Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • γιγνώσκω
    • ρήμα
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. γνωρίζω, μαθαίνω, αντιλαμβάνομαι, κατανοώ, γνωρίζω καλά |με αιτ. |με απρφ. |με γεν. |με κτγ.μτχ. |με δευτερεύουσα πρόταση |απόλ. |η μτχ. ως ουσ. ὁ γιγνώσκων=αυτός που αντιλαμβάνεται |φρ. ἔγνων=κατάλαβα |φρ. ἔγνως=έχεις δίκιο, μιλάς σωστά 2. αναγνωρίζω μετά από παρατήρηση, διακρίνω, ξεχωρίζω 3. πιστεύω, σχηματίζω γνώμη για κπ. ή για κτ., κρίνω, αποφασίζω Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι γνωστός, αναγνωρίζομαι |ως ουσ. τὰ γιγνωσκόμενα=αυτά που γίνονται αντιληπτά |ανακοινώνεται, δημοσιοποιείται |δικανικός όρος |κρίνεται ένοχος, καταδικάζεται |για άνθρωπο |μτχ.πρκ. ἐγνωσμένος με ενεργητική σημασία=είμαι αποφασισμένος |τὰ ἐγνωσμένα=οι αποφάσεις

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ
    • 1. γνωρίζω, μαθαίνω, αντιλαμβάνομαι, κατανοώ, γνωρίζω καλά
    • με αιτ.
    • ΘΟΥΚ 6.64.2 ὧν ἐκεῖνοι τὰ ὀνόματα ἐγίγνωσκον
    • ΠΛ Πρωτ 343b γνῶθι σαυτόν
    • ΠΛ Παρμ 134e οὔτε γιγνώσκουσι τὰ ἀνθρώπεια πράγματα θεοὶ ὄντες
    • ΘΟΥΚ 1.86.1 τοὺς μὲν λόγους τοὺς πολλοὺς τῶν Ἀθηναίων οὐ γιγνώσκω
    • με απρφ.
    • ΑΙΣΧ απ 159 γίγνωσκε τἀνθρώπεια μὴ σέβειν ἄγαν
    • ΞΕΝ ΚΠαιδ 2.1.22 ὁπόσα ἐγίγνωσκεν ἀσκεῖσθαι ἀγαθὸν εἶναι ὑπὸ στρατιωτῶν
    • ΘΟΥΚ 1.43.2 γνόντες τοῦτον ἐκεῖνον εἶναι τὸν καιρὸν
    • με γεν.
    • ΠΛ Κρατ 435a εἰ γιγνώσκεις ἐμοῦ φθεγγομένου, δήλωμα σοι γίγνεται παρ' ἐμοῦ;
    • με κτγ.μτχ.
    • ΞΕΝ ΚΠαιδ 7.2.17 ἐπειδὰν γνῶσιν ἀπιστούμενοι, οὐ φιλοῦσι τοὺς ἀπιστοῦντας
    • ΘΟΥΚ 1.25.1 γνόντες δὲ οἱ Ἐπιδάμνιοι οὐδεμίαν σφίσιν ἀπὸ Κερκύρας τιμωρίαν οὖσαν
    • με δευτερεύουσα πρόταση
    • ΞΕΝ ΚΠαιδ 2.1.11 τοὺς δὲ ἑπομένους ὑμῖν Πέρσας γιγνώσκων ὅτι οὕτως ὡπλισμένοι εἰσὶν
    • ΙΣΟΚΡ 2.53 γιγνώσκων ὅτι σύμβουλος ἀγαθὸς...ἁπάντων τῶν κτημάτων ἐστίν
    • απόλ.
    • ΘΟΥΚ 1.91.2 γνοὺς δὲ ἐκεῖνος κελεύει αὐτοὺς
    • ΑΝΔΟΚ 3.11 ὁπόσοι οὖν ταῦτα λέγουσιν͵ οὐκ ὀρθῶς γιγνώσκουσιν
    • η μτχ. ως ουσ. ὁ γιγνώσκων=αυτός που αντιλαμβάνεται
    • ΠΛ Θεαιτ 203c ἄλλο τι ὁ γιγνώσκων αὐτὴν τὰ ἀμφότερα γιγνώσκει;
    • ΠΛ Νομ 733e σώφρονα μὲν οὖν βίον ὁ γιγνώσκων θήσει πρᾷον ἐπὶ πάντα
    • ΠΛ Πολιτ 278a ἐπάγειν αὐτοὺς ἐπὶ τὰ μήπω γιγνωσκόμενα;
    • φρ. ἔγνων=κατάλαβα
    • ΣΟΦ Αι 36 ἔγνων͵ Ὀδυσσεῦ
    • φρ. ἔγνως=έχεις δίκιο, μιλάς σωστά
    • ΕΥΡ Ανδρ 883 ἔγνως· ἀτὰρ δὴ πυνθάνῃ τίς ὢν τάδε;
    • 2. αναγνωρίζω μετά από παρατήρηση, διακρίνω, ξεχωρίζω
    • ΣΟΦ Φιλ 1388 ὀλεῖς με, γιγνώσκω σε͵ τοῖσδε τοῖς λόγοις
    • ΠΛ Πρωτ 310b καὶ ἐγὼ τὴν φωνὴν γνοὺς αὐτοῦ͵ Ἱπποκράτης͵ ἔφην
    • ΕΥΡ Ηλ 853 ἐγνώσθη δ΄ ὑπὸ γέροντος ἐν δόμοισιν ἀρχαίου τινος
    • 3. πιστεύω, σχηματίζω γνώμη για κπ. ή για κτ., κρίνω, αποφασίζω
    • ΞΕΝ ΚΠαιδ 1.1.3 οὕτως ἐγιγνώσκομεν περὶ αὐτῶν
    • ΠΛ Χαρμ 170b εἰκότως ἂν γιγνώσκοι καὶ περὶ αὑτοῦ καὶ περὶ τῶν ἄλλων
    • ΘΟΥΚ 2.22.1 πιστεύων δὲ ὀρθῶς γιγνώσκειν περὶ τοῦ μὴ ἐπεξιέναι
    • ΑΝΔΟΚ 1.107 ἔγνωσαν τούς τε φεύγοντας καταδέξασθαι
    • Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι γνωστός, αναγνωρίζομαι
    • ΔΗΜ 19.309 καὶ οὕτως ἐπὶ τῷ βδελυρῶς βεβιωκέναι γιγνώσκεται { και είναι τόσο γνωστός για τον επαίσχυντο τρόπο ζωής }
    • ΑΝΤΙΦ 2.1.4 ἐγιγνώσκετο γὰρ ἂν ὑπὸ τῶν συμποτῶν
    • ΑΡΙΣΤ Μεταφ 1052b μέτρον γάρ ἐστιν ᾧ τὸ ποσὸν γιγνώσκεται
    • ως ουσ. τὰ γιγνωσκόμενα=αυτά που γίνονται αντιληπτά
    • ΠΛ Πολιτ 278a ἐπάγειν αὐτοὺς ἐπὶ τὰ μήπω γιγνωσκόμενα;
    • ανακοινώνεται, δημοσιοποιείται
    • δικανικός όρος
    • ΔΗΜ 59.47 ἡ μὲν οὖν γνωσθεῖσα διαλλαγὴ ὑπὸ τῶν διαιτητῶν
    • ΙΣΟΚΡ 6.30 καίτοι πῶς ἂν περὶ τοῦ δικαίου κρίσιν ἀκριβεστέραν ταύτης εὕροιμεν τῆς ὑπὸ μὲν τῶν ἐχθρῶν ἐγνωσμένης
    • κρίνεται ένοχος, καταδικάζεται
    • για άνθρωπο
    • ΑΙΣΧ Ικ 7 ψήφῳ πόλεως γνωσθεῖσαι
    • ΔΗΜ 24.52 τοὺς μετὰ τῶν νόμων κρίσει καὶ δικαστηρίῳ μὴ δίκαια ποιεῖν ἐγνωσμένους
    • μτχ.πρκ. ἐγνωσμένος με ενεργητική σημασία=είμαι αποφασισμένος
    • ΔΗΜ 18.228 ὡμολόγηκεν ὑμᾶς ὑπάρχειν ἐγνωσμένους
    • τὰ ἐγνωσμένα=οι αποφάσεις
    • ΙΣΟΚΡ 18.26 οὔτ΄ ἂν πρέποντα τοῖς πρότερον ἐγνωσμένοις ποιήσαιτε
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΓΙΓΝΩΣΚΩ >
    • Από: γνω- + ενεστ. αναδιπλ.(γι-) + επίθημα -σκ- + -ω.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ρ1
    • γιγνώσκω, ἐγίγνωσκον, γνώσομαι, αόρ. β' ἔγνων, ἔγνωκα, ἐγνώκειν
    • γιγνώσκομαι, έγιγνωσκόμην, -, -, ἔγνωσμαι
    • παθ. μέλλ. γνωσθήσομαι, παθ. αόρ. ἐγνώσθην
    • αιολ., δωρ., ιων. γινώσκω
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: γνῶσις, γνώμη, τό γνῶμα 'σημείο, τεκμήριο', ἀγνωσία, ἀνάγνωσις, διάγνωσις, κατάγνωσις, μετάγνωσις, συγγνώμη, γνωμίδιον, γνώμων 'κριτής, ερμηνευτής', γνωμολογία, γνωμοτυπία, γνωμοσύνη, γνώρισις 'γνωριμία', γνώρισμα 'σημείο, τεκμήριο', γνωρισμός 'το να γίνεται κάτι γνωστό', οι γνωστικοί 'ομάδα φιλοσόφων', γνωμοσύνη, ἀγνωμοσύνη, συγγνωμοσύνη, ἀγνωσία, ἄγνοια ή ἀγνοία, ἀναγνωρισμός
      • ρήματα: διαγιγνώσκω, καταγιγνώσκω, μεταγιγνώσκω, προγιγνώσκω, συγγιγνώσκω, γνωσιμαχέω, γνωματεύω, γνωμολογέω, γνωμοτυπέω, γνωρίζω, ἀγνοέω, ἀναγνωρίζω, ἀναγιγνώσκω 'γνωρίζω καλά, αναγνωρίζω, διαβάζω μεγαλόφωνα, πείθω', ἀγνώσσω 'αγνοώ'
      • επίθετα: γνωμοτύπος 'αυτός που φτιάχνει γνωμικά', γνωμοτυπικός, γνωμολογητέος, γνωμολογικός, γνωμονικός 'έμπειρος', γνώριμος, γνωριστικός, γνωστικός, γνωστέος, γνωστός ή γνωτός, εὐγνώμων, ἀγνώμων, συγγνώμων, ἄγνωστος, αὐτόγνωτος 'αυθαίρετος', συγγνωστός, ἀναγνωστικός, ἀρίγνωτος 'ευδιάκριτος, φημισμένος', ἀλλόγνωτος 'άγνωστος, ξένος', ἀγνώς 'άγνωστος, ασαφής'
      • επιρρήματα: γνωστικῶς, γνωρίμως, εὐγνωμόνως, ἀγνωμόνως
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: γνωμιδιώκτης 'αυτός που μιλά με γνωμικά', γνωματευτής 'αυτός που μιλά με γνωμικά', γνωμολογία, γνωμολόγημα, γνωμοδοσία, γνωμοδότης, γνωμάτευμα, γνωριμία, γνωριμότης, γνωριμότητα, γνωσιγραφία 'η δικαστική απόφαση', γνωστήρ 'εγγυητής', γνώστης, ἀγνωτίδιον, ἀγνωστία, ἀναγνωστήριον, ἀναγνώστης, γνωριστής, ἀγνόησις, ἀγνόημα, ἀληθογνωσία, ἀμφιγνωμόνησις, ἀνάγνωσμα, ἀπανάγνωσμα, ἀπόγνωσις
      • ρήματα: ἀπογιγνώσκω, ἐπιγιγνώσκω, γνωμοδοτέω, εὐγνωμονέω, ἀγνωμονέω, ἀγνοηματίζω, ἀμφιγνωμέω
      • επίθετα: γνωμικός, γνωματικός, γνωματευτέος, γνωριστέος, γνώσιμος, ἀλλοτριόγνωμος, ἀμετάγνωστος, ἀδιάγνωστος, ἀκατάγνωστος, ἀνεπίγνωστος, ἀπογνωστέος, ἀπογνωστικός, βαθυγνώμων, βραχυγνώμων, ἀγαθογνώμων, ἀγνωμονητέος, ἀγριογνώμων
      • επιρρήματα: γνωμηδόν, γνωμικῶς, γνωμοτυπικῶς, ἀνεπιγνώστως, ἀγνωστί, ἀγνωστοφανῶς, ἀδιαγνώστως
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Επιτομή Λεξικού Κριαρά %γνω%
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • γνωρίζω, γνωριστός, γνωσεολογικός, γνωσιθήρας, γνωσιθηρία, γνωσιμάχησις, γνωσιολογία, γνωσιολογικός, γνωσιολόγοι, γνωστοποιέω, γνωστοποίησις, γνωστότης
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Λεξικό Γεωργακά %γνω%
      • Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής %γνω%
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Χίος, Κύπ. γινώσκω, Πόντ. γνώσκω, γνώθω, Καππ. γνώρω