Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • εἰσβολή
    • ουσιαστικό
    • -ης
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • 1. είσοδος, πέρασμα, διάβαση, στενό πέρασμα, πρόσβαση, εκβολές ποταμού 2. επίθεση, εισβολή, επιδρομή 3. αρχή, έναρξη, είσοδος, εισαγωγή, πρόλογος |μτφ.

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • 1. είσοδος, πέρασμα, διάβαση, στενό πέρασμα, πρόσβαση, εκβολές ποταμού
    • ΗΡ 5.15 καὶ τὴν πρὸς θαλάσσης ἐσβολὴν φυλάσσοντας
    • ΕΥΡ Μηδ 1264 Συμπληγάδων πετρᾶν ἀξενωτάταν ἐσβολάν
    • ΞΕΝ ΚΑναβ 1.2.21 ἐλέγετο δὲ καὶ Συέννεσις εἶναι ἐπὶ τῶν ἄκρων φυλάττων τὴν εἰσβολήν
    • 2. επίθεση, εισβολή, επιδρομή
    • ΙΣΟΚΡ 14.31 ποίας γὰρ εἰσβολῆς ἀπελείφθησαν τῶν εἰς ταύτην τὴν χώραν γεγενημένων;
    • ΞΕΝ ΚΑναβ 5.6.7 πρῶτον μὲν οἶδα εὐθὺς ᾗ τὴν εἰσβολὴν ἀνάγκη ποιεῖσθαι
    • ΘΟΥΚ 3.34.1 ὅτε ἡ δευτέρα Πελοποννησίων ἐσβολὴ ἐς τὴν Ἀττικὴν ἐγίγνετο
    • 3. αρχή, έναρξη, είσοδος, εισαγωγή, πρόλογος
    • μτφ.
    • ΕΥΡ Ικ 92 τί χρῆμα; καινὰς ἐσβολὰς ὁρῶ λόγων
    • ΕΥΡ Ιων 677 ὁρῶ δάκρυα καὶ πενθίμους ἀλαλαγὰς στεναγμάτων τ΄ ἐσβολάς
    • ΑΡΙΣΤΟΦ Βατρ 1104 εἰσβολαὶ γάρ εἰσι πολλαὶ χἄτεραι σοφισμάτων
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • Από: εἰς + βολή.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ο3
    • ιων. ἐσβολή, δωρ. εἰσβολά
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: βολή 'ρίψη, κτύπημα ξίφους ή δόρατος που βρίσκεται στο χέρι του πλήττοντος', βόλος 'ρίψη', βλῆμα 'ρίψιμο, βολή', εἰσβολή
      • ρήματα: βάλλω, εἰσβάλλω
      • επίθετα: βολαῖος 'σφοδρός, βίαιος'
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: βαλλισμός 'χορός', βολεύς 'σφενδονητής', βολίς 'βλήμα, ακόντιο', βληστρισμός 'ανησυχία, στενοχώρια', βλήτειρα 'αυτή που ρίχνει, εξακοντίζει'
      • ρήματα: βαλλίζω 'χορεύω, πηδώ ολόγυρα', βολίζω 'ρίχνω την βολίδα', βληστρίζω 'ρίχνω εδώ και εκεί'
      • επίθετα: βολιστικός 'αυτός που μπορεί κανείς να πιάσει όταν ρίχνεται', βλής 'βεβλημένος', βλητέον, βλητός 'αυτός που προσβάλλεται, αυτός που ρίχνεται'
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • εισβολεύς, βαλλίσματα, βαλλιστικός, βληματαποθήκαι, βληματίδια, βληματοδοχείον, βληματοδόχη, βληματόμετρον, βληματοφορείον, βληματοφόρον, βληταγωγόν 'κιβώτιο πολεμοφοδίων', βλητικότης, βολίδιον, βολιδοθήκαι, βολιδόμητρα, βολιδοποιός, βολιδοσκοπέω, βολιδοσκόπησις, βολιδωτός, βολιδοφόροι, βόλισις, βολισμοί, βολιστής, βολοσκόπος
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Κύπ. Κύθ. Πελοπ. α(ρ)βαλλίζω 'βαλλίζω', Πελοπ. αρβαλλάω 'βαλλίζω', Κέρκ. Θήρα βολίδα, Κύπ. βέλος, Πόντ. βλημίν, βλεμίν, βλεμί 'πολύτιμος λίθος σε δαχτυλίδι, δερματικό εξόγκωμα'