Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • βούλομαι
    • ρήμα
    • αποθετικό
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. 1. θέλω, επιθυμώ, έχω τη βούληση |με απρφ. |με αιτ. πράγμ. και δοτ. προσ. |με αιτ. και απρφ. |απόλ. |έχω την τάση |συνήθ. σε 3. προσ. με απρφ. |επιστήμη και φιλοσοφία 2. προτιμώ, προκρίνω, θέλω περισσότερο |με το μᾶλλον ή το 3. εννοώ, θέλω να πω, ισχυρίζομαι Β. |φρ. βούλει ή βούλεσθε με υποτ. |ενισχυτικό της προτρ. υποτ. |φρ. εἰ βούλει |ευγενικά |φρ. τὶ βουλόμενος=με ποιο σκοπό |φρ. βουλομένῳ τινί έστι με απρφ.=είναι σύμφωνο με την επιθυμία κπ. |η μτχ. ως ουσ. ὁ βουλόμενος=όποιος θέλει, ο καθένας

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α.
    • 1. θέλω, επιθυμώ, έχω τη βούληση
    • με απρφ.
    • ΘΕΟΓΝ απ 184 τὶς βούλεται ἐξ ἀγαθῶν βήσεσθαι;
    • ΔΗΜ 18.70 τὶς ἀγορεύειν βούλεται;
    • ΕΥΡ Αλκησ 671 ἢν δ΄ ἐγγὺς ἔλθῃ θάνατος͵ οὐδεὶς βούλεται/ θνῄσκειν
    • με αιτ. πράγμ. και δοτ. προσ.
    • ΟΜ Ιλ 13.347 Ζεὺς μέν ῥα Τρώεσσι καὶ Ἕκτορι βούλετο νίκην
    • με αιτ. και απρφ.
    • ΞΕΝ Απομν 1.2.34 τοῦτο βούλομαι σαφῶς μαθεῖν
    • απόλ.
    • ΕΥΡ Ιων 1353 ἐπεί γ΄ ὁ δαίμων βούλεται
    • ΙΣΟΚΡ 15.323 ὅπως ἕκαστος ὑμῶν χαίρει καὶ βούλεται͵ τοῦτον τὸν τρόπον φερέτω τὴν ψῆφον
    • έχω την τάση
    • συνήθ. σε 3. προσ. με απρφ.
    • επιστήμη και φιλοσοφία
    • ΑΡΙΣΤ ΗΝικ 1160b πατρικὴ γὰρ ἀρχὴ βούλεται ἡ βασιλεία εἶναι
    • ΑΡΙΣΤ ΖΜορ 669b ὁ ἐγκέφαλος βούλεται διμερὴς εἶναι πᾶσι
    • 2. προτιμώ, προκρίνω, θέλω περισσότερο
    • με το μᾶλλον ή το
    • ΘΟΥΚ 1.140.2 βούλονται δὲ πολέμῳ μᾶλλον ἢ λόγοις τὰ ἐγκλήματα διαλύεσθαι
    • 3. εννοώ, θέλω να πω, ισχυρίζομαι
    • ΠΛ Θεαιτ 156c τί δὴ οὖν ἡμῖν βούλεται οὗτος ὁ μῦθος
    • ΠΛ Κρατ 415a "ἀρετὴ" γὰρ καὶ "κακία" ὅτι βούλεται τὰ ὀνόματα ζητητέα
    • Β.
    • φρ. βούλει ή βούλεσθε με υποτ.
    • ενισχυτικό της προτρ. υποτ.
    • ΠΛ Φαιδρ 228e ἀλλὰ ποῦ δὴ βούλει καθιζόμενοι ἀναγνῶμεν;
    • φρ. εἰ βούλει
    • ευγενικά
    • ΣΟΦ Αντ 1168 πλούτει τε γὰρ κατ΄ οἶκον͵ εἰ βούλει
    • ΞΕΝ ΚΑναβ 3.4.41 εἰ βούλει͵ μένε ἐπὶ τῷ στρατεύματι͵ ἐγὼ δ΄ ἐθέλω πορεύεσθαι
    • φρ. τὶ βουλόμενος=με ποιο σκοπό
    • ΠΛ Φαιδ 63a τί γὰρ ἂν βουλόμενοι ἄνδρες σοφοὶ ὡς ἀληθῶς δεσπότας ἀμείνους αὐτῶν φεύγοιεν
    • ΔΗΜ 23.110 ὥστε τί βουλόμενος μικρὰ λαμβάνειν καὶ πολεμεῖν ἂν ἕλοιτο͵ ἐξὸν τὰ πλείω καὶ φίλος εἶναι
    • φρ. βουλομένῳ τινί έστι με απρφ.=είναι σύμφωνο με την επιθυμία κπ.
    • ΘΟΥΚ 2.3.2 τῷ γὰρ πλήθει τῶν Πλαταιῶν οὐ βουλομένῳ ἦν τῶν Ἀθηναίων ἀφίστασθαι
    • η μτχ. ως ουσ. ὁ βουλόμενος=όποιος θέλει, ο καθένας
    • ΠΛ Νομ 755a ὅπου πᾶς ὁ βουλόμενος αὐτὰ ἀναγνώσεται
    • ΑΙΣΧΙΝ 1.23 κελεύει λέγειν τῶν ἄλλων Ἀθηναίων τὸν βουλόμενον
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΒΟΥΛΟΜΑΙ >
    • Πιθανή ετυμολογία από την ιε. ρίζα του ρήματος βάλλω. Οι διαλεκτικοί τύποι προήλθαν από τα *βόλσομαι, *βέλσομαι, *δέλσομαι.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • βούλομαι, ἐβουλόμην και ἠβουλόμην, βουλήσομαι , -, βεβούλημαι
    • (μτγν. παθ. μέλλ. βουληθήσομαι), παθ. αόρ. ἐβουλήθην και αττ. ἠβουλήθην
    • ιων. βόλομαι, αιολ. βόλλομαι
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: βουλή, βούλημα 'σκοπός, πρόθεση', βούλησις 'θέληση, πρόθεση, σκοπός', βούλευσις 'απόφαση, επιβουλή εναντίον της ζωής κάποιου', βουλευτής, βούλευτις (θηλ.), βουλευτήριον, βούλευμα 'απόφαση, σκοπός, σχέδιο', βουλευμάτιον, βουλεῖον 'δικαστήριο, βουλευτήριο', βουλεία 'το λειτούργημα του βουλευτού', βούλαρχος 'ο πρόεδρος της βουλής', ἀβουλία 'η κακή σκέψη, η απερισκεψία', αὐτοβούλησις, ἐπιβουλία, ἐπιβουλή, ἐπιβούλευμα, ἐπιβούλευσις, ἐπιβουλευτής, προβούλευμα 'προκαταρκτική απόφαση, σχέδιο νόμου'
      • ρήματα: βουλεύω, βουλαρχέω, ἀβουλέω, ἐπιβουλεύω, ἀντεπιβουλεύω, κοινοβουλέω
      • επίθετα: βούλιος 'συνετός, σοφός', βουλητός, βουλητέος, βουλήεις 'ο συνετός, αυτός που έχει καλή γνώμη', βουλαῖος 'αυτός που ανήκει στη βουλή', βουλόμαχος 'αυτός που επιθυμεί τη μάχη', βουληφόρος 'αυτός που εκφέρει γνώμη, που συμβουλεύει', βουλευτός 'ο σχεδιασμένος', βουλευτικός, βουλευτήριος 'αυτός που παρέχει συμβουλές', ἀνδρόβουλος 'η γυναίκα που έχει ανδρικά φρονήματα', ἀνεπιβούλευτος 'αυτός που δεν επιβουλεύεται κάποιον, που δεν υπόκειται σε επιβουλή', ἄβουλος 'ασυλλόγιστος', ἀβούλητος 'ακούσιος', αὐτόβουλος, βαθύβουλος, ἐπίβουλος, κακόβουλος, πρόβουλος
      • επιρρήματα: ἀβούλως, προβούλως
    • ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • ιων. βόλομαι, αιολ. βόλλομαι, κρητ. βώλομαι, βοιωτ. βήλομαι, βείλομαι, θεσσ. βέλλομαι 'βούλομαι', αιολ. βόλλα, δωρ. βωλά, βουλά 'βουλή', δωρ. βωλεύω, λεσβ. βολλεύω 'βουλεύω'
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: βουλογραφία 'η καταγραφή των βουλευτικών αποφάσεων', βουληγόρος 'αυτός που μιλά στη βουλή', βουληγορία, βουλευτήρ, βουλαρχία, ἀβουλησία, αὐτοβουλία, κοινοβούλιον, κοινοβουλία, ὑστεροβουλία
      • ρήματα: βουλογραφέω, βουληγορέω
      • επίθετα: βουλητικός, βουλογράφος, βουλεκκλησία, ἐπιβουλευτικός, ἀβούλευτος, ἀνεπίβουλος, δίβουλος, κοινόβουλος, κοινοβουλευτικός
      • επιρρήματα: βουλητικῶς, βουλευτικῶς, βουληφόρως, ἐπιβούλως, ἐπιβουλευτικῶς, ἀνεπιβουλεύτως, ἀνεπιβούλως, αὐτοβούλως
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Επιτομή Λεξικού Κριαρά %βουλ%
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • βουλευτικισμός, βουλευτίνα, βουλευτισμός, βουλευτοθηρία, βουλευτοκρατία, βουλευτοκρατικός, βουλευτομανία, βουλεύτρια, βουληματικός, κοινοβουλευτήριον, κοινοβουλευτικισμός, κοινοβουλευτικότης, κοινοβουλευτισμός
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Λεξικό Γεωργακά %βουλ%
      • Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής %βουλ%
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Ήπ. Μακεδ. Στερ.Ελλ. βούλουμι, Ήπ. Κορσ. Μακεδ. Πόντ. ΒΘράκ. Θράκ. βουλειούμαι, Ήπ. Μακεδ. Θεσσ. Θράκ. βουλειούμι, Θράκ. βουλειούμ᾽, Ήπ. β᾽λειούμι, Νίσ. βουλούμαι , Θράκ. βουλούμι, Βιθ. Εύβ. Νάξ. Πελοπ. Τήλος βουλειέμαι, Σαμοθ. βουλειέμι, Μακεδ. βουλέμι, Αθ.Ήπ. Κέρκ. Μακεδ. Στερ.Ελ. Θεσσ. βουλειώμαι, Ήπ. Πελοπ. βούλειομαι, Πελοπ. βουλίζομαι, Νίσ. Πελοπ. βούληση, Θράκ. βούλησ᾽, Ζάκ. βουλησιά, Κύπ. βουλεύ(γ)ω 'συμβουλεύω', Κύπ. Τήλος βουλεύκω 'συμβουλεύω, σκέπτομαι', Πελοπ. βουλεύομαι, Κρ. Κύπ. βουλεύγομαι 'συμβουλεύω, σκέπτομαι', Ήπ. Μακεδ. βουλεύουμι 'σκέπτομαι', Θράκ. βουλεύουμ᾽ 'σκέπτομαι'