Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • γραφή
    • ουσιαστικό
    • -ῆς
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • 1. η χάραξη στοιχείων σε μια επιφάνεια, η αποτύπωση του γραπτού λόγου, η διαδικασία της γραφής |το αποτέλεσμα της γραφής: γραπτό κείμενο, επιστολή, έγγραφο, επιγραφή 2. σχεδίαση, ιχνογράφηση, ζωγραφιά, σχέδιο, πίνακας |τέχνη |περιγραφή 3. κατηγορητήριο έγγραφο, καταγγελία σε δημόσια δίκη (αντ. δίκη=καταγγελία για ιδιωτική υπόθεση) |δικανικός όρος |φρ. γραφήν γράφεσθαι |φρ. γραφήν διώκειν |φρ. γραφήν φεύγεσθαι |φρ. γραφήν εισέρχεσθαι |φρ. γραφήν κατασκευάζειν ή γραφήν παρασκευάζειν |τυπικός κανονισμός μιας διαδικασίας, συμφωνίες |νομικός όρος

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • 1. η χάραξη στοιχείων σε μια επιφάνεια, η αποτύπωση του γραπτού λόγου, η διαδικασία της γραφής
    • ΠΛ Φαιδρ 274b τὸ δ΄ εὐπρεπείας δὴ γραφῆς πέρι καὶ ἀπρεπείας
    • ΣΟΦ Τραχ 683 χαλκῆς ὅπως δύσνιπτον ἐκ δέλτου γραφήν
    • ΕΥΡ απ 1059 οὐδ΄ ἂν γένοιτο γράμμα τοιοῦτον γραφῇ οὐδ΄ ἂν λόγος δείξειεν
    • το αποτέλεσμα της γραφής: γραπτό κείμενο, επιστολή, έγγραφο, επιγραφή
    • ΘΟΥΚ 1.129.1 τοσαῦτα μὲν ἡ γραφὴ ἐδήλου
    • ΕΥΡ Ιππολ 1311 ψευδεῖς γραφὰς ἔγραψε
    • ΘΟΥΚ 1.134.4 ὃ γραφῇ στῆλαι δηλοῦσι
    • 2. σχεδίαση, ιχνογράφηση, ζωγραφιά, σχέδιο, πίνακας
    • τέχνη
    • ΑΡΙΣΤ Πολιτικ 1336b τὸ θεωρεῖν ἢ γραφὰς ἢ λόγους ἀσχήμονας { να βλέπουν αισχρές παραστάσεις ή να ακούν αισχρά λόγια }
    • ΠΛ Τιμ 19b ζῷα…εἴτε ὑπὸ γραφῆς εἰργασμένα εἴτε καὶ ζῶντα
    • ΑΡΙΣΤ Πολιτικ 1336b ἐπιμελὲς μὲν οὖν ἔστω τοῖς ἄρχουσι μηθέν͵ μήτε ἄγαλμα μήτε γραφήν
    • περιγραφή
    • ΗΡ 4.36 μέγαθός τε ἑκάστης αὐτέων καὶ οἵη τίς ἐστι ἐς γραφὴν ἑκάστη
    • 3. κατηγορητήριο έγγραφο, καταγγελία σε δημόσια δίκη (αντ. δίκη=καταγγελία για ιδιωτική υπόθεση)
    • δικανικός όρος
    • ΑΝΔΟΚ 1.78 γραφαί τινές εἰσι περὶ τῶν εὐθυνῶν
    • ΔΗΜ 18.53 βούλομαι τοίνυν ἤδη καὶ περὶ τῆς γραφῆς αὐτῆς ἀπολογήσασθαι
    • ΑΙΣΧΙΝ 1.15 γραφὰς ὕβρεως εἶναι πεποίηκεν { καταδιώκεται για προσβολή }
    • φρ. γραφήν γράφεσθαι
    • ΛΥΣ 13.67 ὅσας οὗτος ἢ δίκας ἰδίας συκοφαντῶν ἐδικάζετο ἢ γραφὰς ὅσας ἐγράφετο
    • ΠΛ Ευθυφ 2b τί φῄς; γραφὴν σέ τις͵ ὡς ἔοικε͵ γέγραπται
    • φρ. γραφήν διώκειν
    • ΔΗΜ 19.293 καὶ Κηφισοφῶντα γραφὴν ἱερῶν χρημάτων ἐδίωκες { οδήγησες τον Κηφισοφώντα σε δίκη για δημόσια χρήματα }
    • φρ. γραφήν φεύγεσθαι
    • ΔΗΜ 21.32 γραφὴν ὕβρεως καὶ δίκην κακηγορίας ἰδίαν φεύξεται { θα καταγγελθεί δημόσια για προσβολή η θα υποβληθεί εναντίον του αγωγή για δυσφήμιση }
    • φρ. γραφήν εισέρχεσθαι
    • ΑΙΣΧΙΝ 2.14 εἰσῄει ἡ γραφὴ εἰς τὸ δικαστήριο { η καταγγελία παρουσιάστηκε ενώπιον του δικαστηρίου }
    • ΔΗΜ 18.105 καί μοι λέγε πρῶτον μὲν τὸ ψήφισμα καθ΄ ὃ εἰσῆλθον τὴν γραφήν
    • φρ. γραφήν κατασκευάζειν ή γραφήν παρασκευάζειν
    • ΔΗΜ 21.103 ὅτι μὲν δὴ λιποταξίου γραφὴν κατεσκεύασεν κατ΄ ἐμοῦ
    • τυπικός κανονισμός μιας διαδικασίας, συμφωνίες
    • νομικός όρος
    • ΠΛ Νομ 934c τὸν δέ͵ καθάπερ ζωγράφον͵ ὑπογράφειν ἔργα ἑπόμενα τῇ γραφῇ
    • ΑΡΙΣΤ Πολιτικ 1280a καὶ σύμβολα περὶ τοῦ μὴ ἀδικεῖν καὶ γραφαὶ περὶ συμμαχίας
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΓΡΑΦΩ >
    • Από: γραφ- + -ή.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ο3
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: γραφεύς 'ζωγράφος, γραμματέας, συγγραφέας, αντιγραφέας', γραφεῖον 'όργανο γραφής, εργαλείο γλυπτικής', γραφείδιον, γραφίς, γραμμή, γράμμα, γραπτύς (θηλ.) 'αμυχή, γρατζούνισμα', ἀναγραφή, ἀντιγραφή, ἀπογραφή, διαγραφή, ἐγγραφή, ἐπιγραφή, καταγραφή, παραγραφή, προγραφή, βιβλιογράφος, εικονογράφος, λογογράφος
      • ρήματα: γράφω
      • επίθετα: γραφικός 'ο κατάλληλος να γράφει, ο περιγραφικός', γραπτός, ἄγραφος, ἔγγραφος, τεχνογράφος 'αυτός που γράφει για την τέχνη'
    • ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • δωρ.γροφεύς 'γραφέας'
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: γραφίσκος 'χειρουργικό εργαλείο για την εξαγωγή βελών, ο κατώτερος γραφέας', γράφημα 'γράμμα', γραμμικός, γραπτήρ 'συγγραφέας', μεταγραφή, ἁγιογράφος, ἀλληλογραφία, γεωγράφος, γλωσσογράφος, δικογράφος, ἐγκωμιογράφος, ἐπιστολογράφος, ἱστοριογράφος, μιμογράφος, μυθογράφος, τραγωδιογράφος
      • επίθετα: γραφιοειδής 'όμοιος με το γραφείο, στυλοειδής απόφυση της ωλένης'
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Επιτομή Λεξικού Κριαρά %γραφ%
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • γραφειοκράται, γραφειοκρατία, γραφειοκρατικός, γραφιδοθήκη, γραφικότης, γραφίτης, γραφογνώμονες 'οι ειδικοί που γνωμοδοτούν για τη γνησιότητα της γραφής', γραφογνωσία, γραφογνώστης, γραφογνωστικός, γραφολογία 'η επιστήμη που διαγιγνώσκει το χαρακτήρα ενός ατόμου βάσει του γραφικού του χαρακτήρα', γραφολογικός, γραφολόγοι, γραφομανία, γραφομηχανή, γραφοστατική 'επιστήμη που ασχολείται με θέματα στατικής'
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Λεξικό Γεωργακά %γραφ%
      • Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής %γραφ%
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Ικαρ. γραφίδα 'πένα'