Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • δοκέω
    • ρήμα
    • δοκῶ
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. 1. μου φαίνεται, μου παρουσιάζεται (συχνά σε όνειρα) |υποθέτω, φαντάζομαι (αντ. του φρονεῖν) |θεωρώ, πιστεύω |με αιτ. και απαρφ. (το απαρφ. μπορεί να παραλείπεται) |με δύο αιτ. |έχω τη γνώμη, την άποψη |με εμπρόθετο προσδιορισμό |φρ. δοκέω μοι 2. ελπίζω, πιστεύω |με απρφ. μέλλ. Β. 1. μου φαίνεται, νομίζω, θεωρώ |φαίνομαι, θεωρούμαι 2. θεωρούμαι, φαίνομαι, έχω τη φήμη (συχνά αντ. του εἶναι) 3. μου φαίνεται, νομίζω |απρόσ. σύνταξη με απρφ. και δοτ. (η δοτ. μπορεί να παραλείπεται) |το ουδ. μτχ. ως ουσ. τὸ δοκοῦν=πίστη, πεποίθηση, τρόπος σκέψης Γ. 1. έχω τη διάθεση, σκοπεύω, προτίθεμαι 2. μου φαίνεται καλό, αποφασίζω |φρ. δέδοκται (ιων. δεδόκηται)=υπάρχει ψήφισμα, ψηφίστηκε νόμος, αποφασίστηκε με ψηφοφορία, υπάρχει νόμος |φρ. ἔδοξε τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ=αποφάσισε η βουλή και ο δήμος |σε αποφάσεις και ψηφίσματα του δήμου |φρ. τὰ δεδογμένα, τὰ δόξαντα=τα ψηφίσματα, οι νόμοι |φρ. δόξαν τινι=σύμφωνα με την απόφαση κπ., έχοντας αποφασίσει

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α.
    • 1. μου φαίνεται, μου παρουσιάζεται (συχνά σε όνειρα)
    • ΑΙΣΧ Χο 527 τεκεῖν δράκοντ΄ ἔδοξεν͵ ὡς αὐτὴ λέγει { της φάνηκε ότι γέννησε φίδι, όπως λέει }
    • ΕΥΡ ΙΤαυ 44 ἔδοξ΄ ἐν ὕπνῳ τῆσδ΄ ἀπαλλαχθεῖσα γῆς οἰκεῖν ἐν Ἄργει
    • ΠΛ Πρωτ 315e ἔδοξα ἀκοῦσαι ὄνομα αὐτῷ εἶναι Ἀγάθωνα
    • υποθέτω, φαντάζομαι (αντ. του φρονεῖν)
    • ΣΟΦ Αι 942 σοὶ μὲν δοκεῖν ταῦτ΄ ἔστ΄͵ ἐμοὶ δ΄ ἄγαν φρονεῖν { εσύ μόνο το φαντάζεσαι, μα εγώ βαθιά το νιώθω }
    • θεωρώ, πιστεύω
    • ΘΕΟΓΝ ελεγ 1.339 χοὔτως ἂν δοκέοιμι μετ΄ ἀνθρώπων θεὸς εἶναι { τότε θα πίστευα ο θεός πως είναι μες τον κόσμο }
    • με αιτ. και απαρφ. (το απαρφ. μπορεί να παραλείπεται)
    • ΣΟΦ Ηλ 61 δοκῶ μὲν οὐδὲν ῥῆμα σὺν κέρδει κακόν { θεωρώ ότι ο λόγος που ωφελεί δεν είναι κακός }
    • ΕΥΡ Ιππολ 462 πόσους δοκεῖς δὴ...νοσοῦνθ΄ ὁρῶντας λέκτρα μὴ δοκεῖν ὁρᾶν; { πόσοι πιστεύεις που βλέπουν τις ντροπές των γυναικών τους κάνουν πως δεν βλέπουν; }
    • με δύο αιτ.
    • ΞΕΝ ΚΑναβ 5.7.26 καὶ τούτους τί δοκεῖτε; { για αυτούς τι πιστεύετε; }
    • έχω τη γνώμη, την άποψη
    • με εμπρόθετο προσδιορισμό
    • ΗΡ 9.65 δοκέω δέ͵ εἴ τι περὶ τῶν θείων πρηγμάτων δοκέειν δεῖ { η άποψή μου είναι, εάν δικαιούμαστε να έχουμε κάποια άποψη για ό,τι έχει να κάνει με τη θρησκεία }
    • φρ. δοκέω μοι
    • ΗΡ 2.93 ἐγώ μοι δοκέω κατανοέειν τοῦτο { νομίζω ότι μπορώ να το καταλάβω }
    • ΞΕΝ Οικ 6.11 ποιεῖσθαι πάνυ μοι δοκῶ πεπεῖσθαι ἱκανῶς { πιστεύω ότι μ' έκανες να το καταλάβω αρκετά καλά }
    • 2. ελπίζω, πιστεύω
    • με απρφ. μέλλ.
    • ΟΜ Ιλ 7.192 ἐπεὶ δοκέω νικησέμεν Ἕκτορα δῖον { ελπίζω πως θα νικήσω το θείο Έκτορα }
    • ΟΜΥΜΝ 5.125 οὐδὲ ποσὶ ψαύσειν ἐδόκουν φυσιζόου αἴης { και πίστεψα ότι ποτέ δεν θα άγγιζα με τα πόδια μου τη ζωοδότρα γη }
    • Β.
    • 1. μου φαίνεται, νομίζω, θεωρώ
    • ΙΣΟΚΡ 12.244 τὴν μὲν οὖν περιβολὴν τοῦ λόγου δοκεῖς μοι ποιήσασθαι μετὰ τοιαύτης διανοίας
    • φαίνομαι, θεωρούμαι
    • ΑΡΙΣΤ ΗθΝικ 1145b { φαίνεται ότι η εγκράτεια και η σταθερότητα του χαρακτήρα ανήκουν στην κατηγορία των σπουδαίων και επαινετών διαθέσεων }
    • ΑΡΙΣΤ ΣοφΕλ 164a οἱ μὲν εἰσὶ συλλογισμοί͵ οἱ δ΄ οὐκ ὄντες δοκοῦσι
    • 2. θεωρούμαι, φαίνομαι, έχω τη φήμη (συχνά αντ. του εἶναι)
    • ΘΟΥΚ 1.76.2 ἄξιοί τε ἅμα νομίζοντες εἶναι καὶ ὑμῖν δοκοῦντες { αφού μάλιστα πιστεύουμε πως το αξίζουμε κι έχουμε αυτή τη φήμη και σε σας }
    • ΑΝΔΟΚ 1.140 πᾶσι τοῖς Ἕλλησιν ἄνδρες ἄριστοι καὶ εὐβουλότατοι δοκεῖτε γεγενῆσθαι
    • ΑΙΣΧ ΕπτΘ 592 οὐ γὰρ δοκεῖν ἄριστος͵ ἀλλ΄ εἶναι θέλει { δεν θέλει να φαίνεται ότι είναι άριστος αλλά να είναι }
    • 3. μου φαίνεται, νομίζω
    • απρόσ. σύνταξη με απρφ. και δοτ. (η δοτ. μπορεί να παραλείπεται)
    • ΘΟΥΚ 6.34.2 δοκεῖ δέ μοι καὶ ἐς Καρχηδόνα ἄμεινον εἶναι πέμψαι
    • ΙΣΑΙΟΣ 4.12 δοκεῖ μοι προσήκειν τεκμηρίοις μᾶλλον ἢ μάρτυσιν πιστεύειν
    • ΞΕΝ ΚΑναβ 4.5.1 τῇ δ΄ ὑστεραίᾳ ἐδόκει πορευτέον εἶναι...τάχιστα
    • το ουδ. μτχ. ως ουσ. τὸ δοκοῦν=πίστη, πεποίθηση, τρόπος σκέψης
    • ΘΟΥΚ 1.84.2 παρὰ τὸ δοκοῦν ἡμῖν οὐκ ἐπαιρόμεθα ἡδονῇ { δεν παρασυρόμαστε από χαρά ενάντια σε ό,τι εμείς θεωρούμε σωστό }
    • ΠΛ Πολ 487d ἀλλὰ τὸ σοὶ δοκοῦν ἡδέως ἂν ἀκούοιμι { ευχαρίστως θα άκουγα αυτό που πιστεύεις }
    • Γ.
    • 1. έχω τη διάθεση, σκοπεύω, προτίθεμαι
    • ΑΙΣΧ Αγ 16 ὅταν δ΄ ἀείδειν ἢ μινύρεσθαι δοκῶ { όταν μου έρχεται η διάθεση να τραγουδήσω ή να σιγομουρμουρίσω ένα σκοπό }
    • ΑΡΙΣΤΟΦ Ορν 671 ἐγὼ μὲν αὐτὴν κἂν φιλῆσαί μοι δοκῶ { πόσο θα ήθελα να την φιλήσω }
    • 2. μου φαίνεται καλό, αποφασίζω
    • ΗΡ 1.3 τοῖσι Ἕλλησι δόξαι πρῶτον πέμψαντας ἀγγέλους ἀπαιτέειν τε Ἑλένην { οι Έλληνες πήραν απόφαση να στείλουν κήρυκες και να ζητούν την Ελένη πίσω }
    • ΘΟΥΚ 2.21.2 ἐδόκει τοῖς τε ἄλλοις καὶ μάλιστα τῇ νεότητι ἐπεξιέναι καὶ μὴ περιορᾶν { και στους άλλους φάνηκε καλό αλλά κυρίως στους νέους να αντιδράσουν και να μην αδιαφορούν }
    • φρ. δέδοκται (ιων. δεδόκηται)=υπάρχει ψήφισμα, ψηφίστηκε νόμος, αποφασίστηκε με ψηφοφορία, υπάρχει νόμος
    • ΗΡ 4.68 δέδοκται τοῖσι πρώτοισι τῶν μαντίων αὐτοῖσι ἀπόλλυσθαι { ο νόμος λέει να σκοτώσουν τους πρώτους μάντεις }
    • ΣΟΦ Αντ 576 δεδογμέν΄͵ ὡς ἔοικε͵ τήνδε κατθανεῖν
    • φρ. ἔδοξε τῇ βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ=αποφάσισε η βουλή και ο δήμος
    • σε αποφάσεις και ψηφίσματα του δήμου
    • φρ. τὰ δεδογμένα, τὰ δόξαντα=τα ψηφίσματα, οι νόμοι
    • ΘΟΥΚ 3.49.4 ἡ μὲν ἔφθασε τοσοῦτον ὅσον Πάχητα ἀνεγνωκέναι τὸ ψήφισμα καὶ μέλλειν δράσειν τὰ δεδογμένα
    • ΙΣΟΚΡ 1.34 βουλεύου μὲν βραδέως, ἐπιτέλει δὲ ταχέως τὰ δόξαντα
    • φρ. δόξαν τινι=σύμφωνα με την απόφαση κπ., έχοντας αποφασίσει
    • ΘΟΥΚ 8.79.1 δόξαν αὐτοῖς ἀπὸ ξυνόδου ὥστε διαναυμαχεῖν { συνεδρίασαν κι αποφάσισαν να διακινδυνεύσουν τη ναυμαχία }
    • ΠΛ Πρωτ 314c δόξαν ἡμῖν ταῦτα ἐπορευόμεθα { συμφωνήσαμε σ' αυτά και ξεκινήσαμε }
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΔΟΚΕΩ >
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ρ3
    • δοκέω, ἐδόκουν, δόξω, ἕδοξα
    • δοκέομαι -οῦμαι, -, -, απρόσ. δέδοκται, ἐδέδοκτο
    • παθ. αόρ. ἐδόχθην
    • ποιητ. μέλλ. δοκήσω, αόρ. ἐδόκησα, πρκ. δεδόκηκα, παθ. αόρ. ἐδοκήθην, παθ. πρκ. δεδόκημαι
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: δόκησις 'γνώμη, φήμη', δόκημα 'όραμα, εμφάνιση', δόγμα 'γνώμη, πίστη, δόγμα', δόξα 'γνώμη, καλή φήμη', αὐτοδόξα 'δοξασία διατυπωμένη αφηρημένα', δόξις 'γνώμη', δόξασμα 'γνώμη', δοξαστής 'αυτός που διαμορφώνει τις απόψεις', ἀδοξία 'κακή φήμη', εὐδοξία, δοξοκαλία 'φιλαρέσκεια', δοξοσοφία 'η μη αληθινή σοφία', δοκιμεῖον 'κριτήριο, μέσο προς δοκιμή', δοκιμασία, εὐδοκίμησις, προσδοκία, προσδόκημα
      • ρήματα: δοκεύω 'περιμένω, παραμονεύω, ενεδρεύω', προσδοκάω, δοκέω, εὐδοκέω, δοξάζω 'σκέφτομαι, φαντάζομαι', μεταδοκέω 'μεταβάλλω τη γνώμη μου', μεταδοξάζω 'μεταβάλλω τη γνώμη μου', δοξόομαι 'έχω τη φήμη', ἀδοξέω 'δεν έχω καλή φήμη', εὐδοξέω, εὐδοκιμέω, δωροδοκέω, δοκιμάζω
      • επίθετα: προσδόκιμος, εὔδοκος, εὔδοξος, εὐδόκιμος, δοξαστός 'αυτός που διατυπώνει εικασία, υπόθεση, αυτός που είναι αντικείμενο εικασίας, υπόθεσης', δοξαστικός 'αυτός που αναφέρεται στις γνώμες, απόψεις κάποιου', ἄδοξος, ἔνδοξος, ἐπίδοξος, εὔδοξος, κακόδοξος, παράδοξος, φιλόδοξος, δοξόσοφος 'αυτός που θεωρεί τον εαυτό του σοφό', δόκιμος 'αποδεκτός, εγκεκριμένος, σημαντικός', δοξομιμητής 'αυτός που μιμείται φαινομενική και όχι πραγματική αλήθεια', δοξόσοφος 'αυτός που θεωρεί τον εαυτό του σοφό'
      • επιρρήματα: ἐνδόξως, εὐδόξως, παραδόξως
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: ἐνδοξασμός 'η ενέργεια του δοξάζειν', εὐδόκησις, εὐδοκία 'έγκριση, επιδοκιμασία', δογματίας, δόξασις 'διαμόρφωση γνώμης', δοξασία 'γνώμη', παραδοξασμός 'αντικείμενο απορίας, θαυμασμού', δοκιμή 'εξέταση, δοκιμή', δοκιμαστής 'εξεταστής', δοκιμαστήρ 'εξεταστής', δοκιμαστήριον 'έλεγχος, δοκιμή' , δωροδόκησις, δοξοκοπία 'δίψα για φήμη ή δημοτικότητα', δοξομανία 'μανία για φήμη', δοξοφαγία 'πείνα για φήμη', προσδόκησις, παραδοξολογία, παραδοξία 'το παράδοξο'
      • ρήματα: δογματίζω, ἀποδοκιμάζω, ὑπερδοξάζω, δοξολογέω, παραδοξολογέω, παραδοξοποιέω, συνευδοκέω
      • επίθετα: δογματικός, δοξαστός 'δοξασμένος', δοκιμαστός, δοκιμαστικός, κενόδοξος, ὀρθόδοξος, φιλόδοξος, προσδοκήσιμος, δοξοκόπος 'φιλόδοξος', δοξομανής
      • επιρρήματα: ἀδόξως, ὀρθοδόξως, ἐπιδόξως, φιλοδόξως
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • δογματέω, δογματικότης, δογματοσκεπτικός, δογματοφύλαξ, δοκησιγνωσία, δοκησιδεξιότης, δοκησίνοια, δοκιμιογράφος, δοξογέννητος, δοξογόνος, δοξοδιψία, δοξοθήρας, δοξοθηρικός, δοξοκρασία, δοξολογήσιμος, δοξολόγησις, δοξοσόφως, δωροδοκικός, ευδοκίμημα, παραδοξάζω 'όχι ορθάς δόξας έχω', παραδοξάσματα 'όχι ορθαί δόξαι', παραδοξογενής, παραδοξολογικός, παραδοξομανία, παραδοξόσχημος, παραδοξοφάνεια, παραδοξοφρονείν, παραδοξοφροσύνη, προσδοκητικός
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Ήπ. δοκάω 'καταλαβαίνω' (απρόσωπο με τις προσωπικές αντωνυμίες μου, σου, του κ.ά.), Κύπ. δοκεί, Νάξ. διόχτει, Κύπ. δόχνει, Κρ. διόχνει, Κύπ. έδοξεν, Χίος έδοξε, Κάρπαθ. έοξε 'σκέφτομαι, κρίνω, αποφασίζω', Ρόδ. όπως μας δόξει 'όπως μας φανεί καλό', Χίος όταν μου δόξει ' όταν μου φανεί καλό', (μέσο) Κέρκ. δοκούμαι, Σάμ. δουκούμι, Ήπ. δοκειούμαι, δοκειέμαι, Κέρκ. Πελοπ. δοκειώμαι, Ήπ. Μακεδ. δουκειούμι, Μακεδ. αδουκειούμι, Πελοπ. δοκάται, Κέρκ. δοκήθηκα, Σάμ. Σκιάθ. δουκήθ'κα '1. καταλαβαίνω 2. σκέφτομαι, πιστεύω 3. θυμάμαι 4. βλέπω', Κύπ. αναδοκεί μου, αναδόχνει μου 'λυπάμαι, μετανιώνω' Κρ. Κύπ. δόκιμος, Στερ.Ελλ. Θεσσ. δόκιμους '1. ικανός, επιδέξιος 2. ζωντανός, ζωηρός 3. κατάλληλος, ταιριαστός'