Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- βουλεύω
- ρήμα
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. σκέφτομαι |σχεδιάζω, μηχανεύομαι |με αιτ. πράγμ. 2. αποφασίζω να κάνω κτ. 3. δίνω γνώμη, συμβουλεύω 4. είμαι μέλος βουλής, είμαι βουλευτής Β.ΜΕΣΟ 1.σκέφτομαι, μελετώ για να αποφασίσω |απόλ. 2. συσκέπτομαι ως μέλος συμβουλίου για λήψη απόφασης 3. αποφασίζω να κάνω κτ. Γ. ΠΑΘΗΤΙΚΟ κτ. ορίζεται ή αποφασίζεται μετά από σκέψη |φρ. τά βεβουλευμένα=οι αποφάσεις
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ
- 1. σκέφτομαι
- ΣΟΦ Αντ 490 καὶ γὰρ οὖν κείνην ἴσον/ ἐπαιτιῶμαι τοῦδε βουλεῦσαι τάφου
- ΗΡ 6.61 Κλεομένης δὲ νοστήσας ἀπ΄ Αἰγίνης ἐβούλευε τὸν Δημάρητον παῦσαι τῆς βασιληίης
- σχεδιάζω, μηχανεύομαι
- με αιτ. πράγμ.
- ΘΕΟΓΝ ελεγ 1.1089 εἴ ποτε βουλεύσαιμι φίλῳ κακόν͵ αὐτὸς ἔχοιμι
- ΗΡ 9.110 τῇ Μασίστεῳ γυναικί ἐβούλευσε ὄλεθρον
- 2. αποφασίζω να κάνω κτ.
- ΘΟΥΚ 4.37.2 ἐκήρυξάν τε͵ εἰ βούλονται͵ τὰ ὅπλα παραδοῦναι καὶ σφᾶς αὐτοὺς Ἀθηναίοις ὥστε βουλεῦσαι ὅτι ἂν ἐκείνοις δοκῇ
- ΑΝΤΙΦ 1.26.1 ἡ μέν γάρ ἑκουσίως καί βουλεύσασα ἀπέκτεινεν
- ΑΝΔΟΚ 2.20 ὥστε τοὺς ἄνδρας τοὺς ταῦτα βουλεύσαντας ἐφ΄ ὑμῖν καὶ πράξαντας ψευσθῆναι τῆς αὑτῶν γνώμης
- 3. δίνω γνώμη, συμβουλεύω
- ΘΕΟΓΝ ελεγ 1.1101-2 ὅστις σοι βούλευσεν ἐμεῦ πέρι͵ καί σ΄ ἐκέλευσεν οἴχεσθαι προλιπόνθ΄ ἡμετέρην φιλίην
- 4. είμαι μέλος βουλής, είμαι βουλευτής
- ΞΕΝ Απομν 1.1.18 ὁμόσας καί βουλεύσας γάρ ποτε τόν βουλευτικόν ὅρκον
- ΑΝΔΟΚ 1.91 ἡ δὲ βουλὴ αὖ ἡ ἀεὶ βουλεύουσα τί ὄμνυσι;
- Β.ΜΕΣΟ
- 1.σκέφτομαι, μελετώ για να αποφασίσω
- απόλ.
- ΑΡΙΣΤ ΑρΚακ 1250a τῆς δὲ φρονήσεώς ἐστι τὸ βουλεύσασθαι͵ τὸ κρῖναι τὰ ἀγαθὰ καὶ τὰ κακὰ καὶ πάντα τὰ ἐν τῷ βίῳ αἱρετὰ καὶ φευκτά
- ΙΣΟΚΡ 1.34 βουλεύου μὲν βραδέως͵ ἐπιτέλει δὲ ταχέως τὰ δόξαντα
- 2. συσκέπτομαι ως μέλος συμβουλίου για λήψη απόφασης
- ΞΕΝ Ελλ 2.1.31 μετὰ δὲ ταῦτα Λύσανδρος ἁθροίσας τοὺς συμμάχους ἐκέλευσε βουλεύεσθαι περὶ τῶν αἰχμαλώτων
- 3. αποφασίζω να κάνω κτ.
- ΗΡ 3.134 ἐγὼ γὰρ βεβούλευμαι ζεύξας γέφυραν ἐκ τῆσδε τῆς ἠπείρου ἐς τὴν ἑτέρην ἤπειρον ἐπὶ Σκύθας στρατεύεσθαι
- Γ. ΠΑΘΗΤΙΚΟ κτ. ορίζεται ή αποφασίζεται μετά από σκέψη
- ΑΙΣΧ ΕπτΘ 198 ψῆφος κατ'αὐτῶν ὀλεθρία βουλεύσεται
- ΔΗΜ επιστ 1.12 τὰ γὰρ ὀρθῶς βουλευθέντα καὶ δοκιμασθέντα
- φρ. τά βεβουλευμένα=οι αποφάσεις
- ΗΡ 4.128 ἐποίευν τὰ βεβουλευμένα
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- < ΒΟΥΛΗ >
- Από: βουλ- + επίθημα -ευ- + -ω.
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- Ρ1
- βουλεύω, ἐβούλευον, βουλεύσω, ἐβούλευσα, βεβούλευκα, ἐβεβουλεύκειν
- βουλεύομαι, ἐβουλευόμην, βουλεύσομαι, ἐβουλευσάμην, βεβούλευμαι, ἐβεβουλεύμην
- παθ. αόρ. ἐβουλεύθην
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: βουλή, βούλημα 'σκοπός, πρόθεση', βούλησις 'θέληση, πρόθεση, σκοπός', βούλευσις 'απόφαση, επιβουλή εναντίον της ζωής κάποιου', βουλευτής, βούλευτις (θηλ.), βουλευτήριον, βούλευμα 'απόφαση, σκοπός, σχέδιο', βουλευμάτιον, βουλεῖον 'δικαστήριο, βουλευτήριο', βουλεία 'το λειτούργημα του βουλευτού', βούλαρχος 'ο πρόεδρος της βουλής', ἀβουλία 'η κακή σκέψη, η απερισκεψία', αὐτοβούλησις, ἐπιβουλία, ἐπιβουλή, ἐπιβούλευμα, ἐπιβούλευσις, ἐπιβουλευτής, προβούλευμα 'προκαταρκτική απόφαση, σχέδιο νόμου'
- ρήματα: βουλεύω, βουλαρχέω, ἀβουλέω, ἐπιβουλεύω, ἀντεπιβουλεύω, κοινοβουλέω
- επίθετα: βούλιος 'συνετός, σοφός', βουλητός, βουλητέος, βουλήεις 'ο συνετός, αυτός που έχει καλή γνώμη', βουλαῖος 'αυτός που ανήκει στη βουλή', βουλόμαχος 'αυτός που επιθυμεί τη μάχη', βουληφόρος 'αυτός που εκφέρει γνώμη, που συμβουλεύει', βουλευτός 'ο σχεδιασμένος', βουλευτικός, βουλευτήριος 'αυτός που παρέχει συμβουλές', ἀνδρόβουλος 'η γυναίκα που έχει ανδρικά φρονήματα', ἀνεπιβούλευτος 'αυτός που δεν επιβουλεύεται κάποιον, που δεν υπόκειται σε επιβουλή', ἄβουλος 'ασυλλόγιστος', ἀβούλητος 'ακούσιος', αὐτόβουλος, βαθύβουλος, ἐπίβουλος, κακόβουλος, πρόβουλος
- επιρρήματα: ἀβούλως, προβούλως
- ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- ιων. βόλομαι, αιολ. βόλλομαι, κρητ. βώλομαι, βοιωτ. βήλομαι, βείλομαι, θεσσ. βέλλομαι 'βούλομαι', αιολ. βόλλα, δωρ. βωλά, βουλά 'βουλή', δωρ. βωλεύω, λεσβ. βολλεύω 'βουλεύω'
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: βουλογραφία 'η καταγραφή των βουλευτικών αποφάσεων', βουληγόρος 'αυτός που μιλά στη βουλή', βουληγορία, βουλευτήρ, βουλαρχία, ἀβουλησία, αὐτοβουλία, κοινοβούλιον, κοινοβουλία, ὑστεροβουλία
- ρήματα: βουλογραφέω, βουληγορέω
- επίθετα: βουλητικός, βουλογράφος, βουλεκκλησία, ἐπιβουλευτικός, ἀβούλευτος, ἀνεπίβουλος, δίβουλος, κοινόβουλος, κοινοβουλευτικός
- επιρρήματα: βουλητικῶς, βουλευτικῶς, βουληφόρως, ἐπιβούλως, ἐπιβουλευτικῶς, ἀνεπιβουλεύτως, ἀνεπιβούλως, αὐτοβούλως
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- Επιτομή Λεξικού Κριαρά %βουλ%
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- βουλευτικισμός, βουλευτίνα, βουλευτισμός, βουλευτοθηρία, βουλευτοκρατία, βουλευτοκρατικός, βουλευτομανία, βουλεύτρια, βουληματικός, κοινοβουλευτήριον, κοινοβουλευτικισμός, κοινοβουλευτικότης, κοινοβουλευτισμός
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- Ήπ. Μακεδ. Στερ.Ελλ. βούλουμι, Ήπ. Κορσ. Μακεδ. Πόντ. ΒΘράκ. Θράκ. βουλειούμαι, Ήπ. Μακεδ. Θεσσ. Θράκ. βουλειούμι, Θράκ. βουλειούμ᾽, Ήπ. β᾽λειούμι, Νίσ. βουλούμαι , Θράκ. βουλούμι, Βιθ. Εύβ. Νάξ. Πελοπ. Τήλος βουλειέμαι, Σαμοθ. βουλειέμι, Μακεδ. βουλέμι, Αθ.Ήπ. Κέρκ. Μακεδ. Στερ.Ελ. Θεσσ. βουλειώμαι, Ήπ. Πελοπ. βούλειομαι, Πελοπ. βουλίζομαι, Νίσ. Πελοπ. βούληση, Θράκ. βούλησ᾽, Ζάκ. βουλησιά, Κύπ. βουλεύ(γ)ω 'συμβουλεύω', Κύπ. Τήλος βουλεύκω 'συμβουλεύω, σκέπτομαι', Πελοπ. βουλεύομαι, Κρ. Κύπ. βουλεύγομαι 'συμβουλεύω, σκέπτομαι', Ήπ. Μακεδ. βουλεύουμι 'σκέπτομαι', Θράκ. βουλεύουμ᾽ 'σκέπτομαι'
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ