠΛ Απολ 37a πέπεισμαι ἐγὼ ἑκὼν εἶναι μηδένα ἀδικεῖν ἀνθρώπων
- φρ. ἑκὼν ἑκόντι, ἑκὼν παρ'ἑκόντος, ἑκὼν πρὸς ἑκόντα=με αμοιβαία συμφωνία
- ΠΛ Συμπ 196c ἃ δ΄ ἂν ἑκὼν ἑκόντι ὁμολογήσῃ
- ΔΗΜ 48.54 ἃ μὲν ὡμολόγησεν καὶ συνέθετο ἑκὼν πρὸς ἑκόντα καὶ ὤμοσεν
- φρ. ἄκων ἢ ἑκών
- ΔΗΜ 23.79 πότερον δέδρακεν ἢ οὒ καὶ πότερ΄ ἄκων ἢ ἑκών
- φρ. βίᾳ οὐχ ἑκών=με βία και χωρίς τη θέληση κπ., ἑκὼν οὐ βίᾳ=με τη θέληση κάποιου και χωρίς βία
- ΣΟΦ ΟιδΚ 935 εἰ μὴ μέτοικος τῆσδε τῆς χώρας θέλεις εἶναι βίᾳ τε κοὐχ ἑκών
- ΕΥΡ ΙΑυλ 361 πέμπεις ἑκών͵ οὐ βίᾳ
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- < ΕΚΩΝ >
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- Ε11
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: ἀκουσία
- επίθετα: ἑκούσιος, ἄκων, ἀέκων, ἀεκούσιος, ἀκούσιος, ἀεκαζόμενος 'αναγκαζόμενος'
- επιρρήματα: ἑκουσίως, ἑκοντί, ἕκητι, ἕκατι, 'με τη βοήθεια, με τη θέληση, εξαιτίας', ἀέκητι, ἀκουσίως
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: ἑκουσιασμός, ἑκουσιότης, ἑκοντής 'εθελοντής', ἀκουσιότης
- ρήματα: ἑκουσιάζομαι, ἀκουσιάζομαι, ἀεκάζομαι, ἀεκάζω
- επίθετα: ἑκουσιοακούσιος, ἑκουσιογνώμων, ἀκουσιαζόμενος
- επιρρήματα: ἑκόντως, ἑκουσιαστί, ἑκοντήν, ἑκοντηδόν, ἀκοντί, ἀεκαστί, ἀεκατί
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- εκουσιώτατα, εκουσιακουσίως, ακουσιεκουσίως
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ