Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • βαρύς
    • επίθετο
    • -εῖα, -ύ
    • βαρέως
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • ΕΠΙΘΕΤΟ Α. αυτός που έχει βάρος, ασήκωτος, δυσβάσταχτος |για πράγματα |βαριά οπλισμένος |για στρατό Β. 1. ενοχλητικός, φορτικός, δυσάρεστος, δυσβάσταχτος, καταθλιπτικός, βλαβερός |για πρόσωπα και καταστάσεις |αυστηρός, άγριος, εχθρικός |σοβαρός, σημαντικός, ισχυρός 2. αργός, δυσκίνητος |για σωματική κατάσταση Γ.δυνατός, οξύς, βαθύς, βαρύς |για ήχους φυσικούς, μουσικών οργάνων, και για την προσωδία |έντονος, βαρύς, δυσάρεστος |για οσμές |ΕΠΙΡΡΗΜΑ ενοχλητικά, πιεστικά, φορτικά, βαριά |με τα ρ. φέρω και ἔχω

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • ΕΠΙΘΕΤΟ Α. αυτός που έχει βάρος, ασήκωτος, δυσβάσταχτος
    • για πράγματα
    • ΑΡΙΣΤ Φυσ 255a τὸ μὲν κοῦφον ἄνω τὸ δὲ βαρὺ κάτω͵ φύσει
    • ΠΛ Θεαιτ 152d ἀλλ΄ ἐὰν ὡς μέγα προσαγορεύῃς͵ καὶ σμικρὸν φανεῖται͵ καὶ ἐὰν βαρύ͵ κοῦφον { αν το πεις μεγάλο θα φανεί και μικρό, και αν βαρύ, ελαφρό }
    • βαριά οπλισμένος
    • για στρατό
    • ΠΛ Νομ 833b καὶ πάλιν͵ βαρύτερον͵ ὁπλίτην ἐπονομάζοντες
    • Β.
    • 1. ενοχλητικός, φορτικός, δυσάρεστος, δυσβάσταχτος, καταθλιπτικός, βλαβερός
    • για πρόσωπα και καταστάσεις
    • ΣΟΦ Φιλ 368 κἀγὼ δακρύσας εὐθὺς ἐξανίσταμαι ὀργῇ βαρείᾳ
    • ΕΥΡ Ηλ 301 τύχας βαρείας τὰς ἐμὰς κἀμοῦ πατρός
    • ΠΛ Θεαιτ 210c ἧττον ἔσῃ βαρὺς τοῖς συνοῦσι { θα είσαι λιγότερο ενοχλητικός στη συντροφιά }
    • αυστηρός, άγριος, εχθρικός
    • ΕΥΡ Ηλ 1119 καὶ μὴν ἐκεῖνος οὐκέτ΄ ἔσται σοι βαρύς
    • ΑΙΣΧ Περ 828 Ζεύς τοι κολαστὴς τῶν ὑπερκόμπων ἄγαν φρονημάτων ἔπεστιν͵ εὔθυνος βαρύς
    • σοβαρός, σημαντικός, ισχυρός
    • ΑΡΙΣΤ Ρητ 1391a φιλοτιμότεροι γὰρ καὶ ἀνδρωδέστεροί εἰσιν τὰ ἤθη οἱ δυνάμενοι τῶν πλουσίων...σεμνότεροι ἢ βαρύτεροι
    • ΠΛ Κριτων 43c ἀγγελίαν͵ ὦ Σώκρατες͵ φέρων χαλεπήν...καὶ βαρεῖαν
    • 2. αργός, δυσκίνητος
    • για σωματική κατάσταση
    • ΗΡ 4.150 ἐγὼ μέν͵ ὦναξ͵ πρεσβύτερός τε ἤδη εἰμὶ καὶ βαρὺς ἀείρεσθαι
    • ΣΟΦ Αι 1017 τοιαῦτ΄ ἀνὴρ δύσοργος͵ ἐν γήρᾳ βαρύς͵ ἐρεῖ
    • Γ.δυνατός, οξύς, βαθύς, βαρύς
    • για ήχους φυσικούς, μουσικών οργάνων, και για την προσωδία
    • ΞΕΝ Κυν 6.20 ὁποσαχῇ οἷόν τ΄ ἂν ᾖ τοὺς τόνους τῆς φωνῆς ποιούμενον͵ ὀξύ͵ βαρύ͵ μικρόν͵ μέγα
    • ΑΙΣΧ Περ 572 βαρὺ δ΄ ἀμβόασον οὐράνι΄ ἄχη { να διαλαλείς τα πάθη βαριά να ακουστούν στα ουράνια }
    • ΑΡΙΣΤ Ρητ 1403b καὶ πῶς τοῖς τόνοις͵ οἷον ὀξείᾳ καὶ βαρείᾳ καὶ μέσῃ
    • ΠΛ Κρατ 399b τὰ δὲ βαρύτερα ὀξύτερα φθεγγόμεθα
    • έντονος, βαρύς, δυσάρεστος
    • για οσμές
    • ΗΡ 6.119 ἔστι δὲ μέλαν καὶ ὀδμὴν παρεχόμενον βαρέαν
    • ΕΠΙΡΡΗΜΑ ενοχλητικά, πιεστικά, φορτικά, βαριά
    • με τα ρ. φέρω και ἔχω
    • ΠΛ Μενεξ 248c βαρέως φέροντες τὰς συμφοράς
    • ΑΡΙΣΤ Πολιτικ 1311b αἰεὶ γὰρ βαρέως εἶχε πρὸς τὴν ὁμιλίαν
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΒΑΡΥΣ >
    • Πβ. λατ. gravis.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ε6
    • επίθετο συγκρ. βαρύτερος, υπερθ. βαρύτατος
    • επίρρημα συγκρ. βαρύτερον, υπερθ. βαρύτατα
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: βάρος, βαρύτης, βάρυνσις 'βάρος, ενόχληση'
      • ρήματα: βαρύνω, βαρύθω 'βαραίνω'
      • επίθετα: βαρυαλγής 'αυτός που πονά, που υποφέρει πολύ', βαρυβρεμέτης 'αυτός που βροντά δυνατά', βαρύγδουπος, βαρυδαίμων 'κακότυχος', βαρύποτμος 'δυστυχής', βαρύτονος, βαρυγούνατος 'κουρασμένος', ἀβαρής, ἀνομοιοβαρής
      • επιρρήματα: βαρέως
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: βαρυφροσύνη 'μελαγχολία', βαρουλκός
      • ρήματα: βαρυθυμέω-ῶ 'υποφέρω, στενοχωρούμαι'
      • επίθετα: βαρύτιμος, βαρύμοχθος 'κουραστικός, επίπονος', βαρυρρήμων 'αυτός που χρησιμοποιεί στομφώδη λόγο', βαρυταρβής 'τρομακτικός', βαρυτελής 'αυτός που πληρώνει βαρύ φόρο'
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Επιτομή Λεξικού Κριαρά %βαρ%
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • βαρόμετρον, βαρύαυλος, βαρύλιθος 'το μέταλλο τουγκστένιο', βαρυποινίτης, βαρύχορδον 'κοντραμπάσο', βαρυαλγέω-ώ, βαρυγδουπέω-ώ, βαρυδασμολογέω-ώ, βαρυκοιμάομαι-ώμαι, βαρομετρικός, βαρυσήμαντος, βαρύτοκος
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Λεξικό Γεωργακά %βαρ%
      • Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής %βαρ%
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Ρόδ. βάρεμα 'φόρος', Πόντ. βάρεμαν 'βάρος, ενόχληση', Κάσ. βαρυθυμώ 'πληγώνω', Πόντ. βαρυτσέφαλος, Πελοπ. Ρόδ. Ζάκ. βαροκέφαλος 'δύσκολος στην κατανόηση, ξεροκέφαλος'