Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- ἐκκλησία
- ουσιαστικό
- -ας
- ἡ
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
1. (στο πλαίσιο της αρχαίας πόλης-κράτους) συνέλευση όλων των πολιτών, θεσμοθετημένο σώμα με νομοθετικές αρμοδιότητες, εκκλησία του δήμου |φρ. ἐκκλησίαν ἀποδίδωμι =συνέρχομαι σε συνέλευση |φρ. ἐκκλησίαν συνάγω, συναγείρω, ἁθροίζω, συλλέγω, ποιοῦμαι=καλώ σε συνέλευση |φρ. ἐκκλησίαν ἀνίστημι, διαλύω=διαλύω τη συνέλευση |(έξω από το πλαίσιο της πόλης-κράτους) συγκέντρωση, συνάθροιση 2. τόπος συνάθροισης
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- 1. (στο πλαίσιο της αρχαίας πόλης-κράτους) συνέλευση όλων των πολιτών, θεσμοθετημένο σώμα με νομοθετικές αρμοδιότητες, εκκλησία του δήμου
- ΞΕΝ Ελλ 1.7.7 ἔδοξε δὲ ἀναβαλέσθαι εἰς ἑτέραν ἐκκλησίαν
- ΠΛ Απολ 25a ἀλλ΄ ἄρα͵ ὦ Μέλητε͵ μὴ οἱ ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ͵ οἱ ἐκκλησιασταί͵ διαφθείρουσι τοὺς νεωτέρους;
- ΛΥΣ 13.8 ὅτε γὰρ ἡ πρώτη ἐκκλησία περὶ τῆς εἰρήνης ἐγίγνετο { όταν συγκλήθηκε η πρώτη συνέλευση της εκκλησίας του δήμου... }
- ΑΡΙΣΤ Πολιτικ 1282a ἡ γὰρ ἐκκλησία κυρία πάντων τῶν τοιούτων ἐστίν
- φρ. ἐκκλησίαν ἀποδίδωμι =συνέρχομαι σε συνέλευση
- ΔΗΜ 13.3 παρασκευασθῆναι τὰ πρὸς τὸν πόλεμον ἐκκλησίαν ἀποδοῦναι
- φρ. ἐκκλησίαν συνάγω, συναγείρω, ἁθροίζω, συλλέγω, ποιοῦμαι=καλώ σε συνέλευση
- ΔΗΜ 18.213 ἐπειδὴ τοίνυν ἐποιήσαντο τὴν ἐκκλησίαν
- ΑΡΙΣΤ Οικον 1349a ἐκκλησίαν οὖν συναγαγὼν
- ΗΡ 3.142 ἐκκλησίην συναγείρας πάντων τῶν ἀστῶν ἔλεξε τάδε
- ΞΕΝ Ελλ 1.6.8 ἐκκλησίαν ἁθροίσας τῶν Μιλησίων τάδε εἶπεν
- φρ. ἐκκλησίαν ἀνίστημι, διαλύω=διαλύω τη συνέλευση
- ΔΗΜ 19.122 ἐπειδὴ δ΄ ἀνέστη μετὰ ταῦθ΄ ἡ ἐκκλησία
- ΘΟΥΚ 8.69.1 ἐπειδὴ δὲ ἡ ἐκκλησία οὐδενὸς ἀντειπόντος͵ ἀλλὰ κυρώσασα ταῦτα διελύθη
- (έξω από το πλαίσιο της πόλης-κράτους) συγκέντρωση, συνάθροιση
- ΑΝΔΟΚ 1.11 ἦν μὲν γὰρ ἐκκλησία τοῖς στρατηγοῖς τοῖς εἰς Σικελίαν
- ΕΥΡ Ρησ 138 τάχ΄ ἂν στρατὸς κινοῖτ΄ ἀκούσας νυκτέρους ἐκκλησίας
- ΑΡΙΣΤ Πολιτικ 1285a ὁ γὰρ Ἀγαμέμνων κακῶς μὲν ἀκούων ἠνείχετο ἐν ταῖς ἐκκλησίαις
- 2. τόπος συνάθροισης
- ΙΣΟΚΡ 8.52 πρὶν εἰς τὴν ἐκκλησίαν ἀναβῆναι
- ΞΕΝ Ελλ 1.7.8 ἵνα πρὸς τὴν ἐκκλησίαν ἥκοιεν
- ΠΛ Πρωτ 319b ὅταν συλλεγῶμεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν
- ΔΗΜ 25.20 τὸν δῆμον εἰς τὴν ἐκκλησίαν ἀναβαίνειν
- Η εκκλησία του δήμου ήταν η συνέλευση όλων των πολιτών στην Αθήνα και συμμετείχαν όλοι οι ενήλικες άρρενες πολίτες άνω των 18 ετών με δικαίωμα ψήφου. Οι συνεδριάσεις της ήταν τακτικές με προεδρεύοντα τον πρόεδρο της βουλής. Αποτελούσε το υπέρτατο σώμα εξουσίας με αρμοδιότητες κυρίως νομοθετικές για θέματα εξωτερικής πολιτικής, οικονομίας, πολεμικών επιχειρήσεων και επισιτισμού. Στις αρμοδιότητές της, επίσης, συμπεριλαμβανόταν η εκλογή των στρατηγών και, σε περιπτώσεις απειλής της ασφάλειας του κράτους, αναλάμβανε και δικαστικά καθήκοντα.
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- < ΕΚΚΛΗΤΟΣ >
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- Ο2.1
- ιων. ἐκκλησίη
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: κλῆσις, κλητήρ, ἐκκλησιαστής 'μέλος της συνάθροισης, του συμβουλίου'
- ρήματα: καλέω-ῶ, ἐκκλησιάζω 'πραγματοποιώ συγκέντρωση', κλητεύω 'επικαλούμαι στο δικαστήριο'
- επίθετα: κλητέος, κλητικός, κλητός, ἐκκλησιαστικός 'αυτός που έχει σχέση με τη συνάθροιση, το συμβούλιο', ἔκκλητος 'ο εκλεγμένος να δικάσει ή να αποφασίσει για κάποιο ζήτημα ως διαιτητής'
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: κλήτωρ 'αυτός που επικαλείται, ικετεύει τους θεούς', ἐκκλησιασμός 'συγκέντρωση', ἐκκλησιαστήριον, ἐκκλησιαστής 'ο αρχηγός της εκκλησίας, ο Χριστός', ἔκκλησις 'έφεση, πρόκληση, επίκληση', ἐκκλησία 'το σώμα των πιστών του Χριστού', ἐκκλησία 'χριστιανικός ναός'
- ρήματα: ἐκκλησιάζω 'είμαι μέλος της εκκλησίας'
- επίθετα: ἐκκλησιαστικός 'αυτός που έχει σχέση με την εκκλησία ή τον ιερό κλήρο', ἐκκλησιένδικος 'υπερασπιστής της εκκλησίας', ἐκκλητικός 'προκλητικός'
- επιρρήματα: ἐκκλησιαστικῶς 'σύμφωνα με τους κανόνες της εκκλησίας ή τις συνήθειες του κλήρου της'
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- κλητηρομαχία, κλητηροφοβία, εκκλησίασμα 'ο λαός που συμμετέχει σε ακολουθίες ή μυστήρια της Εκκλησίας', εκκλησίδιον, εκκλησιόπεδον, εκκλησίασις 'εκκλησιασμός', αντέκκλητος, παρεκκλησιάρχης, αντεκκαλέω-ώ, κλητηρικός, κλητήριον, εκκλησιαστικοεθνικός, αντεκκλησιαστικός, ανεκκλησιαστικώς
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- Κύπ. κλήμα 'γεύμα που παρατίθεται στον καλεσμένο', Καλ. Κάρπαθ. Κρ. κλητούρι, Πόντ. κλητόρ᾽ 'πρόσκληση σε γάμο, μέρος στο οποίο πραγματοποιείται η γιορτή, το πανηγύρι', Στερ.Ελλ. κλήτουρας 'τελάλης'
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ