Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- δυσχερής
- επίθετο
- -ής, -ές
- δυσχερῶς
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
ΕΠΙΘΕΤΟ 1. δυσάρεστος, ενοχλητικός, θλιβερός |για πρόσωπα και πράγματα 2. εχθρικός, αποκρουστικός, μισητός |για πρόσωπα και καταστάσεις |δύστροπος, ιδιόρρυθμος, δύσκολος 3. αντιφατικός, αντιρρητικός |για επιχειρηματολογία |ως ουσ. τό δυσχερές, τὰ δυσχερῆ=η δυσχέρεια, οι δυσκολίες |ΕΠΙΡΡΗΜΑ δυσάρεστα, δύσκολα, ενοχλητικά, αρνητικά
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- ΕΠΙΘΕΤΟ 1. δυσάρεστος, ενοχλητικός, θλιβερός
- για πρόσωπα και πράγματα
- ΑΙΣΧ Πρ 802 ἄλλην δ΄ ἄκουσον δυσχερῆ θεωρίαν
- ΣΟΦ Αντ 254 πᾶσι θαῦμα δυσχερὲς παρῆν
- ΔΗΜ 18.3 βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν
- 2. εχθρικός, αποκρουστικός, μισητός
- για πρόσωπα και καταστάσεις
- ΣΟΦ Ηλ 929 ἡδὺς οὐδὲ μητρὶ δυσχερής
- ΙΣΟΚΡ 12.63 διεξιέναι τὰς δυσχερεστάτας τῶν πράξεων
- δύστροπος, ιδιόρρυθμος, δύσκολος
- ΔΗΜ 19 308 δυσχερεῖς ἀνθρώπους εἶναι
- ΠΛ Πολ 475c ὥσπερ τὸν περὶ τὰ σιτία δυσχερῆ
- ΠΛ Νομ 779e τοῦτο ἔτι ἐκείνων τῶν πολλῶν δυσχερέστερον ἀποδέχεσθαι τῷ πλήθει
- 3. αντιφατικός, αντιρρητικός
- για επιχειρηματολογία
- ΠΛ Πρωτ 333d τὸν γὰρ λόγον ᾐτιᾶτο δυσχερῆ εἶναι
- ΔΗΜ 20 113 ἐπὶ μὴ προσήκοντα πράγματα τοὺς λόγους μεταφέρῃ͵ δυσχερεῖς ἀνάγκη φαίνεσθαι
- ως ουσ. τό δυσχερές, τὰ δυσχερῆ=η δυσχέρεια, οι δυσκολίες
- ΔΗΜ 57.15 τί ποτ΄ ἦν τὸ δυσχερὲς Εὐβουλίδῃ
- ΕΥΡ Φοιν 390 τίς ὁ τρόπος αὐτοῦ; τί φυγάσιν τὸ δυσχερές;
- ΞΕΝ Ιερ 8.6 ὥστε τὰ μὲν δυσχερῆ ἀφανίζειν
- ΔΗΜ 11.14 γίγνεται φανερὰ τὰ δυσχερῆ πάντα τοῖς ἅπασιν
- ΕΠΙΡΡΗΜΑ δυσάρεστα, δύσκολα, ενοχλητικά, αρνητικά
- ΔΗΜ 6.20 "πῶς γὰρ οἴεσθ᾽" ἔφην, "ὦ ἄνδρες Μεσσήνιοι, δυσχερῶς ἀκούειν Ὀλυνθίους"
- ΠΛ Πρωτ 332a ἀλλὰ μήν, ἔφην ἐγώ, ἐπειδὴ δυσχερῶς δοκεῖς μοι ἔχειν πρὸς τοῦτο, τοῦτο μὲν ἐάσωμεν
- ΔΗΜ 23.19 δυσχερέστερον τοὺς περὶ τῶν νόμων λόγους ἀκούσῃ μου
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- Από: δυσ- + χείρ ή δυσ- + χαίρω.
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- Ε18
- επίθετο συγκρ. δυσχερέστερος, υπερθ. δυσχερέστατος
- επίρρημα συγκρ. δυσχερέστερον
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: δυσχέρεια, δυσχέρασμα 'δυστροπία χαρακτήρα'
- ρήματα: δυσχεραίνω
- επίθετα: δυσχεραντέον
- επιρρήματα: δυσχερῶς, δυσχεραινόντως
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: δυσχέρανσις 'δυσαρέσκεια', δυσχερασμός
- ρήματα: ἀντιδυσχεραίνω, ἐπιδυσχεραίνω, προσδυσχεραίνω, συνδυσχεραίνω 'δυσαρεστούμαι, αγανακτώ', ὑποδυσχεραίνω 'δυσανασχετώ'
- επίθετα: δυσχεραντικός 'αυτός που δημιουργεί δυσχέρειες, ο δύσκολος'
- επιρρήματα: δυσχεραντικῶς
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- δυσχέρανσις
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής %δυσχερ%
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ