Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- διδάσκω
- ρήμα
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. μεταδίδω γνώσεις, διδάσκω |με αιτ. |απόλ. |μαθαίνω κτ. σε κπ. |με διπλή αιτ. |εκπαιδεύω |με απρφ. 2. καθοδηγώ, παροτρύνω με επιχειρήματα, συμβουλεύω |με απρφ. 3. εξηγώ, ερμηνεύω |με εμπρόθετο προσδιορισμό 4. προετοιμάζω και ανεβάζω ένα έργο (δράμα, διθύραμβο) στο θέατρο Β. ΜΕΣΟ 1. διδάσκω κπ. μέσω άλλου |με απρφ. |με διπλή αιτ. 2. διδάσκω τον εαυτό μου, αποκτώ γνώσεις, μαθαίνω Γ. ΠΑΘΗΤΙΚΟ διδάσκομαι, εκπαιδεύομαι |με αιτ. |με απρφ. |με δευτερεύουσα πρόταση |φρ. δίδασκε, δίδαξον=πες, διηγήσου, εξήγησε
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ
- 1. μεταδίδω γνώσεις, διδάσκω
- με αιτ.
- ΕΥΡ Ιππολ 917 τί δὴ τέχνας μὲν μυρίας διδάσκετε
- ΔΗΜ 18.265 ἐδίδασκες γράμματα͵ ἐγὼ δ΄ ἐφοίτων
- ΠΛ Φαιδ 276c τἀληθῆ διδάξαι
- απόλ.
- ΠΛ Απολ 26b οὐ ταῦτα λέγεις ὅτι διδάσκων διαφθείρω;
- ΠΛ Λυσις 204a διδάσκει δὲ τίς αὐτόθι;
- μαθαίνω κτ. σε κπ.
- με διπλή αιτ.
- ΗΡ 6.138 γλῶσσάν τε τὴν Ἀττικὴν καὶ τρόπους τοὺς Ἀθηναίων ἐδίδασκον τοὺς παῖδας
- ΞΕΝ Απομν 1.2.17 μή πρότερον τά πολιτικά διδάσκειν τοὺς συνόντας
- εκπαιδεύω
- με απρφ.
- ΠΛ Γοργ 456e τοὺς ἐν τοῖς ὅπλοις διδάσκοντας μάχεσθαι
- 2. καθοδηγώ, παροτρύνω με επιχειρήματα, συμβουλεύω
- ΘΟΥΚ 1.86.4 καὶ ὡς ἡμᾶς πρέπει βουλεύεσθαι ἀδικουμένους μηδεὶς διδασκέτω
- ΙΣΟΚΡ 3.10 ὅσοι διδάσκουσι τούς τε δυναστεύοντας ὡς δεῖ τῷ πλήθει χρῆσθαι
- με απρφ.
- ΘΟΥΚ 7.18.1 ὁ Ἀλκιβιάδης προσκείμενος ἐδίδασκε τὴν Δεκέλειαν τειχίζειν
- 3. εξηγώ, ερμηνεύω
- ΙΣΑΙΟΣ 1.8 ἐντεῦθεν ἄρξομαι διδάσκειν
- ΘΟΥΚ 2.60.6 ὁ τε γάρ γνούς καί μή σαφῶς διδάξας
- με εμπρόθετο προσδιορισμό
- ΙΣΟΚΡ 14.7 περὶ τούτων πειράσομαι διδάσκειν
- ΔΗΜ 44.5 ὑπὲρ αὐτῆς δὲ τῆς διαμαρτυρίας καὶ τοῦ ἀγῶνος ἤδη νομίζω δεῖν διδάσκειν
- 4. προετοιμάζω και ανεβάζω ένα έργο (δράμα, διθύραμβο) στο θέατρο
- ΗΡ 1.23 διθύραμβον...διδάξαντα ἐν Κορίνθῳ
- ΔΗΜ 21.58 Σαννίων ἐστὶ δήπου τις ὁ τοὺς τραγικοὺς χοροὺς διδάσκων
- Β. ΜΕΣΟ
- 1. διδάσκω κπ. μέσω άλλου
- ΠΛ Πρωτ 325b οὕτω δ΄ αὐτοῦ πεφυκότος οἱ ἀγαθοὶ ἄνδρες εἰ τὰ μὲν ἄλλα διδάσκονται τοὺς ὑεῖς
- με απρφ.
- ΠΛ Πολ 467e διδαξαμένους ἱππεύειν ἐφ΄ ἵππων ἀκτέον ἐπὶ τὴν θέαν
- με διπλή αιτ.
- ΠΛ Πρωτ 325b διδακτοῦ δὲ ὄντος καὶ θεραπευτοῦ τὰ μὲν ἄλλα ἄρα τοὺς ὑεῖς διδάσκονται
- 2. διδάσκω τον εαυτό μου, αποκτώ γνώσεις, μαθαίνω
- ΣΟΦ Αντ 355 φθέγμα καί...ἀστυνόμους ὀργάς ἐδιδάξατο
- Γ. ΠΑΘΗΤΙΚΟ διδάσκομαι, εκπαιδεύομαι
- ΗΡ 3.81.2 κῶς γὰρ ἂν γινώσκοι ὃς οὔτ΄ ἐδιδάχθη οὔτε εἶδε καλὸν οὐδὲν (οὐδ΄) οἰκήιον
- με αιτ.
- ΠΛ Μεν 87c ὅτι οὐδὲν ἄλλο διδάσκεται ἄνθρωπος ἢ ἐπιστήμην;
- με απρφ.
- ΗΡ 5.111 ἤλαυνε δὲ ἵππον ὁ Ἀρτύβιος δεδιδαγμένον πρὸς ὁπλίτην ἵστασθαι ὀρθόν
- με δευτερεύουσα πρόταση
- ΞΕΝ Ελλ 2.3.45 διδασκόμενος ὡς οἱ Λακεδαιμόνιοι πάσῃ πολιτείᾳ μᾶλλον ἂν ἢ δημοκρατίᾳ πιστεύσειαν
- φρ. δίδασκε, δίδαξον=πες, διηγήσου, εξήγησε
- ΣΟΦ ΟιδΤ 1009 πῶς͵ ὦ γεραιέ; πρὸς θεῶν͵ δίδασκέ με
- ΣΟΦ Τραχ 64 ποῖον; δίδαξον͵ μῆτερ͵ εἰ διδακτά μοι
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- < ΔΙΔΑΣΚΩ >
- Από: θ. δα- που μαρτυρείται στο απρφ. αορ. δαῆναι και με αναδιπλασιασμένο ενεστ. σε -σκω > διδάσκω.
- Από ιε. ρίζα που έχει σχέση με τη λ. δήνεα (αρχ. ινδ.=αυτός που κάνει θαύματα).
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- διδάσκω, ἐδίδασκον, διδάξω, ἐδίδαξα, δεδίδαχα, ἐδεδιδάχειν
- διδάσκομαι, ἐδιδασκόμην, διδάξομαι, ἐδιδαξάμην, δεδίδαγμαι, ἐδεδιδάγμην
- (μτγν. παθ. μέλλ. διδαχθήσομαι), παθ. αόρ. ἐδιδάχθην
- ποιητ. απρφ. διδασκέμεναι και διδασκέμεν, αόρ. ἐδιδάσκησα, απρφ. διδασκῆσαι
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: δίδαγμα 'το διδασκόμενο μάθημα', δίδαξις 'διδασκαλία', διδασκαλεῖον 'ο τόπος όπου ο δάσκαλος διδάσκει, το σχολείο', διδασκαλία 'διδαχή, παίδευση', ἡ διδασκαλική 'η τέχνη της διδασκαλίας', τό διδασκαλικόν 'ο τόπος όπου γίνονται τα μαθήματα', τό διδασκάλιον 'η διδασκόμενη επιστήμη ή τέχνη', τά διδασκάλια 'τα δίδακτρα', διδάσκαλος, διδαχή 'διδασκαλία', ἀδαημονία 'αμάθεια, απειρία'
- ρήματα: διδάσκω, ἐκδιδάσκω 'διδάσκω ακριβώς', ἀναδιδάσκω 'διδάσκω με διαφορετικό ή καλύτερο τρόπο', ἀποδιδάσκω 'το αντίθετο του διδάσκω', ἐπιδιδάσκω 'διδάσκω σε άλλους ή διδάσκω επιπλέον', προσδιδάσκω 'διδάσκω επιπλέον', προδιδάσκω 'διδάσκω προηγουμένως', ἐπεκδιδάσκω 'αποσαφηνίζω'
- επίθετα: διδακτέον, διδακτήριος, διδακτός, διδασκαλικός, δαήμων 'έμπειρος, ειδήμονας', ἀδαήμων 'άπειρος, αμαθής', ἀδαής 'αυτός που δεν γνωρίζει', ἀδάητος 'άγνωστος', ὀρθοδαής 'αυτός που γνωρίζει πώς να πράξει'
- επιρρήματα: διδασκαλικῶς
- ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- ιων. ἀδαημονίη
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: δίδακτρα 'ο μισθός του δασκάλου', δαημοσύνη 'εμπειρία, γνώση', διδαγμοσύνη, διδακτήριον 'απόδειξη', ἐπεκδιδαχή 'επεξήγηση'
- ρήματα: ἀντιδιδάσκω 'διδάσκω το αντίθετο ή ανταγωνίζομαι για το βραβείο σε αγώνες λυρικής ή δραματικής ποίησης', καταδιδάσκω, μεταδιδάσκω 'διδάσκω διαφορετικές θέσεις από ότι στο παρελθόν', περιδιδάσκω, προσεκδιδάσκω 'επιτατικό του προσδιδάσκω'
- επίθετα: διδακτικός, δαητός 'σοφός', αὐτοδαής 'αυτοδίδακτος'
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- διδακτήρ, διδακτής, διδακτικότης, διδακτορία, διδακτορίζω, διδακτορικός, διδακτοροπαραγωγή, διδάκτωρ, διδασκαλίδια 'δασκαλάκια', διδασκαλιογράφοι 'αυτοί που έγραφαν τα παλαιά δράματα', διδασκαλίσκος, διδασκαλιστής 'μαθητευόμενος', διδασκαλοδιδακτήριον, διδασκαλοκαθέδρα, διδασκαλολογία, διδασκαλοσχολείον, διδασκαλοσχολή
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- Πόντ. δασκαλείον 'σχολείο', Νίσ. Ρόδ. δασκαλειό 'σχολείο'
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ